Του Γιώργου Σμύρη
Μία νέα εμπειρία των κατοίκων των πόλεων, ήλθε να τροφοδοτήσει την αστική μας συμπεριφορά. Παραγκωνισμένα για πολλά χρόνια αρχιτεκτονικά στοιχεία των αστικών πολυκατοικιών όπως το μπαλκόνι, ο ακάλυπτος των πολυκατοικιών, οι ευρύχωρες ή μη βεράντες και η πυλωτή, ξαφνικά βρέθηκαν στο κέντρο της ζωής των πολιτών.
Όλοι μας είδαμε ή συμμετείχαμε σε δραστηριότητες – απόρροια του εγκλεισμού μας- που ξαφνικά χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, ακολουθώντας σχεδόν ενστικτώδεις συμπεριφορές αναθεωρήσαμε την χρήση στοιχείων της κατοικίας που για χρόνια υπήρχαν δίπλα μας χωρίς να τους δίνουμε σημασία.
Το μπαλκόνι κυρίως ή βεράντα ακολούθως, έχουν να κάνουν με την νεωτερικότητα. Παρότι δεν αγγίζουν σε βάθος την οικοδομική παράδοση, οι νεώτεροι πολεοδομικοί σχεδιασμοί πύκνωσαν τον αστικό μας χώρο, με την πολυώροφη κατοικία, σε σημείο μάλιστα που ζητήματα όπως ο αερισμός και ηλιασμός των διαμερισμάτων θα έπρεπε να λυθούν. Το ζήτημα αυτό μετά από πολλές περιπέτειες που έχουν να κάνουν με τις διαστάσεις και μορφές που επιβάλλονται από τους Γενικούς Οικοδομικούς Κανονισμούς, αλλά και με τον αστικό μας βίο των τελευταίων δεκαετιών, επιβλήθηκε ως κανονικότητα.
Ίσως αγνοούμε ότι τα συνοδά αυτά στοιχεία των οικοδομών ορίστηκαν σε διαστάσεις από τον πρώτο οικοδομικό κανονισμό του 1929, με πλάτος 1,10 μ. χωρίς να γίνεται αναφορά φυσικά στο μήκος τους. Τα νέα υλικά είχαν πια την δυνατότητα να αποκτήσουν μεγάλο μήκος ακόμη και σε ολόκληρη την όψη των πολυκατοικιών. Τα περί «οριζοντίου ιδιοκτησίας» ζητήματα των νόμων της περιόδου ήταν καθοριστικά για την μετέπειτα αστική δόμηση συνυφασμένη με την πολυκατοικία. Μετά από 26 χρόνια ο Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός του 1955 και οι μετέπειτα πρόσθετες διατάξεις του 1968, μειώνουν το πλάτος των μπαλκονιών σε 1 μέτρο. Με τον ΓΟΚ του 1985 το μπαλκόνι πριμοδοτείται γενναία και αποκτά πλάτος 2 μέτρων.
Η ύπαρξη μπαλκονιών και βεραντών με ημιυπαίθριο χώρο στις όψεις των οικοδομών, λειτούργησε διαφορετικά στις νεοπαγείς αστικές κοινωνίες. Από την στιγμή που δεν υπήρχαν αυλές, έπρεπε με κάποιο τρόπο ο βιωματικός αστικός χώρος να γεμίσει με ήλιο και καθαρό αέρα. Αυτή ήταν η αρχή.
Παρότι πάντα υπήρχε η δυνατότητα να φιλοξενηθούν καθιστικά και να επεκταθεί η κατοικία προς τα έξω, παρέμειναν σχεδόν, ανενεργά, λειτουργώντας ως διακοσμητικός πράσινος χώρος στην καλύτερη περίπτωση - πεδίο δόξης λαμπρό των σχεδιαστών, και στην χειρότερη ως χώροι αποθήκευσης. Τα «πίσω» μπαλκόνια εξήντλησαν την ύπαρξή τους κυρίως ως χώροι εργαστηρίων ή στεγνωτηρίων. Τα «μπροστινά» έπρεπε να υποστηρίξουν και την αστική μας αξιοπρέπεια, αποκτώντας σκηνικές διαμορφώσεις. Η απαξίωση των μπαλκονιών και βεραντών ως βιώσιμος ενεργός χώρος ήλθε σχετικά νωρίς, για να ολοκληρωθεί με την εργολαβική πολυκατοικία, στην οποία λειτουργούσε κυρίως ως καθοριστικό της τιμής του διαμερίσματος. Το «μέσα και το έξω» των διαμερισμάτων χάθηκε οριστικά.
Όμως παρότι η σχέση με το χώμα την αυλή και τον δρόμο είχε χαθεί, οι χώροι αυτοί αντικατάστησαν για τους ενοίκους, χωρίς να γίνεται άμεσα αντιληπτό, την χαμένη αυτή σχέση. Γεννήθηκε έτσι μία άλλη κουλτούρα. Εκείνη του εξώστη. Μοναχικές παρουσίες – συνήθως καπνιστές- θεατρικοί χώροι με πρωταγωνιστή τους απέναντι, μία καθ’ ύψος εναέρια μεταφορά μικρών κήπων, κριτική επόπτευση του δρόμου, μοναχική ονειροπόληση και ενατένηση του θολού ορίζοντα, επίφαση δημοσιότητας, φωνές και τιτιβίσματα παιδιών, είναι από τις λίγες εικόνες του νέου αυτού ρόλου.
Με κριτική ματιά όλα όσα διαδραματίζονται στο νέο μπαλκόνι ηθελημένα ή αθέλητα, δεν είναι τίποτε άλλο από δραστηριότητες του χαμένου ή παραγκωνισμένου δημόσιου χώρου. Έτσι το στοιχείο αυτό πέρασε στους χαμένους παραδείσους του αστικού βίου, έγιναν ποίηση, έγινε έκφραση της πολιτικής (λόγος από το μπαλκόνι), έγινε ο παρίας της αναγκαίας βιωματικής έννοιας του μέσα και του έξω, έγινε το θεωρείο των δράσεων του δρόμου. Όμως ήταν εκεί. Έγινε ο συνοδός του ονείρου για γενεές και γενεές αστών, έγινε κομμάτι του σύγχρονου βίου, έγινε ή ίδια η ζωή του μοναχικού αστού. Ήταν όμως εκεί, κυρίως για τον άνθρωπο του μεσογειακού κλίματος. Ήταν ο αέρας και ο ήλιος, ήταν η μικρή άγνωστη φωλιά του καθημερινού ανθρώπου. Ας μη ξεχνάμε ότι «ο βίος εν Ελλάδι είναι υπαίθριος», έστω και αν δεν το καταλαβαίνουμε.
Αυτή ακριβώς ήλθε βεβιασμένα να αλλάξει. Ο εγκλεισμός λειτούργησε σχεδόν ως ενδοσκόπηση, ως κριτική, ως παράδοξο. Αναγκαστήκαμε να ξαναδούμε, να κατανοήσουμε τον αστικό και τον μας ιδιωτικό μας χώρο. Αναγκαστήκαμε να τον ανακαλύψουμε, λειτουργώντας σχεδόν από ένστικτο.
Γνωρίσαμε τον γείτονα, ο οποίος μπορεί και να μας ενοχλούσε στο παρελθόν, ακούσαμε άλλες φωνές, παρατηρήσαμε από ανάγκη αρχικά τον περίγυρα, ο μοναχικός μας βίος απέκτησε άλλη διάσταση, σχεδόν ομαδική. Ξαναέγινε κοντολογίς δημόσιος. Το μπαλκόνι έγινε η πλατεία μας, έγινε ο δρόμος. Ξαναβρήκαμε εκείνο που στην αστική αρχιτεκτονική είχε χαθεί, έστω και αν ο μοντερνισμός δημιουργούσε τους ημιυπαίθριους χώρους στον όγκο του κτηρίου, ως οραματιστής του νέου αστικού χώρου, του μέσα και του έξω. Ξεχάσαμε τα μήκη και πλάτη του εργολαβικού μπαλκονιού, που απέκτησε τις διαστάσεις του κοινωνικού βίου μας και τις προσαρμόσαμε στην κοινωνική μας αναγκαιότητα. Ξανακοιτάξαμε το παρελθόν μας. Τον «ηλιακό» της παραδοσιακής μας αρχιτεκτονικής, το μικρό μπαλκόνι του νεοκλασικού σπιτιού, με τα χαριτωμένα «φορούσια», τους κομψούς εξώστες του πρωίμου και ύστερου μοντερνισμού.
Όλα ήλθαν να ξαναγίνουν βίωμα, ξανακοιτώντας την βάση του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, την απαρχή δηλαδή. Ξαναγίναμε, ή τουλάχιστον νομίζω, παράδοξα κοινωνικοί. Είναι η νέα πραγματικότητα. Και όλα αυτά τα οφείλουμε στο ταπεινό μας και παραγκωνισμένο μπαλκόνι, που έγινε η πλατεία μας, ο κήπος μας, η αυλή μας, έγινε ο δημόσιος μας χώρος.
Ο Γιώργος Σμύρης είναι καθηγητής της Αρχιτεκτονικής Σχολής Ιωαννίνων