Πριν από μερικές μέρες η «Δωδώνη» άλλαξε και επίσημα χέρια, οκτώ χρόνια μετά την κατάργηση του συνεταιριστικού της χαρακτήρα και την είσοδό της στον ιδιωτικό τομέα.
Τότε, οι αντιδράσεις ήταν πάρα πολύ έντονες, το πολιτικό παιχνίδι γύρω από την εξαγορά διαπερνούσε τους πολιτικούς χώρους, κεντρικοί και τοπικοί παράγοντες έπαιξαν το ρόλο τους με κυρίως παρελκυστικά πολιτικό τρόπο.
Τελικά, οι νέοι ιδιοκτήτες της εταιρίας κατάφεραν να κερδίσουν σε πρώτη φάση το διακύβευμα της «Δωδώνης»: να εμπνεύσουν δηλαδή τη σιγουριά ότι υπάρχει στην Ήπειρο μια μεγάλη μονάδα που στηρίζει αμφίδρομα το μοναδικό «βαρύ» παραγωγικό στοιχείο της περιοχής, την κτηνοτροφία.
Στις 20 Απριλίου 2021, ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας Τομ Σέιπερς διαβεβαίωνε με δήλωσή του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο ότι έγινε η εξαγορά από τη CVC, ένα αμερικάνικο fund με πολλές δραστηριότητες στον ελληνικό πρωτοβάθμιο παραγωγικό τομέα τον τελευταίο καιρό.
«Είμαστε περήφανοι για τη συνεργασία που ξεκινάμε με την CVC, η οποία θα μας επιτρέψει να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα μετασχηματισμού και προόδου της ΔΩΔΩΝΗ σε μακροπρόθεσμο πλαίσιο, διατηρώντας την σταθερότητα και την ασφάλεια που προσφέρουμε τόσο στους εργαζομένους μας, όσο και στους προμηθευτές μας» τόνισε χαρακτηριστικά.
Αν τόσο αυτός, όσο και άλλα κορυφαία στελέχη της εταιρίας δεν είχαν, σε διάφορους βαθμούς αποκλείσει το ενδεχόμενο πώλησης της γαλακτοβιομηχανίας τα τελευταία χρόνια, θα ήταν πιο καθησυχαστική η δήλωσή του.
Δεν είναι όμως. Ούτε βέβαια το 2021 είναι ίδιο με το 2013.
Καταρχάς, υπάρχει το θέμα των διαβεβαιώσεων που τελικά διαψεύστηκαν από τις εξελίξεις. Το 2018 ο ίδιος άνθρωπος έλεγε ότι «θα υπάρχουν πάντα εταιρίες που θέλουν να μας προσεγγίσουν, λόγω της επιτυχίας μας» και πως «θα θέλανε να μας αγοράσουν λόγω της ποιότητας που έχουμε και δεν έχουν. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πουλάμε». Στον ίδιο τόνο ήταν οι ανακοινώσεις μερικούς μήνες αργότερα, τον ίδιο χρόνο.
Η εξαγορά όμως έγινε, τρία χρόνια αργότερα, ενώ ήταν ήδη συμφωνημένη εδώ και κάποιο διάστημα. Η ανακοίνωσή της έγινε μόλις ολοκληρώθηκαν κάποιες δικαστικές εκκρεμότητες της εταιρίας με εργαζόμενους. Τον περασμένο Ιανουάριο ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος κ. Παναγιωτάκης έλεγε πως η εταιρία έχει «καταπληκτικό momentum» στην Ελλάδα και διέψευδε εν μέρει τα σενάρια.
Πριν συμπληρωθούν τρεις μήνες από τότε, τα σενάρια επιβεβαιώθηκαν.
Υπάρχει φυσικά η διάσταση ότι σε τέτοιου μεγέθους οικονομικές συμφωνίες, όλα είναι «θέμα τακτικής», ωστόσο, πριν από οκτώ χρόνια, οι σημερινοί ιδιοκτήτες πήραν μαζί με την εταιρία, και τις ιδιαιτερότητές της. Και μια από αυτές, είναι η ανησυχία σε τέτοιου είδους αλλαγές.
Ο κ. Παναγιωτάκης, σε επίσημες δηλώσεις στις 23/4 του δεν θεωρεί «εξαγορά» το deal, αλλά «πέρασμα στην επόμενη φάση (…) Για να παίξουμε στο τσάμπιονς λιγκ θέλουμε δίπλα μας ένα στρατηγικό εταίρο, από τους ισχυρότερους στην Ευρώπη. Κάτι που μας δίνει τη δυνατότητα να ανταγωνιστούμε επί ίσοις όροις μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες της Ευρώπης και της Ελλάδας» είπε στο Βήμα TV των Ιωαννίνων.
Η εταιρία δηλώνει επίσημα ότι δεν αλλάζει κάτι στη διοίκηση και τη στρατηγική, ενώ υπόσχεται και αύξηση τιμών.
Φυσικά, δεν επρόκειτο να αλλάξει μια διοίκηση μεσούσης της χρονιάς, ούτε σημαίνει ότι θα αλλάξει οπωσδήποτε την επόμενη. Ούτε όμως ότι δεν θα αλλάξει.
Η CVC έχει κάνει «μπάσιμο» στην ελληνική αγορά με εξαγορές μονάδων και επιχειρήσεων διαφόρων μεγεθών στον αγροδιατροφικό τομέα και η παρουσία της «απειλεί» το επιχειρηματικό status quo της χώρας. Η Vivartia, το βασικό επενδυτικό πλάνο της CVC στην Ευρώπη, αναμένεται να λειτουργήσει «παραπληρωματικά» στην ελληνική γαλακτοκομική αγορά και να αυξήσει σημαντικά το μερίδιο αγοράς. Το «όχημα» CVC-Vivartia ελέγχει μια σειρά εταιρίες στην Ελλάδα, στο χώρο του γάλακτος, των τροφίμων γενικότερα και της εστίασης.
Ένα ερώτημα επίσης είναι το ποσοστό μετοχών που εξαγόρασε η CVC. Αρχικά, πηγές έκαναν λόγο για το 50%, τώρα ωστόσο φαίνεται (μέχρι επίσημης επιβεβαίωσης), ότι έχει εξαγοραστεί πάνω από το 67%.
Το άλλο θέμα, αυτό των τιμών, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα υπόθεση.
Η αντίληψη των τοπικών παραγωγών για το συνεταιρίζεσθαι, παρότι η «Δωδώνη» επιλέγει να αντιμετωπίζει (άρα και να διαπραγματεύεται) όχι σε συλλογικό, αλλά σε ατομικό επίπεδο τις σχέσεις και τις τιμές που δίνει, οδήγησε αρκετούς παραγωγούς να δώσουν το γάλα τους στον «Όλυμπο», ο οποίος πρόσφερε καλύτερες τιμές.
Η «γαλακτοκομική κόντρα» όμως μεταξύ εταιριών, η οποία εκτυλίσσεται εδώ και καιρό στην Ελλάδα, δεν είναι μόνο σε επιχειρηματικό επίπεδο. Έχει εξελιχθεί ακόμα και στο παρασκήνιο των τελευταίων περιφερειακών εκλογών, επηρεάζοντάς τες σε ένα βαθμό.
Πιο πρόσφατα δε, πολιτικοί παράγοντες άσκησαν πίεση για να μη φύγει γάλα από τη «Δωδώνη» όταν υπήρξε προσφορά καλύτερων τιμών στους παραγωγούς.
Ο περιφερειάρχης Αλέκος Καχριμάνης σε δηλώσεις του για την εξαγορά, περιορίστηκε σε ευχές «να συνδέσει αυτό το fund την ποιότητα και τη φέτα σε άλλα επίπεδα, παγκόσμια, αυτή είναι η δικιά μου επιθυμία, να είναι προς όφελος των κτηνοτρόφων».
Είπε επίσης ότι υπάρχει «έλλειμμα γάλακτος» και εξέφρασε την εκτίμηση ότι από τη νέα γαλακτοκομική σεζόν, η τιμή του πρόβειου γάλακτος θα είναι πάνω από 1 ευρώ.
Δεν είναι η πρώτη φορά πάντως που ο κτηνοτροφικός κόσμος χρεώνει στον κ. Καχριμάνη στάση που δεν συμβαδίζει με την οικονομική αντίληψη περί «μη παρέμβασης»…
Οι ποσότητες του γάλακτος που θα διαθέτει κάθε εταιρικός χώρος είναι το μεγάλο στοίχημα για το προσεχές διάστημα. Για να παραχθεί η φέτα, στην οποία θα πέσει όλο το βάρος, χρειάζεται πρώτη ύλη. Η εξαγορά της «Δωδώνης» φαίνεται να υπηρετεί ένα τέτοιο σχέδιο, που «μοιράζει» την αγορά ανάλογα με το ποιος φτιάχνει τα βασικά, εξαγώγιμα και πιο κερδοφόρα (φέτα) και ποιος ασχολείται με τα δευτερεύουσας σημασίας (γιαούρτι κ.λπ.).
Σε καιρούς που οι εταιρικές διαφορές είναι δυσδιάκριτες, καθώς οι κανόνες ορίζονται από το χρήμα και όχι τα διοικητικά σχήματα, το μέλλον της αγοράς μοιάζει πιο ρευστό από ποτέ. Πριν από μια δεκαετία θα ακουγόταν πιο συχνά ο όρος «μονοπώλιο» γι αυτό που συμβαίνει.
Αυτό που δεν έχει αλλάξει είναι η αντίληψη που δένει μια τοπική βασικά βιομηχανία, όπως η «Δωδώνη», με την παραγωγική συνεταιριστική αντίληψη. Και αυτό, είναι ένα στοίχημα που το νέο ιδιοκτησιακό καθεστώς θα πρέπει να κερδίσει και να καθησυχάσει τους, ανήσυχους αυτή τη στιγμή εμπλεκόμενους με τον κλάδο στα Γιάννενα και στην Ήπειρο. Αν ενδιαφέρεται φυσικά να το κερδίσει, καθώς πολύ συχνά, τα σχέδια των CEO’s απέχουν αρκετά από την αντίληψη των παραγωγών για τα πράγματα…