Δύο ζητήματα απασχολούν τους παρά τη «Δωδώνη» το τελευταίο διάστημα, άρα και το σχεδόν 30% της οικονομικής ζωής του νομού Ιωαννίνων: ένα που δεν ισχύει, το σενάριο πώλησής της και ένα που ισχύει, οι τιμές του γάλακτος.
Ο Τομ Σέιπερς («Σίπερς πλέον για την οικογένειά μου που ζει στην Αγγλία» όπως λέει ο ίδιος), διευθύνοντας σύμβουλος της «Δωδώνης», απάντησε και στα δύο την Πέμπτη το πρωί, σε μια «ημιεπίσημη» ενημέρωση των ΜΜΕ, από αυτές που συνηθίζει να διοργανώνει η γαλακτοβιομηχανία.
Το ενδιαφέρον είναι ότι ο κ. Σέιπερς επιδόθηκε και σε μερικά «πνευματικά παιχνίδια» γύρω από το ιδιοκτησιακό μέλλον της επιχείρησης. Είπε δηλαδή ότι προφανώς, «θα υπάρχουν πάντα εταιρίες που θέλουν να μας προσεγγίσουν, λόγω της επιτυχίας μας» και πως «θα θέλανε να μας αγοράσουν λόγω της ποιότητας που έχουμε και δεν έχουν. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πουλάμε».
Ο CEO της εταιρίας δεν αρκέστηκε σε αυτό. Καθώς τα σενάρια διακινούνται (και) στο εσωτερικό της ελληνικής επιχειρηματικής σκηνής, είπε πως εάν κάποιοι «τοπικοί παίχτες» επιθυμούν, «μπορούμε να τους αγοράσουμε για να έχουμε και ένα άλλο brand, με κατώτερης ποιότητας φέτα». Κάπως έτσι, η επιχείρηση ξέκοψε κάθε πιθανότητα «εντός των συνόρων» συγχώνευσης, πώλησης κ.λπ, αλλά και εκτός συνόρων. Τουλάχιστον, έβαλε κάποια συγκεκριμένα όρια που δεν δείχνουν ότι η επιχείρηση πωλείται, ακόμα και σε μεγαλύτερους από αυτή «παίχτες». Ο κ. Σέιπερς είπε δηλαδή ότι ο ίδιος και οι συνεργάτες του «έχουν βάλει δικά τους κεφάλαια» και είναι «πολύ ικανοποιημένοι» από την επένδυση.
Σχετικά με τις τιμές, οι οποίες έχουνε μειωθεί, ο διευθύνοντας σύμβουλος δεν πήγε δια του σύντομου δρόμου, αλλά έκανε μια συνολική αναφορά στην παραγωγική βάση της εταιρίας. Είπε δηλαδή σε όλους τους τόνους και τις κλίσεις ότι οι παραγωγοί είναι το μυστικό της ποιότητας, ότι η ποιότητα είναι το μυστικό της επιτυχίας, αλλά ότι υπάρχει και η ελεύθερη αγορά που επιβάλλει ανταγωνιστικά προϊόντα σε τιμές κ.λπ. Πρόσθεσε ότι η εταιρία παίρνει, με αυξημένο κόστος γι αυτή, γάλα από μικρούς παραγωγούς (περίπου το 30% της ζώνης γάλακτος όπως είπε), αλλά το παίρνει και θα συνεχίσει να παίρνει το γάλα που θέλει.
Επίσης, είπε αρκετές φορές ότι η «Δωδώνη» δίνει συγκριτικά τις καλύτερες τιμές στους παραγωγούς και ότι «όσο καλύτερο γάλα φέρνουν, τόσο μεγαλύτερο είναι το μπόνους». Αναφέρθηκε επίσης στην υποστήριξη που παρέχει στους παραγωγούς η εταιρία με επιστημονικό δυναμικό, στις χορηγίες και τις πράξεις κοινωνικής ευθύνης κ.α., βάζοντας δίπλα και το χρηματικό κόστος. «Αισθανόμαστε πάντως ότι έχουμε ρίζες πλέον εδώ» είπε στην απαρχή της συζήτησης.
Ο κ. Σέιπερς μίλησε για πρώτη φορά μετά την εξαγορά της εταιρίας, προ πενταετίας για την εξαγορά καθαυτή: «Αν δεν είχαμε αγοράσει τη ‘Δωδώνη’ θα είχε προκληθεί καταστροφή» είπε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι «ήταν υπερδανεισμένη, μη ανταγωνιστική, με μεγάλο στοκ».
Παρέθεσε κάποια οικονομικά μεγέθη του 2017 (αύξηση πωλήσεων 27%, 10% στις εξαγωγές-διπλάσια ποσότητα από ό,τι το 2012) και είπε ότι «είμαστε πρώτοι στη φέτα και δεύτεροι, μέσα σε πολύ λίγα χρόνια, στο στραγγιστό γιαούρτι. Έχουμε το καλύτερο γάλα στην Ελλάδα».
Συγκρίνοντας τα μεγέθη του 2012, μίλησε για αύξηση 30% στη ροή εισερχόμενου γάλακτος, +31% στην αξία και +10% στον αριθμό παραγωγών. Δεν αρνήθηκε πάντως ότι «αν οι τιμές του γάλακτος πέσουν, κάποιοι παραγωγοί θα χάσουν το ενδιαφέρον τους». Σε αντιστάθμισμα, είπε ότι και οι παραγωγοί πρέπει να αντιλαμβάνονται τη μακροπρόθεσμη δυνατότητα της εταιρίας να αγοράζει γάλα.
Σε ό,τι αφορά τις αλλαγές στη διαχείριση και αντιμετώπιση της φέτας, ο κ. Σέιπερς ήταν μάλλον… στωικός. Είπε δηλαδή ότι εδώ και χρόνια στο εξωτερικό υπήρχε θέμα με τα τυριά που πωλούνται ως φέτα. «Παρόλα αυτά, η επιτυχία της ‘Δωδώνης’ είναι μεγάλη» είπε, για να τονίσει το γεγονός ότι «η ποιότητα μπορεί να κάνει τη διαφορά». Υπογράμμισε πάντως ότι «φέτα και γιαούρτι είναι ξεκάθαρα ελληνικά προϊόντα» και ότι «πρέπει να πολεμάμε όπως οι Γάλλοι για τα προϊόντα μας».
Κάλεσε τέλος την κυβέρνηση να στηρίξει το χώρο, ενώ είπε ότι η επιχείρηση στηρίζει τη διεπαγγελματική της φέτας.