Τα πλατάνια στον παραλίμνιο των Ιωαννίνων αποτελούν ένα τοπόσημο, έναν τόπο μνήμης για τους κατοίκους αυτής της πόλης. Το ενδεχόμενο να μην υπάρχουν αύριο μεθαύριο λόγω της ασθένειας του μεταχρωματικού έλκους, προκαλεί σάστισμα, ξάφνιασμα, ανησυχία, δυσαρέσκεια…
Τον Φεβρουάριο του 2019, ο εικαστικός-συντηρητής έργων τέχνης Πέρος Μπέχλης παρουσίασε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων μια έκθεση ασπρόμαυρης φωτογραφίας με τίτλο «Και τα δέντρα στο Μουσείο;». Το εισαγωγικό σημείωμα της έκθεσης αυτής αποτελεί κατά κάποιο τρόπο ένα ιδιαίτερο σχόλιο για το μεταβλητό τοπίο του παραλιμνίου.
Το σημείωμα:
«Γυρίζω συχνά πίσω στα παιδικά μου χρόνια, σε κείνες τις εικόνες που είχαν τυπωθεί τότε στο λευκό χαρτί του μυαλού μου.
Κι ήταν λέει κάποτε μια άλλη πόλη, πόλη αλλιώτικη, πού ‘χε τα σπίτια της κτισμένα μέσα σε μεγάλες αυλές και κήπους. Γύρω-τριγύρω ήταν δένδρα, πολλά δένδρα, μουριές, κορομηλιές, ακακίες και λουλούδια, πολλά λουλούδια, ντάλιες, ορτανσίες και αγιοκλήματα.
Ήταν πιο πάνω και ο μπαξές του κυρ Τάκη, που’ χε ολόγυρα στο φράχτη τις κυδωνιές.
Ήταν και το πεύκο στον κήπο της Πιπίτσας που ένα μεσημέρι ήταν, όταν γυρνώντας από το σχολείο, είδα να το κόβουν για να μου θυμίσει την κατάρα του πεύκου από τα ‘Ψηλά Βουνά’ του Ζαχαρία Παπαντωνίου.
Και πολύ μετά ήταν και κείνη η σκηνή στην την ταινία του Αντρέι Ταρκόφσκι ‘Θυσία’ που το παιδί-πρωταγωνιστής ποτίζει το ξερό δένδρο για να ξαναζωντανέψει.
Φωτογραφία: Πέρος Μπέχλης
Κι όλα αυτά σαν ένα κουβάρι μέσα μου είχαν γίνει και γυρνούσαν και ξαναγύριζαν χωρίς σταματημό, και πότε πότε φανερώνονταν: άλλοτε γίνονταν όνειρα και άλλοτε εφιάλτης στον πρωινό μου ύπνο.
Κι έβλεπα λέει γύρω μου δένδρα να σωριάζονται καταγής και να χάνονται, αλλιώτικα δένδρα παραμορφωμένα, ξερά και αγνώριστα και άλλα έβλεπα να φυτρώνουν ξανά στις ίδιες θέσεις με μαύρα κλαδιά και κόκκινα φύλλα.
Κι ήταν φορές πάλι που τα δένδρα καθρεπτίζονταν στην ηρεμία του νερού και ‘γω όλο να τα αγγίξω πάσχιζα κι αυτά όλο έφευγαν και ξεμάκραιναν και έμενα με τα πόδια σαν ρίζες να πατούν δυνατά στη γη και τα χέρια μου να απλώνονται σαν κλαδιά προς τον ουρανό.
Αυτόν τον εφιάλτη, που ερχόταν και ξαναρχόταν στον πρωινό μου ύπνο θέλησα να ξορκίσω και άρχισα να φωτογραφίζω δένδρα, τα δένδρα που ‘βλεπα να χάνονται. Ήταν έκδηλη η αγωνία μου να αιχμαλωτίσω σε μια στιγμή, όσο περισσότερα στοιχεία από αυτά μπορούσα. Μου γεννιόταν η ψευδαίσθηση πως μπορώ, έστω κι’ έτσι να σώσω κάποια αποτυπώματα μιας στιγμιαίας εντύπωσης μετά την καταστροφή τους και να παρατείνω την διαδρομή τους στο χρόνο. Μικρά μόνο κομμάτια τους όπως ίσως το περίγραμμά τους, ή η φαινομενική τους ακινησία, ή η εντύπωση του βάθους με το κοντινό και το μακρινό ή τέλος η υγρή αίσθηση που αναδύουν όταν βρίσκονταν σε θέση προσμονής μιας μελλοντικής τους αναγέννησης.
Αυτά τα δένδρα του εφιάλτη μου, σώματα της γης, σιωπηλοί μάρτυρες της καθημερινής μας αγωνίας και του υπαρξιακού μας άγχους, δένδρα αποδομημένα από την αδιαφορία των ανθρώπων, θυσία στον τεχνολογικό βωμό, θέλησα να αποτυπώσω. Μια στιγμιαία εντύπωση σαν σύγχρονα νεκρικά πορτρέτα ‘Φαγιούμ’ για δένδρα, που οι περιστάσεις μπορεί να τα κάνουν μοναδικά και πολύτιμα.
Σήμερα τα δέντρα των φωτογραφιών μπορεί να είναι μόνον μια αισθητική πρόκληση, σαν όμως βυθιστούν σαν τις ρίζες στο χώμα και γίνουν παρελθόν, θα ‘ναι αφορμές και ερεθίσματα για να ενεργοποιήσουν την μνήμη στο μέλλον.
Και δημιούργησα εικόνες με λιτά και απέριττα μέσα όπως είναι το λευκό και το μαύρο, αυτοί οι δύο ισχυροί αλλά συνάμα αντίθετοι πόλοι, που βρίσκονται σε μια διαρκή σύγκρουση επικράτησης, λιγοστοί ενδιάμεσοι τόνοι τους καρποί της σύγκρουσης αυτής και συγχρόνως εργαλεία για την αποτύπωση ενός ονειρικού κόσμου και την δημιουργία μιας άλλης φύσης».