Στις 8 Σεπτεμβρίου, ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Μάξιμος, με ανακοίνωσή του, κατήγγειλε «πλιάτσικο» στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Βελλά ζητώντας από τον ηγούμενο της Μονής να σφραγίσει τους χώρους και να απαγορεύσει την είσοδο σε οποιονδήποτε και από τους τοπικούς παράγοντες να παρέμβουν. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε ένα μυστηριώδες κλίμα και ένα σασπένς.
Στο πλευρό του μητροπολίτη και ο δήμαρχος Πωγωνίου Κώστας Καψάλης, ο οποίος τον ενημέρωσε για το «πλιάτσικο», για τη μεταφορά υλικού «από αγνώστους και προς άγνωστο προορισμό». Ο κ. Καψάλης έκανε δε λόγο σε τηλεοπτικό σταθμό για «ασέλγεια πάνω στο κουφάρι της Βελλάς».
Στο όλο… θρίλερ δεν άργησε να έρθει η ανατροπή. Με ανακοίνωσή της, η τέως πρόεδρος της Σχολής, καθηγήτρια Μαρία Ράπτη έκανε λόγο για «ανυπόστατες αιτιάσεις» και υπενθύμισε τη συγχώνευση των προγραμμάτων της Βελλάς με τα αντίστοιχα των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών Αθήνας και Κρήτης. Με το δεδομένο αυτό, η κινητή περιουσία του υπουργείου Παιδείας όσον αφορά τη Βελλά, μεταφέρεται κατά την έναρξη του φετινού ακαδημαϊκού έτους στις Ακαδημίες της Αθήνας και της Κρήτης.
Στο επόμενο «επεισόδιο» τον μητροπολίτη ήρθε να στηρίξει ο περιφερειάρχης Ηπείρου Αλέκος Καχριμάνης, ο οποίος έσπευσε να δηλώσει σήμερα ότι στο υπουργείο Παιδείας ανήκουν μόνο «κάποια διοικητικά έγγραφα» και ότι τα υπόλοιπα «ανήκουν εκεί που δωρήθηκαν»…
Η Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθήνας
Ωστόσο, η Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθήνας, η οποία είναι αυτή που μεταφέρει υλικό από τη Βελλά, έχει πολύ διαφορετική άποψη. Σε μια μακροσκελή ανακοίνωσή της, υπεραμύνεται της νομιμότητας των ενεργειών της, εκφράζει τη βαθιά ενόχλησή της για τη λέξη «πλιάτσικο» (καταγράφοντας ότι πρόκειται για αλβανοσέρβικης προέλευσης λέξη...) και καταφέρεται εναντίον του δημάρχου Πωγωνίου και φυσικά του μητροπολίτη Ιωαννίνων, «παραπέμποντας» τον για τα λεγόμενά του στην Εκκλησία της Ελλάδος και τη Δικαιοσύνη.
Την ανακοίνωση υπογράφει ο πρόεδρος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου της ΑΕΑ Αθήνας Αθανάσιος Καψάλης, καθηγητής Γενικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας.
Επί της υπόθεσης, η Ακαδημία Αθήνας ξεκαθαρίσει ότι «η παραλαβή-παράδοση θα συνεχιστεί κανονικά και σε περίπτωση παρεμπόδισης της σύννομης λειτουργίας του κράτους θα ζητηθεί εγγράφως η συνδρομή της τοπικής δικαιοσύνης».
Μέχρι τώρα, όπως αναφέρεται, έχουν μεταφερθεί από τη Βελλά υπολογιστές του λογιστηρίου, το σύστημα server μητρώων της Σχολής, με αντίστοιχα ειδικά προγράμματα, χαρτώο μητρώο διδακτικού προσωπικού, χαρτώα πρακτικά, λοιπά υλικά και μικροαντικείμενα που δεν είναι πλέον σε χρήση.
Προσθέτει δε ότι τον Ιούλιο, είχε προηγηθεί η καταγραφή του εξοπλισμού της σχολής παρουσία του συμπτωματικά ευρισκόμενου στον χώρο της Σχολής, ηγούμενου της Μονής. «Ο οποίος ενημερώθηκε για τον σκοπό της επίσκεψής μας πληροφοριακά και μόνο, καθότι ουδεμία σχέση έχει η Ανώτατη Εκπαίδευση και οι ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις με την Ιερά Μονή» διευκρινίζει.
Η Ακαδημία, αφού υπενθυμίζει ότι με τον Ν4823/21 έπαυσε η λειτουργία της ΑΕΑ Βελλάς (και της Θεσσαλονίκης), αναφέρει ότι ο πρόεδρος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου έχει και την ευθύνη για τη διοίκηση και τη διαχείριση της κινητής και ακίνητης περιουσίας της Βελλάς, «η οποία ανήκει εν προκειμένω στην ΑΕΑ Βελλάς και όχι στο ΝΠΔΔ της Ιεράς Μητροπόλεως, ούτε στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων ούτε φυσικά στον Δήμο Πωγωνίου». Ο πρόεδρος της Ακαδημίας Αθήνας είναι επίσης υπεύθυνος για τους τίτλους, τα πιστοποιητικά και τις βεβαιώσεις των αποφοίτων της ΑΕΑ Βελλάς, τις οποίες «δεν μπορεί να χορηγήσει ούτε ο σεβασμιότατος ούτε ο κ. δήμαρχος», όπως αναφέρεται με νόημα.
Επίσης δεν αποδέχεται τους ισχυρισμούς του δημάρχου Πωγωνίου (όπως αυτοί φαίνεται ότι ειπώθηκαν σε τηλεφωνική επικοινωνία του δημάρχου με τον πρόεδρο της Ακαδημίας Αθήνας) περί μη ενημέρωσης, απομείωσης των τοπικών υποδομών, ύπαρξης χρηματοδότησης της Βελλάς από Περιφέρεια και Δήμο και μη δικαίωματος μεταφοράς της Βιβλιοθήκης. Τοποθετήσεις που τις χαρακτηρίζει «παράλογες, καταχρηστικές, έωλες και τουλάχιστον κωμικές». Επικαλείται το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης των πολιτών, πόσο μάλλον ενός ανώτερου κρατικού λειτουργού για να κάνει τη δουλειά του, τον εξορθολογισμό της ανώτατης εκπαίδευσης, τη χρηματοδότηση επί μια 50ετία της Σχολής από το υπουργείο Παιδείας και τη νομιμότητα της μεταφοράς της Βιβλιοθήκης.
Για τη χρηματοδότηση της Σχολής, αναφέρει ότι ο Δήμος και η Περιφέρεια συνέβαλαν στην επισκευή της τοιχοποιίας της Σχολής και του Ναού της Μονής με ευρωπαϊκά κονδύλια μετά τους σεισμούς του 2016. Η κινητή περιουσία όμως, όπως επισημαίνει έχει αποκτηθεί σε βάθος χρόνου από το υπουργείο Παιδείας. Σημειωτέον ότι ο κ. Καχριμάνης ανέφερε σήμερα ότι στο υπουργείο ανήκουν μόνο κάποια «διοικητικά έγγραφα».
Η βιβλιοθήκη της Σχολής
Για τη Θεολογική Βιβλιοθήκη της Σχολής, η Ακαδημία Αθήνας επισημαίνει ότι «επιστρατεύεται ακόμα και τοπικός εκπαιδευτικός φορέας για τη διεκδίκησή της. Ωστόσο ο νόμος είναι ξεκάθαρος». Σε αυτό το σημείο, αναφέρει ότι εκτός της Βιβλιοθήκης υπάρχουν λίγα παλαίτυπα αρχεία και βιβλία που μπορούν να συντηρηθούν από το Εργαστήριο Συντήρησης Χαρτιού της Ακαδημίας και να είναι όλα προσβάσιμα στο κοινό.
Τέλος, στην ανακοίνωση γίνεται μια ακόμη επισήμανση: Kατά την επίσκεψη του
κλιμακίου της Ακαδημίας τον Ιούλιο, σε χώρους της Σχολής που προορίζονται για φοιτητές, διέμεναν αλλοδαποί υπάλληλοι παρακείμενης κτηνοτροφικής επιχείρησης και ο χώρος ήταν γεμάτος απλωμένες φανέλες.
Παρέμβαση και από τη Μερόπη Τζούφη
Για τις εξελίξεις στη Σχολή Βελλάς, παρέμβαση έκανε σήμερα και η βουλευτής Ιωαννίνων του ΣΥΡΙΖΑ και αναπληρώτρια τομεάρχης Παιδείας Μερόπη Τζούφη. Η κα Τζούφη αναφέρεται στην εφαρμογή του νόμου του υπουργείου Παιδείας «για το κλείσιμο και την αποψίλωση της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Βελλάς βρίσκεται, δυστυχώς, σε πλήρη εξέλιξη» και ασκεί κριτική για τον τρόπο που λήφθηκαν οι αποφάσεις –«με αδιαφάνεια και χωρίς διάλογο με την τοπική κοινωνία».
«Παρά τις διαβεβαιώσεις των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας ότι κανείς δεν πρόκειται να υποβαθμίσει την ιστορικότητα και την σπουδαιότητα του ιδρύματος, σήμερα βρισκόμαστε στην πλήρη εφαρμογή των αποφάσεων της κυβέρνησης Μητσοτάκη και της αρμόδιας υπουργού Νίκης Κεραμέως. Έτσι αντιλαμβάνονται τη δημόσια εκπαίδευση, έτσι δείχνουν το ‘σεβασμό’ τους απέναντι στα ιστορικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, έτσι εκφράζουν το ‘σεβασμό’ τους απέναντι στη γνώμη και τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών» επισημαίνει.