Η Μεγάλη Γότιστα είναι ένα χωριό που βρίσκεται στις πλαγιές του Λάκμου, σε υψόμετρο 940 μ., σε απόσταση 35 χλμ από τα Γιάννενα. Σε πιο χαμηλό υψόμετρο βρίσκεται η Μικρή Γότιστα. Ως Μεγάλη και Μικρή Γότιστα καταγράφηκαν επίσημα, για πρώτη φορά, το 1919, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με τον καθορισμό των κοινοτήτων και των εδρών τους, μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου.
Ο λόγιος του 19ου αιώνα Γιάννης Λαμπρίδης μνημονεύει μόνο την ονομασία Γότιστα, κι όχι Μεγάλη και Μικρή Γότιστα. Το πότε ακριβώς άρχισαν να χρησιμοποιούνται κοινώς οι επιθετικοί προσδιορισμοί, είναι άγνωστο.
Για την προέλευση του τοπωνυμίου «Γότιστα», ο καθηγητής γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Κώστας Οικονόμου («Τα οικωνύμια του νομού Ιωαννίνων-Γλωσσολογική εξέταση»), υποστηρίζει ότι προέρχεται από αλβανική λέξη που σημαίνει «ποτήρι, κύπελλο», με την κατάληξη να είναι σλαβική. Ο ιστοριοδίφης Στέφανος Μπέττης («Ονοματολογία των χωριών των Ιωαννίνων») έχει υποστηρίξει ότι το όνομα είναι σλαβικής προέλευσης, σημειώνοντας ότι «η ρίζα ΓΟΔ σημαίνει, καθώς βλέπω, χρόνος», αλλά δεν συνεχίζει με την ερμηνεία του τοπωνυμίου.
Στη μελέτη του «Η Γενική Διοίκηση Ηπείρου: Η αγροτική ιδιοκτησία 1913» ο Κώστας Βακατσάς αναφέρει ότι η Μεγάλη Γότιστα (όπως και η Μικρή) υπήρξε δημόσιο κτήμα που οι κάτοικοί τους αγόρασαν με δάνειο στα 1880 αντί 4.917,26 οθωμανικών λιρών.
Σημειώνει δε ότι στην περιφέρεια της Γότιστας ικανή κτηματική περιουσία κατείχαν ο Λεοντάρης και ο Χρήστος Παλάσκας, οι οποίοι έπεσαν υπέρ πατρίδος κατά τους Βαλκανικούς πολέμους. Η περιουσία αυτή αρπάχτηκε και το 1918 ο Γεώργιος X. Παλάσκας, απόγονος των δύο ηρώων, τη διεκδίκησε και υπέβαλε ομολογίες (πιθανώς μαρτύρων) και μεταφράσεις των τίτλων κυριότητας.
Το όνομα «Παλάσκας» έχει ιδιαίτερη σημασία για τη Μεγάλη Γότιστα. Από το 2017, μάλιστα, στην πλατεία του χωριού υπάρχει προτομή του Λεωνίδα Παλάσκα (1819-1880) ο οποίος είχε διατελέσει υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη.
Ο Λεωνίδας Παλάσκας είχε γεννηθεί στα Γιάννενα, αλλά ο πατέρας του, Χρήστος Παλάσκας, καταγόταν από τη Μεγάλη Γότιστα. Ο Χρήστος Παλάσκας είχε υπηρετήσει στην αυλή του Αλή πασά. Κατά τη σύγκρουση του Αλή πασά με τα σουλτανικά στρατεύματα, βρέθηκε στο πλευρό των τελευταίων. Στα τέλη του 1821 προσχώρησε στην Επανάσταση και συνεργάστηκε με τον Ιωάννη Κωλέττη, υπουργό Εσωτερικών και Πολέμου, και φίλο του. Ο Παλάσκας και ο Αλέξης Νούτσος ήταν οι δύο που στάλθηκαν από τη διοίκηση για να συλλάβουν (ή και να σκοτώσουν ακόμη) τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Οι δύο απεσταλμένοι κατέληξαν δολοφονημένοι.
Έχει κατατεθεί δε η άποψη ότι ο Ιωάννης Κωλέττης προκάλεσε με τις ενέργειές του τον θάνατο του Παλάσκα και του Νούτσου. Κι αυτό επειδή τους ήθελε νεκρούς για τους δικούς του λόγους. Πιο συγκεκριμένα, έχει γραφεί ότι ο Κωλέττης ήθελε να κάνει ερωμένη τη γυναίκα του Παλάσκα, τη Μαρία.
Μετά τον θάνατο του Παλάσκα πάντως, η γυναίκα του θανόντος και τα δύο παιδιά της, ο Λεωνίδας και η Ανθούσα, βρέθηκαν υπό την προστασία του Κωλέττη. Ο Κωλέττης ήταν αυτός που φρόντισε να εκπαιδευτεί ο Λεωνίδας Παλάσκας στη Γαλλία, όπου έγινε αξιωματικός στο Γαλλικό Πολεμικό Ναυτικό και αργότερα στο Ελληνικό.
O Λεωνίδας Παλάσκας, που έγινε και διευθυντής της πρώτης ναυτικής σχολής στην Ελλάδα, ήταν και ένας άνθρωπος που διάβαζε πολύ και είχε γνώσεις αστρονομίας. Μελέτησε τα ηλιακά ρολόγια και ήταν αυτός που τοποθέτησε τους μεταλλικούς γνώμονες πάνω στο ωρολόγιο του Ανδρονίκου του Κυρρήστου (Αέρηδες).
Σημειωτέον ότι προς τιμή του, το Κέντρο Εκπαίδευσης του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού φέρει το όνομά του: «Παλάσκας».
Όσο για την αδελφή του, την Ανθούσα, έμελλε να γίνει μια ιδιαίτερα έντονη προσωπικότητα. Παντρεύτηκε τον Αλέξανδρο Ρουζιού, προστατευόμενο του Κωλέττη. Ο Ρουζιού διορίστηκε, το 1842, πρόξενος της Γαλλίας στη Σύρο. Μία δεκαετία μετά, η Ανθούσα έμεινε χήρα και έδινε βροντερό παρών στα θεωρεία της Βουλής ως φανατική υποστηρίκτρια του Θεόδωρου Δηλιγιάννη . Συχνά δε εμφανιζόταν σε σχόλια και γελοιογραφίες σατιρικών εφημερίδων και περιοδικών της εποχής.
Και από την οικογένεια Παλάσκα και τη σχέση της με τη Μεγάλη Γότιστα, στον σεισμό του 1967. Ήταν Πρωτομαγιά, δεύτερη μέρα του Πάσχα γύρω στις 9 το πρωί, όταν έγινε ο σεισμός των 6,4 Ρίχτερ στα χωριά των Τζουμέρκων και του Μετσόβου.
Η Μεγάλη και η Μικρή Γότιστα ήταν από τα χωριά που μέτρησαν πολλές υλικές ζημιές.