Το καλοκαίρι του 1919 ήταν εξόχως δύσκολο για τους κατοίκους των Ιωαννίνων. Η αγορά μαστιζόταν από ακρίβεια, όπως στις μέρες μας δηλαδή και τα φαινόμενα αισχροκέρδειας ήταν πολύ έντονα.
Επίσης, υπήρχαν αναφορές για ξεκάθαρες πρακτικές μαύρης αγοράς στην πόλη, στη διακίνηση των τροφίμων.
Το πρόβλημα και η οργή, ήταν απόλυτα ορατά. Οι εφημερίδες της εποχής τα επεσήμαναν και κατήγγειλαν «απουσία ελεγκτικών μηχανισμών», κάτι που εν πολλοίς, είναι και σύγχρονο χαρακτηριστικό.
Ο Γεώργιος Χατζής(πελλερέν) προειδοποιούσε από τις γραμμές της «Ηπείρου» ότι εάν το φαινόμενο δεν κατασταλεί, θα ενσκήψει «κοινωνική επανάστασις», προσθέτοντας ότι «τάξεις πολλαί, εργατικαί, κτηματικαί, υπαλληλικαί υποφέρουν, κοιμώνται νηστικοί», όπως αναφέρει ο καθηγητής του Ιστορικού-Αρχαιολογικού Ιωαννίνων, Νικόλαος Αναστασόπουλος (2012).
Το πρόβλημα όμως ήταν υπαρκτότατο, ανεξάρτητα από τη διάσταση που έδινε ο Τύπος της εποχής και τις λύσεις που επέλεγαν οι εκδότες.
Ο Ιωάννης Νικολαΐδης στα «Γιάννινα του Μεσοπολέμου» περιγράφει μια συζήτηση του Χατζηπελλερέν με έναν μαγαζάτορα: «Τί νά πουλήσω, κύρ Γιώργη, αφού μόνο στή μαύρη άγορά υπάρχουν τρόφιμα; Πόσο θά τά δώσω στον κόσμο, άγοράζοντάς τα άπό κει; Έ χει φουντώσει ή ακρίβεια, νά τόν ξεζουμίζουμε καί μεις μέ τήν αισχροκέρδειά μας; Φτάνει πιά κύρ Γιώργη, δέν αντέχει άλλο ή φτώχεια, κι αυτά πού γίνονται στήν άγορά να τα ύποκινοϋν κάποιοι, βρίσκουν δμως πρόσφορο έδαφος καί τό κάνουν. Πότε θά τελειώσει αυτός ο χαλασμός; Οκόσμος μπορεί νά παραβλέπει τίς προσβολές πού δέχεται καθημερινά, όχι όμως τήν πείνα, τον τσάκισε, είναι κακός σύμβουλος, ή πείνα, γιά πολλά...».
Σε άλλο σημείο, ο Νικολαΐδης καταγράφει άλλη μια ομοιότητα με το σήμερα, ότι δηλαδή ο ανταγωνισμός και η απελευθέρωση της αγοράς, δεν λειτούργησαν υπέρ των καταναλωτών: «Η ακρίβεια φούντωνε κι ένώ τό έμπόριο πολλών ειδών είχε απελευθερωθεί αύτό λειτούργησε σέ βάρος τών καταναλωτών. Ό άνταγωνισμός έπρεπε νά προκαλέσει πτώση τών τιμών, συνέβη τό αντίθετο».
Τα μέτρα που λήφθηκαν αρχικά ήταν επιπέδου… καραντίνας και capital controls: Μπακάλικα και μανάβικα έκλεισαν το μεσημέρι, 12-3 και ξενοδοχεία εστιατόρια, έκλειναν από τις 10 το βράδυ.
Μια βασική αιτία της έλλειψης αγαθών και της ακρίβειας, ήταν ο πόλεμος στη Μικρά Ασία. Στα Γιάννενα, οι τιμές των γαλακτοκομικών ήταν στα ύψη, παρότι η περιοχή ήταν βασικά κτηνοτροφική και η παραγωγή θα έπρεπε να επαρκεί.
Ενδεικτικό είναι ότι παρουσιάστηκαν περιπτώσεις νοθείας στο γάλα, που «γινόταν περισσότερο αισθητό στα ζαχαροπλαστεία» όπως αναφέρει ο Νικολαΐδης. Εκεί, τα γλυκά ήταν… πικρά, καθώς οι πρώτες ύλες ήταν νοθευμένες… «τά γλυκίσματα άφηναν αίσθημα πικράδας στό στόμα τών πελατών».
«Ό λαός ένθουσιάζεται μέ τίς νίκες καί τά θούρια, πέφτει δμως γρήγορα σέ μαύρη άπελπισία, όταν σκέπτεται τις άνάγκες τής οικογένειας, τήν άκρίβεια, πού καθημερινά φουντώνει, τό ψωμί έγινε λειψό, ό κόσμος δύσκολα τά βγάζει πέρα, πολλοί πεινάνε, πιστεύεις πώς αύτοί, δταν θά πάνε νά ψηφίσουν, θάχουν στό νοϋ τους τή ‘Μεγάλη ’Ιδέα;’ Τό στομάχι θά μιλήσει, Πέτρο, τήν ημέρα τών έκλογών, δχι ή ιδεολογία» συνεχίζει ο Νικολαΐδης, μεταφέροντας την κουβέντα του Χατζή με τον Πέτρο, τον μαγαζάτορα.
Εν τέλει, αρκετοί έμποροι της πόλης δικάστηκαν στις αρχές Ιουλίου 1919, μετά από μηνύσεις της Επιτροπής Διατιμήσεων. Αρκετοί από τους κατηγορούμενους καταδικάστηκαν σε μεγάλα πρόστιμα και φυλακίσεις, αποφάσεις που δεν έγιναν καθολικά αποδεκτές. Ο τότε δήμαρχος Γεώργιος Σταυρίδης για παράδειγμα, συμπαραστάθηκε στους εμπόρους.
Πηγές:
Αναστασόπουλος Ν. Παραβατικές συμπεριφορές και καταστολή στην Ελλάδα κατά τον Μεσοπόλεμο: το παράδειγμα του νομού Ιωαννίνων. Ιωάννινα 2012
Νικολαΐδης Ι. Τα Ιωάννινα του Μεσοπολέμου τ. Γ' 1917-1920. Ιωάννινα 1992