Το τζαμί του Ασλάν πασά στη βορειοανατολική ακρόπολη του Κάστρου αποτελεί ένα εμβληματικό μνημείο για τα Γιάννενα. Για πολλές δεκαετίες, η εικόνα της πόλης στις καρτ ποστάλ και στους τουριστικούς οδηγούς ήταν αυτό το τζαμί, με τη λίμνη πάντα στο πλάνο.
Χτισμένο στις αρχές του 17ου αιώνα στη βορειοανατολική ακρόπολη (στον Βράχο, όπως αποκαλείται από τους παλιότερους) του Κάστρου, εκεί που κάποτε υπήρχε το διοικητικό κέντρο της βυζαντινής πόλης, διασώθηκε από την «εκστρατεία» κατεδάφισης των τζαμιών που έγινε κυρίως τη δεκαετία του ’30 χάρη στην ιστορία του, στους θρύλους, στην τέχνη του και στα… ελληνικά στοιχεία του.
Το προστώο του τζαμιού στηρίζεται σε κίονες, οι οποίοι προέρχονται από κάποιο παλαιοχριστιανικό ή βυζαντινό οικοδόμημα της ευρύτερης περιοχής -άγνωστο μέχρι στιγμής. Στον δημόσιο διάλογο που γινόταν τη δεκαετία του ’20 για την τύχη των 17 τζαμιών στα Γιάννενα, το τζαμί του Ασλάν πασά είχε πολλούς υποστηρικτές.
Στην εφημερίδα «Ήπειρος» σημειώνεται εν έτει 1924: «Στο τζαμί, το οποίο εκτίσθηκε στο μάλλον περίοπτον μέρος του ακρωτηρίου, ό,τι ενθυμίζει άλλην εποχήν, αρχαιοτέραν, είνε οι δεκαπέντε κίονες επί των οποίων στηρίζεται το προστώον του. Αλλά φαίνεται ότι αυτοί θα μετεφέρθησαν εκεί από αρχαίους ελληνικούς ναούς, αν μη από βυζαντινές εκκλησίες. Είνε όλοι δε από μάρμαρα χρωματιστά…». Πέραν της παραμέτρου αυτής, η τοποθεσία του, η ιστορική του διαδρομή αλλά και η αρχιτεκτονική του αξία κάθε άλλο παρά αγνοήθηκαν εκείνη την εποχή. «Τοποθεσία, τέχνη, ιστορία και θρύλος όλα συνέβαλον για να του χαρίσουν μίαν εξαιρετικήν αίγλην και μαγείαν στα μάτια καθενός που το ιδή ώστε ν’ αδημονή και εις μόνον την ιδέαν ότι η σεμνοπρεπής κορώνα αυτού του ακρογωνιαίου βράχου της πόλεώς μας, μπορεί να μείνη έρμαιον αρπακτικών ή βανδαλικών χεριών» αναφέρει η «Ήπειρος».
Εν έτει 1925, το τζαμί του Ασλάν πασά γίνεται από τα πρώτα κτίρια των Ιωαννίνων (και γενικότερα της Ελλάδας) που κηρύχθηκαν διατηρητέα από το υπουργείο Πολιτισμού. Βέβαια, ο χαρακτηρισμός του μνημείου είχε δοθεί τότε και σε άλλα τζαμιά της πόλης τα οποία κατεδαφίστηκαν τελικά.
Εντέλει, αυτό που το έσωσε ήταν η αξιοποίησή του ως δημοτικό μουσείο. Από την απελευθέρωση και μετά, είχε προκύψει η ανάγκη για τη δημιουργία ενός μουσείου. Τη δεκαετία του ’20, η όλη ιδέα ωρίμασε χάρη στον έκτακτο επιμελητή αρχαιοτήτων, γυμνασιάρχη της Ζωσιμαίας, Χρίστου Σούλη. Το δημοτικό συμβούλιο της πόλης το 1929 πήρε την απόφαση αγοράς του ιστορικού τεμένους του Ασλάν πασά από την Εθνική Τράπεζα, στην οποία είχαν περιέλθει τα μουσουλμανικά ακίνητα μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Στις 2 Ιουλίου του 1933 έγιναν τα εγκαίνια του δημοτικού μουσείου, όπου φιλοξενήθηκαν αρχαιότητες, έργα μεταβυζαντινής τέχνης και κειμήλια από τις τρεις θρησκευτικές κοινότητες της πόλης. Το 1945, στην ακρόπολη του Ασλάν πασά, και συγκεκριμένα στον μεντρεσέ, στεγάστηκε και η αρχαιολογική υπηρεσία, η οποία μετακόμισε τη δεκαετία του ’60 όταν ανεγέρθηκε το Αρχαιολογικό Μουσείο στα Λιθαρίτσια. Το τζαμί του Ασλάν πασά συνεχίζει μέχρι σήμερα την πορεία του ως δημοτικό μουσείο.
ΤΟ ΑΛΕΞΙΚΕΡΑΥΝΟ
Όπως σχεδόν κάθε οθωμανικό μνημείο στην πόλη, έτσι και αυτό έχει βρει τη θέση του στην τοπική ιστοριογραφία. Και βέβαια, οθωμανικό μνημείο χωρίς λίγο ή πολύ Αλή πασά είναι σπάνιο φαινόμενο. Από μια πορτούλα της ακρόπολης του Ασλάν πασά, φέρεται λοιπόν ότι οι Οθωμανοί κατέβασαν στο καΐκι την Κυρά Φροσύνη και τις 17 γυναίκες για να τις πνίξουν.
Μια ενδιαφέρουσα ιστορία είναι αυτή που καταγράφει ο λόγιος Δημήτρης Σαλαμάγκας στα «Άπαντα». Πρόκειται για την τοποθέτηση ενός αλεξικέραυνου στον μιναρέ του τζαμιού, μια υπόθεση που απασχόλησε πολύ την κοινή γνώμη στα τέλη του 19ου αιώνα. «Έτσι που το τζαμί αυτό στέκει, τολμηρά, στο ψηλότερο σημείο της πόλης μας, αποτελώντας, μαζί με τον Βράχο, το χαρακτηριστικότερο κομμάτι του γιαννιώτικου τοπίου, έγινε πολλές φορές αντικείμενο της οργής του Δία, που με τους κεραυνούς του, τιμωρούσε με πείσμα την προπέτεια των ανθρώπων να λογχίζουν με αυθάδεια την ουράνια του κατοικία» γράφει ο Σαλαμάγκας με τον ιδιαίτερο τρόπο του.
Ο μιναρές του τζαμιού είχε πέσει θύμα κεραυνών δύο με τρεις φορές. Ο βαλής των Ιωαννίνων αποφάσισε να τοποθετήσει ένα αλεξικέραυνο στον μιναρέ, δεδομένου ότι στον χώρο υπήρχαν αποθήκες πυρομαχικών. Όμως, η αντίδραση των Τουρκογιαννιωτών ήταν έντονη με το σκεπτικό ότι αποτελούσε βεβήλωση και πιθανότατα προσβολή κατά της παντοδυναμίας του Μωάμεθ και του Αλλάχ, το να καταφύγουν σε τόσο ανθρώπινα και γήινα μέσα, για να προστατεύσουν το ιερό τους τέμενος. Η υπόθεση έκλεισε όταν ο βαλής απείλησε τον υπεύθυνο του τζαμιού ότι αν δεν εγκατασταθεί αλεξικέραυνο, θα γκρεμίσει τον μιναρέ.
* Καρτ ποστάλ της δεκαετίας του '70. Από το λεύκωμα του Αναστάσιου Παπασταύρου "Ιωαννίνων Ενθύμιον"