Πριν από λίγες ημέρες, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ) του υπουργείου Πολιτισμού ενέκρινε τη μελέτη αποκατάστασης ενός σημαντικού μνημείου των Ιωαννίνων, του τζαμιού της Καλούτσιανης. Η εγκεκριμένη πια μελέτη ανοίγει τον δρόμο για να επιστρέψει το μνημείο στην πόλη. Αρκεί να βρεθεί η χρηματοδότηση, για την οποία η Περιφέρεια Ηπείρου και το υπουργείο Πολιτισμού έχουν μια αισιοδοξία.
Με αφορμή τις εξελίξεις, ο «Τύπος Ιωαννίνων» μιλάει με την Ελευθερία Τσακανίκα, επίκουρη καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Η κ. Τσακανίκα ήταν η συντονίστρια της μελέτης, την οποία είχε αναθέσει η Περιφέρεια Ηπείρου. Για την αρχιτεκτονική μελέτη εργάστηκαν: Κ. Μωρέττη, Ε. Εφεσίου Ν. Ξάνθος, για τη στατική μελέτη: N. Ψύλλα, Ε. Τσακανίκα, Χ. Μουζάκης, Τ. Κουιμτζόγλου (ψηφιακή αποτύπωση), για τη μελέτη συντήρησης: Γ. Παυλόπουλος, Μ. Χατζηνικολάου, για τη διερεύνηση δυναμικών και μηχανικών χαρακτηριστικών: Eργ. Αντισεισμικής Τεχνολογίας ΕΜΠ, Χ. Μουζάκης. Μ. Ασημακόπουλος, Δ. Μουζάκης και για τη διερεύνηση ξυλοδεσιών: Πανεπιστήμιο Πάτρας, Ν. Κουμάντος.
Το ΚΑΣ ενέκρινε πριν από λίγες ημέρες τη μελέτη αποκατάστασης του Τζαμιού Καλούτσιανης. Μια μελέτη που χρειάστηκε περίπου τέσσερα χρόνια. Γιατί; Τι το ιδιαίτερο είχε αυτή η μελέτη;
Η μελετητική περίοδος δεν ήταν τέσσερα χρόνια. Υπήρξαν σημαντικά χρονικά κενά που είχαν σχέση με διαδικασίες και εγκρίσεις που έπρεπε να οργανωθούν για να γίνουν οι απαραίτητες διερευνητικές εργασίες για την τεκμηρίωση της μελέτης και κυρίως της πρότασης. Υπήρχε ήδη μια παλαιότερη απόφαση του ΚΑΣ, του 2014, σύμφωνα με την οποία το μνημείο θα έπρεπε να αποκατασταθεί κοντά στην τωρινή του μορφή, αυτή της περιόδου του 20ου αιώνα κατά την οποία λειτούργησε ως αγορά, λόγω έλλειψης στοιχείων για την τεκμηρίωση της αρχικής του μορφής. Εκτός της νέας αρχιτεκτονικής μελέτης έπρεπε να γίνουν πρόσθετες μελέτες που δεν υπήρχαν, όπως στατική και μελέτη συντήρησης.
Στην πραγματικότητα μελετήσαμε τρεις κατασκευές, αφού, παρότι αποτελούν ένα σύνολο, είχαν πολύ μεγάλες διαφορές και ιδιαιτερότητες: το κυρίως τζαμί (αίθουσα προσευχής), το γωνιακό προστώο, κομμένο στη μέση κυριολεκτικά, με δύο τελείως διαφορετικά τμήματα (το παλαιό από λιθοδομή, ξύλινη στέγη και πατώματα) και το νεότερο προς την πλατεία, από λιθοδομή και οπλισμένο σκυρόδεμα, και φυσικά το μιναρέ.
Το τζαμί της Καλούτσιανης είναι ένα πολύ δύσκολο μνημείο, με πάρα πολλές επεμβάσεις και μετατροπές, πολλές φορές ιδιαίτερα πρόχειρες που ξεκίνησαν τον 19ο αιώνα και συνεχίζονταν μέχρι και τα τέλη του 20ου.
Στο μνημείο αυτό μέσα στα χρόνια φιλοξενήθηκαν διάφορες χρήσεις. Μπορείτε να μας πείτε, ενδεικτικά, πώς αυτές οι χρήσεις αλλοίωσαν την αρχιτεκτονική μορφή;
Η κατασκευή του τζαμιού ολοκληρώθηκε περίπου το 1730-1740 από τον Μεχμέτ Μπέη. Λειτουργούσε ως τέμενος έως την απελευθέρωση των Ιωαννίνων το 1913. Στη συνέχεια περιήλθε στο ελληνικό κράτος. Κατά τη δεκαετία 1920 και μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923, εκποιήθηκε σε ιδιώτες, που στέγασαν εκεί καφενείο και άλλα καταστήματα. Το 1925 κηρύχτηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο, αλλά το 1926 ξεκίνησε η διαδικασία για να δοθεί άδεια κατάτμησης σε τρεις ιδιοκτησίες. Αργότερα περιήλθε στην ιδιοκτησία της Εθνικής Τράπεζας, στέγασε τον υπεραστικό σταθμό λεωφορείων του Νομού Ιωαννίνων και αργότερα κατατμήθηκε και εκποιήθηκε σε ιδιώτες οι οποίοι μετέτρεψαν τους χώρους σε καταστήματα λιανικού εμπορίου. Το 2005 το τέμενος και τα καταστήματα απαλλοτριώθηκαν από το υπουργείο Πολιτισμού.
Οι συνεχείς αυτές επεμβάσεις αλλοίωσαν δραστικά τα αρχικά, οθωμανικής περιόδου, μορφολογικά στοιχεία του μνημείου. Παράλληλα, η προχειρότητα κατασκευής και η πλήρης κατάλυση της συνέχειας των φερόντων στοιχείων, όπως η αποκοπή των αρχικών τόξων του ισογείου για τη διαμόρφωση σε τυχαίες θέσεις νέων θυρών πριν το 1920 (ενδεικτική η φωτογραφία του E. Hébrard, ~1920), καθώς και το κόψιμο στη μέση των τόξων για την ανακατασκευή του νεότερου νεοκλασικού προστώου προς την πλατεία (μέσα 20ου αιώνα), με τελείως διαφορετικό δομικό σύστημα και μορφή, έχουν προκαλέσει σοβαρότατα προβλήματα, καταλύοντας όχι μόνο την ενιαία αρχιτεκτονική του μορφή, αξία και συγκρότηση αλλά και τη δομική.
Άρα, τι καινούριο μάθαμε για το μνημείο;
Λόγω των διερευνητικών εργασιών που έγιναν, μάθαμε πολλά. Τεκμηριώθηκε το αρχικό ξύλινο πάτωμα και η μορφή της στέγης του προστώου, εντοπίστηκε το εξωτερικό μιχράμπ, καθώς και τα αρχικά παράθυρα και φεγγίτες τα οποία είχαν αλλάξει διαστάσεις, θέση και μορφή όταν υποβιβάστηκε το δάπεδο κατά τουλάχιστον 60εκ. για να εξυπηρετηθούν οι νέες χρήσεις του μνημείου. Όλα αυτά έγιναν όταν κατεδαφίστηκε το προστώο προς την πλατεία και έγινε μια νεοκλασικίζουσα κατασκευή με λιθοδομή και οπλισμένο σκυρόδεμα.
Με μικρές τομές και τη χρήση μη καταστρεπτικών μεθόδων από την ομάδα των συντηρητών, εντοπίστηκαν καινούργια στοιχεία για τον αρχικό ζωγραφικό διάκοσμο του οποίου το μεγαλύτερο τμήμα του έχει καλυφθεί με μεταγενέστερες άτεχνες επιζωγραφίσεις και ελαιοχρώματα.
Με λήψη δειγμάτων και εργαστηριακούς ελέγχους, μάθαμε το είδος και τις αντοχές των λίθων, των οπτόπλινθων του τρούλου και των κονιαμάτων που χρησιμοποιήθηκαν. Η αποτύπωση με ψηφιακές μεθόδους, μας έδωσε τη δυνατότητα να έχουμε ακριβέστατα στοιχεία για τη γεωμετρία του κτιρίου και για περιοχές που δεν είχαμε πρόσβαση.
Εντοπίστηκαν με ενδοσκοπήσεις οι κρυμμένες στη λιθοδομή ξύλινες ενισχύσεις (ξυλοδεσιές), ένα σημαντικότατο παραδοσιακό σύστημα ενίσχυσης του κτιρίου για την προστασία του από τους σεισμούς. Θα ήθελα να επισημάνω ότι ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στο θέμα του σεισμού γιατί διαπιστώσαμε ότι το προστώο του τζαμιού είχε υποστεί σοβαρές βλάβες και καταρρεύσεις τμημάτων του τον 18ο ή και 19ο αιώνα, πιθανότατα από τους τουλάχιστον 5 ισχυρούς σεισμούς που είχαν γίνει. Γι’ αυτό, πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις μικροδονήσεων στο κυρίως τέμενος και στον μιναρέ, με τη χρήση ειδικών συστημάτων σεισμογράφων, μια πρωτοποριακή μέθοδος, προκειμένου να προσδιοριστεί η συμπεριφορά του μνημείου σε σεισμό.
Με τις διερευνητικές τομές στη θεμελίωση, παρουσία αρχαιολόγου από την Εφορεία Αρχαιοτήτων, διαπιστώθηκε ότι το κυρίως τέμενος (η αίθουσα προσευχής), εδράζεται 3.5 μ κάτω από το σημερινό δάπεδο, ενώ το προστώο εδράζεται ψηλότερα, σε προγενέστερη κατασκευή.
Το Τζαμί της Καλούτσιανης με τον φακό του γάλλου αρχιτέκτονα και πολεοδόμου E. Hébrard, το 1920 περίπου
Υπήρξε κάτι που σας εξέπληξε;
Η μεγάλη έκπληξη ήρθε από την περιοχή πίσω από την σημερινή είσοδο όπου εντοπίστηκε υπόγειος σήμερα χώρος ο οποίος ήταν σφραγισμένος με πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα και δεν ήταν γνωστός. Ο χώρος αυτός αποτελούσε πιθανότατα το ισόγειο τμήμα προγενέστερου τεμένους με τη μορφή «μετζήτ» (τόπος προσευχής χωρίς μιναρέ) το οποίο, όταν κατασκευάστηκε το τζαμί, ενσωματώθηκε σε αυτό. Στη φωτογραφία του Ε. Hebrard, περίπου το 1920, διακρίνεται η τοξωτή είσοδος του καθώς και η εξωτερική κρήνη δεξιά του. Ακόμα και σήμερα εσωτερικά στο υπόγειο σε αυτή τη γωνία αναβλύζει νερό.
Στο προστώο προς τον δρόμο διασώζονται στοιχεία από όλες τις φάσεις του μνημείου. Από την μελέτη της κατασκευής του σε συνδυασμό με όλα τα άλλα στοιχεία, ήταν τελικά δυνατή η διατύπωση πρότασης για την αρχική κατασκευή του τεμένους.
Επιβεβαιώθηκε, επίσης, ότι το ισόγειο είναι διαφορετικά κατασκευασμένο από τον όροφο. Το δεύτερο πιο σημαντικό στοιχείο εντοπίστηκε στην τοξοστοιχία του ορόφου στην γωνία προς τον πλάτανο. Σώζεται ένα πολύ μικρό τμήμα τόξου, το οποίο πρέπει να ανήκει στην αρχική κατασκευή του μνημείου που πιθανότατα καταστράφηκε από σεισμό. Το τμήμα αυτό ήταν κατασκευασμένο με λίθους εναλλασσόμενους με συμπαγή τούβλα με τη χαρακτηριστική λίθινη προεξέχουσα ταινία πάνω από αυτό, τυπικό χαρακτηριστικό της ηπειρώτικης αρχιτεκτονικής κατά την οθωμανική περίοδο.
Η υπόλοιπη τοξοστοιχία του ορόφου, είναι τελείως διαφορετικά κατασκευασμένη. Μετά την καταστροφή, πιθανότατα σεισμική, όπως προαναφέρθηκε, κατέρρευσε το μεγαλύτερο τμήμα του προστώου προς τον δρόμο και στη συνέχεια ανακατασκευάστηκε άτεχνα, χωρίς τη χρήση τούβλων μεταξύ των λίθων και χωρίς την προεξέχουσα ταινία. Αντίστοιχα οι κίονες δεν ανακατασκευάστηκαν από λίθους μόνο αλλά με εναλλαγή λίθων και κομματιών από συμπαγή τούβλα, τεχνική ευτελής και όχι συνήθης στην περιοχή.
Πιθανότατα το τζαμί σοβατίστηκε πριν το 1920 και παρέμεινε σοβατισμένο έως και σήμερα για να καλυφθούν οι τόσο πρόχειρες ανακατασκευές, επεμβάσεις και πολλαπλές μετατροπές που έχει υποστεί.
Ψηφιακή αποτύπωση της ΒΑ όψης. Διακρίνονται, πάνω αριστερά το υπόλειμμα της αρχικής κατασκευής του τόξου, η πρόχειρη και διαφορετική κατασκευή των υπολοίπων, και των κιόνων, η κατάλυση της συνέχειας των τόξων στο ισόγειο και στον όροφο με τη διάνοιξη νέων ανοιγμάτων και το νεότερο νεοκλασσικού τύπου προστώο δεξιά.
Πολλά τα στοιχεία…
Ναι. Ο χρόνος που απαιτείται να συλλεχθούν, να αναλυθούν, να ερμηνευθούν, να συγκριθούν και να αποτιμηθούν όλα αυτά τα στοιχεία από μια διεπιστημονική ομάδα, κλειδί για την μελέτη των μνημείων και όχι μόνο, είναι μεγαλύτερος από αυτόν που απαιτείται για μια συμβατική κατασκευή.
Ο χρόνος αυτός όμως είναι κερδισμένος όχι μόνο επί της ουσίας αλλά και κυριολεκτικά. Γιατί θα βρίσκαμε τα στοιχεία όταν θα άρχιζαν οι εργασίες αποκατάστασης, με συνέπεια να πρέπει να αναθεωρηθούν σημαντικά τμήματα της μελέτης, δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερες καθυστερήσεις. Φαντάζεστε να μην είχαμε βρει το υπόγειο;
Είμαστε σίγουροι ότι και κατά τη φάση των εργασιών, κατά την ανασκαφή που πρέπει να γίνει σε διάφορες θέσεις, θα προκύψουν πολύ σημαντικά στοιχεία για το παρελθόν αυτής της περιοχής της πόλης.
Ποια είναι ακριβώς η πρόταση αποκατάστασης του τζαμιού;
Όπως πιθανώς ήδη να έχετε σκεφτεί, η προσέγγιση και η μελέτη ενός μνημείου, μιας παραδοσιακής ή ιστορικής υπάρχουσας κατασκευής έχει πολλά κοινά με την ιατρική επιστήμη. Πώς μπορεί να προταθεί η κατάλληλη θεραπεία χωρίς εξετάσεις, εργαστηριακές ή κλινική; Χωρίς μελέτη του ιστορικού του ασθενούς, της παθολογίας του. Ακόμα και οι όροι είναι κοινοί. Μόνο έτσι θα μπορέσεις να αποτιμήσεις την κατάστασή του και να προτείνεις τι πρέπει να γίνει για να σωθεί ο «ασθενής» και ποια αγωγή είναι η καλύτερη αλλά και η καταλληλότερη για τον συγκεκριμένο, με τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Για το μνημείο του Τζαμιού της Καλούτσιανης, προέκυψαν πολλά νέα στοιχεία, τα οποία καθόρισαν την αναγκαιότητα να επανεξεταστεί η αρχιτεκτονική πρόταση από το ΚΑΣ και μας βοήθησαν να τεκμηριώσουμε την πρότασή μας. Να επανέλθει το τζαμί στην αρχική του μορφή, με το γωνιακό τοξωτό προστώο, την είσοδο στην πλευρά προς την πλατεία που οδηγεί στο υπερυψωμένο ημιυπαίθριο προστώο και στην εσωτερική αίθουσα προσευχής.
Προς την οδό 21ης Φεβρουαρίου διαμορφώνεται πρόσβαση στο ισόγειο με εξωτερικά σκαλοπάτια, ώστε να αποκατασταθεί το αρχικό ύψος της διώροφης βορειοανατολικής όψης, όπου μπορεί να λειτουργεί ανεξάρτητος μικρός χώρος (π.χ. έκθεσης ή προβολών) και βοηθητικοί χώροι. Ο χώρος γύρω από το τζαμί επανασχεδιάζεται ακολουθώντας τις χαράξεις της πλατείας που ολοκληρώθηκε πριν από λίγα χρόνια, ώστε να μη χρειαστεί να γίνουν πρόσθετα έργα.
Φωτορεαλιστικά σχέδια της πρότασης αποκατάστασης του τεμένους, στην αρχική του φάση
Η απόληξη του μιναρέ καταστράφηκε σύμφωνα με μαρτυρίες κατά τον βομβαρδισμό των Ιωαννίνων στον β’ παγκόσμιο πόλεμο; Ωστόσο, ο μιναρές αποτελεί πια κατοικία πελαργών. Απόληξη μιναρέ ή φωλιά;
Φωλιά πελαργών φυσικά. Αποτελεί ισχυρό τοπόσημο, ιδιαίτερα αγαπητό στους κατοίκους. Έρχονται κάθε χρόνο τουλάχιστον από το 1959, όπως διαπιστώσαμε από ιστορικές φωτογραφίες. Πώς να προτείνουμε κάτι άλλο;
Θα γίνει όμως ενίσχυση του μιναρέ για τα σεισμικά φορτία. Δυστυχώς ο σεισμός αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για όλους τους μιναρέδες. Μελετήθηκαν τρεις διαφορετικές λύσεις. Εγκρίθηκε η πιο παρεμβατική λύση εξωτερικά, η οποία όμως έχει χρησιμοποιηθεί σε αρκετές περιπτώσεις σημαντικών μνημείων τα τελευταία χρόνια. Είναι αναστρέψιμη και πιο εύκολα εφαρμόσιμη, και με τη μεγαλύτερη ασφάλεια.
Γίνεται πολύς λόγος για τη χρήση των μνημείων. Ποια είναι η άποψή σας;
Πιστεύουμε ότι το μνημείο μπορεί να λειτουργήσει ως χώρος πολιτισμού με βάση τις ανάγκες του Δήμου, της Περιφέρειας, της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, των κατοίκων της περιοχής και γενικότερα της κοινωνίας των Ιωαννίνων, οι οποίοι σε συνεργασία θα πρέπει να συναποφασίσουν τη χρήση του.
Πώς αντιλαμβάνεστε την αλληλεπίδραση του μνημείου αυτού όχι μόνο με τη συνοικία της Καλούτσιανης αλλά και με την πόλη;
Η αποκατάσταση του τζαμιού, το οποίο ενσωματώθηκε όσο κανένα άλλο στην καθημερινή ζωή των κατοίκων της Καλούτσιανης, θα συμβάλλει όχι μόνο στην ανάδειξη ενός σημαντικότατου οθωμανικού μνημείου, και στην ανάπτυξη μιας υποβαθμισμένης σήμερα περιοχής των Ιωαννίνων, αλλά και στη δημιουργία ενός κύτταρου πολιτισμού και αναψυχής που πιστεύουμε ότι ξεφεύγει από τα όρια της γειτονιάς.
Το τζαμί βρίσκεται σε έναν ιστορικό οδικό άξονα της πόλης, είναι πάρα πολύ κοντά στην κεντρική πλατεία, η οποία έχει γυρίσει χρόνια την πλάτη της στην περιοχή πίσω της που κρύβει πολιτιστικούς θησαυρούς, εγκαταλειμμένους, και ξεχασμένους, όπως το Βελή τζαμί, τα οθωμανικά μαγειρεία και τα Λιθαρίτσια. Το τζαμί της Καλούτσιανης αποτελεί μια μεγάλη ευκαιρία για την πόλη αν μπορέσουμε να δούμε τα πράγματα όχι αποσπασματικά αλλά συνολικά.
Αν ενοποιηθούν και αναδειχθούν όλα αυτά τα μνημεία σε συνδυασμό με την πλατεία, θα δημιουργηθεί ένας νέος πολύ δυναμικός πολιτιστικός πυρήνας και ένας νέος περίπατος στο κέντρο της πόλης.
Για πολλούς Γιαννιώτες, το Τζαμί της Καλούτσιανης συνδέεται με τις αναμνήσεις τους. Για σας, μιας και είστε Γιαννιώτισσα;
Για μένα, η ενασχόλησή μου με τη μελέτη έχει και συναισθηματική αξία. Έχω γεννηθεί στα Γιάννενα, μεγάλωσα στην οδό Ανεξαρτησίας και έφυγα μαζί με την οικογένειά μου για την Αθήνα στην ηλικία των 12 ετών, όταν ο πατέρας μου αποφάσισε να αναπτύξει την επιχείρηση του εντός και εκτός Ελλάδας. Το γραφείο όμως της επιχείρησης «Δέλλας-Τσακανίκας» στα Γιάννενα, παρέμεινε μέχρι πριν λίγα χρόνια στη γωνία, ακριβώς απέναντι από τον πλάτανο του τζαμιού. Κατά κάποιο τρόπο, η μελέτη για το τζαμί αποτελεί για μένα, προσωπικά, και μια εργασία-αφιέρωμα σε έναν σπουδαίο ηπειρώτη έμπορο, στον πατέρα μου, Πέτρο Τσακανίκα, που δεν ζει πια.
Σας ευχαριστούμε πολύ.
Κι εγώ.
*Η μελετητική ομάδα απευθύνει, παράλληλα, (με αφορμή τη συνέντευξη αυτή) τις ευχαριστίες της σε όσους βοήθησαν στην υλοποίηση της μελέτης: τον περιφερειάρχη Ηπείρου κ. Καχριμάνη και τα μέλη της Τεχνικής Υπηρεσίας της Περιφέρειας κ. Νικολού, κ. Νίκα, κ. Βάββα, και κ. Ζιάκου, τα μέλη της Εφορείας Αρχαιοτήτων κ. Καλογιάννη, κ. Ζωγάκη, κ. Ανδρίτσο, κ. Ευθυμιάδου και κ. Δήμου, καθώς και τον καθηγητή Αρχιτεκτονικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κ. Σμύρη.