Ο Αντώνης Κατσαντώνης, Μακρυγιάννης κανονικά στο επώνυμο, ήταν ένας βοσκός που καταγόταν από το Βασταβέτσι ή Πετροβούνι σήμερα, στα Τζουμέρκα.
Κάπου στην αρχή του 19ου αιώνα όμως, στα πρώτα χρόνια, η ζωή του Κατσαντώνη πήρε θρυλικές διαστάσεις. Ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων εξαπέλυσε πογκρόμ κατά της οικογένειάς του, αιχμαλώτισε τον πατέρα του και υπεύθυνος θεωρήθηκε ο μπουλούκμπασης Γιάγκος Καραγκούνης.
Αν σας αρέσει ο Τύπος, μπορείτε να τον στηρίξετε με μια συνδρομή εδώ:
Ο Κατσαντώνης πήρε τα όπλα και εκτέλεσε τον προδότη, αλλά το θρυλικό του όνομα δεν το έφτιαξε μόνο με αυτή την πράξη.
Σταδιακά, κάπου ανάμεσα στο θρύλο, στο «ελληνικό γουέστερν» και στην ιστορική καταγραφή, ο Κατσαντώνης έγινε ο ατρόμητος οπλαρχηγός που αντιπαρατέθηκε με τους Τούρκους και ειδικότερα, με τον Αλή Πασά.
Ο δρόμος που του αναλογεί στα Γιάννενα, είναι μακριά από τα αδέρφια του, τους καπετάνιους Χασιώτη και Λεπενιώτη. Για την ακρίβεια, το όνομα του Κατσαντώνη έχουν δύο δρόμοι στον αστικό ιστό των Ιωαννίνων, ένας στο κέντρο και ένας ανύποπτος, στην περιοχή κοντά στην περιφερειακή οδό.
Μια από τις πιο μυθικές μάχες που έδωσε, ήταν αυτή στο Προσηλιακό, όπου σκότωσε τον αλβανό δερβέναγα του Αλή Πασά, ο οποίος είχε ορκιστεί να «φέρει το κεφάλι του Κατσαντώνη στα Γιάννενα». Ο Βεληγκέκας ήταν γνωστός επίσης για την πολεμική του ρώμη, αλλά και για τη σκληρότητά του.
Η μάχη τους «καλύφθηκε» σε ένα από τα κλέφτικα τραγούδια, όπου ο Κατσαντώνης αντιφωνεί τον αντίπαλό του:
«Δεν είν’ εδώ τα Γιάννινα, δεν είν’ εδώ ραγιάδες,
για ναν τους ψένης σαν τραγιά, σαν τα παχιά κριάρια,
εδώ 'ναι λόγκοι και βουνά και κλέφτικα τουφέκια,
βαριά βροντούν, πικρά βαρούν, φαρμακερά πληγώνουν».
Το αρματολίκι του Κατσαντώνη «πλήγωνε» τον Αλή Πασά σε όλο το τόξο από τα Άγραφα μέχρι τον Βάλτο. Ο Αλής προσπάθησε να προσεταιριστεί τους κλέφτες και τον ίδιο τον Κατσαντώνη, χωρίς όμως να τα… βρούνε αρχικά.
Η υγεία πρόδιδε τον Κατσαντώνη σταδιακά. Μέχρι όμως το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 19ου αιώνα, η θρυλική του μορφή είχε προσελκύσει, τόσο τους Ρώσους που τον ήθελαν στο στράτευμα της Επτανήσου, όσο και των Ελλήνων που προετοίμαζαν την επανάσταση. Ο Κατσαντώνης έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πρώτη μορφή του ελληνικού αρματολικιού, «εκπαιδεύοντας» στρατιωτικά πολλούς από τους μετέπειτα οπλαρχηγούς.
Κάπου το 1809 αποσύρθηκε σε ένα σπήλαιο, στη Φούρκα Αγράφων, μαζί με τον αδελφό του, Γιώργο Χασιώτη. Προδόθηκε όμως η θέση του και ο Αλή Πασάς τους έπιασε και τους δύο.
Ο θρύλος έπαιξε το ρόλο του και στις τελευταίες στιγμές του Κατσαντώνη. Ο Αλή Πασάς, φημολογείται ότι προσπάθησε να τον καλοπιάσει και να τον πείσει να ανταλλάξει τη ζωή του με τα φημολογούμενα πλούτη που είχε σχηματίσει από τα λάφυρα. Ο Κατσαντώνης, όπως και ο αδερφός του, πέθαναν τελετουργικά και βασανιστικά τελικά, με τον πρώτο να παραληρεί, σύμφωνα πάλι με το θρύλο και τις λαϊκές καταγραφές: «Έρμα γρόσια, έρμα γρόσια».
Μερικά χρόνια αργότερα, μέσα στις μάχες της ελληνικής επανάστασης, ο Μάρκος Μπότσαρης εκδικήθηκε το θάνατο του Κατσαντώνη και του Χασιώτη, σκοτώνοντας ο ίδιος στη μάχη του Κεφαλόβρυσου στο Καρπενήσι, τον Άγο Βαστάρη που τους είχε συλλάβει.