Με αφορμή την ανατύπωση της μελέτης του Φ. Μιχαλόπουλου «Τα Γιάννενα κι η Νεοελληνική Αναγέννηση (1648-1820» και την εκδήλωση που έγινε τη Δευτέρα 11 Νοεμβρίου στο Πνευματικό Κέντρο, η νομικός και υποψήφια διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων καταθέτει κάποιες επισημάνσεις αβλεψιών στην εν λόγω μελέτη.
Της Αγγελικής Αγγέλη
Η ανατύπωση από την εφημερίδα Το Βήμα της μελέτης του Φάνη Μιχαλόπουλου, Τα Γιάννενα κι η Νεοελληνική Αναγέννηση (1648-1820), που εκδόθηκε «το πρώτον» στην Αθήνα το 1930, έτυχε μιας προβεβλημένης παρουσίασης στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ιωαννιτών.
Το περιεχόμενο, ωστόσο, του βιβλίου από επιστημονικής άποψης ουδόλως συνεισφέρει στην εικόνα της πνευματικής ιστορίας της πόλης, αντίθετα, διαιωνίζει ανιστόρητες αντιλήψεις μέσα από μεγαλόστομες εκφράσεις συμπεριλαμβάνοντας μερικές περιπτώσεις ελλιπούς ή προβληματικής ανάγνωσης όσων συνέβαιναν κατά τον 17ο και 18ο αι. στα Ιωάννινα.
Τα πλούσια ερευνητικά τεκμήρια που έχουν δημοσιευτεί έως σήμερα για όσα προσέφερε η «μητρόπολις πάσης μαθήσεως» στον νεοελληνικό διαφωτισμό είναι ανάγκη να αποτελέσουν κοινό κτήμα των Γιαννιωτών, αλλά με ιστορικά και επιστημονικά ορθό τρόπο, ώστε να γνωρίσουν και οι νεότερες γενιές τη σπάνια λογιοσύνη και πρωτοπορία της πόλης μας.
Μερικές, λοιπόν, επισημάνσεις για την έκδοση του 1930:
1. Ανάμεσα στις σελίδες 48 και 49 του βιβλίου παρατίθεται μια προσωπογραφία ιερωμένου με την υπογραφή του Μεθόδιου Ανθρακίτη. Η συγκεκριμένη, ωστόσο, μορφή που απεικονίζεται είναι ο Νεόφυτος Δούκας, ένα λάθος που αναπαρήχθη και σε μελλοντικές συγγραφικές απόπειρες.
2. Στις σελίδες 25 έως 29 ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα εφαρμοζόταν ένα συντηρητικό, απαρχαιωμένο εκπαιδευτικό σύστημα εδραζόμενο στο σχολαστικισμό το οποίο διδασκόμενο στα αρχαία υπονόμευε κάθε νεωτερικότητα με «συνεργάτη και τον συντηρητικό και καθυστερημένο κλήρο». Σύμφωνα με τον Φ. Μιχαλόπουλο η αλλαγή επήλθε με τη σύσταση της Επιφανείου Σχολής το 1648 (;).
Στα Γιάννενα, ωστόσο, πριν την ίδρυση της σχολής του Επιφανείου Ηγούμενου, περί τα τέλη του 17ου αιώνα, δίδασκε ήδη επ’ αμοιβή ο Νικηφόρος Πριγγιλέας και μάλιστα είχε αποδώσει στην καθομιλούμενη το έργο Περί ύλης Ιατρικής του Διοσκουρίδη. Επίσης, συναντώνται από τις αρχές του 17ου αι. τα ονόματα των Μάξιμου Πελοποννήσου, Νεόφυτου Ροδινού, Νικόλαου Κόυρσουλα και βέβαια του Σπυρίδωνος Τριανταφύλλου. Η διδασκαλία αυτών περιλάμβανε πέραν των γραμματικών μαθημάτων, παραδόσεις φιλοσοφίας, ποιητικής, λογικής. Το πρόγραμμα σπουδών διαμορφωνόταν σε κύκλο και τα μαθήματα γενικά χωρίζονταν κατά το λατινικό πρότυπο των artes liberales (trivium-quatrivium). Ακόμη και πριν τον 17ο αι. πληροφορούμαστε ότι στα Γιάννενα και δη στο Νησί και στο Κάστρο υπήρχαν πνευματικές εστίες ήδη από τον 13ο αι. με σημαντική εκπαιδευτική δραστηριότητα.
Ως προς τον σχολαστικισμό, τη σύγκραση δηλαδή της κλασικής φιλοσοφίας με τις μεσαιωνικές παραδοχές της φυσικής θεολογίας, αξίζει να επισημανθεί ότι πρόκειται για ένα ρεύμα σκέψης που κατίσχυσε σε όλη την Ευρώπη από το 12ο έως και το 17ο αι. σχεδόν. Η μεταστροφή της φιλοσοφικής σκέψης άρχισε με τους Bacon (1561-1626), Descartes (1596-1650) και Locke (1632-1704). Τα Γιάννενα ήταν ένα από τα πρώτα κέντρα στα οποία μετοχετεύτηκαν αυτές οι ιδέες όπως αποδεικνύεται από την επιστολιμιαία αλληλογραφία και τα χειρόγραφα κείμενα της περιόδου. Οι αντιδράσεις μερίδας του κλήρου σε συγκεκριμένες περιπτώσεις δεν ήταν τοπικό φαινόμενο, αλλά πανευρωπαϊκό, καθώς το καθιερωμένο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο υπέστη ρήξη, υπήρξε μια αλλαγή επιστημονικού παραδείγματος.
Ας μην διαφεύγει της προσοχής μας, εν προκειμένω, ότι σχεδόν όλοι οι διευθυντές και αρχιδιδάσκαλοι των Σχολών όχι μόνο των Ιωαννίνων ήταν ιερείς με σπουδαία μόρφωση στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια της εποχής π.χ. Πάδοβας και μέσω των έργων τους (μεταφραστικών, φιλοσοφικών, επιστημονικών), ακόμα και της κριτικής τους σε ορισμένες φορές, μετέφεραν τη νεωτερική σκέψη στον ελλαδικό χώρο.
3. Ως προς τις σχολές των Ιωαννίνων, τα έτη λειτουργίας, τους δασκάλους, και τα διδασκόμενα μαθήματα αξίζει να επισημανθούν τα εξής:
α) Η πρώτη σχολή που ξεκίνησε επίσημα τη λειτουργία της στα Ιωάννινα είναι η Σχολή Γκιόνμα (και όχι Γκιούμα), με ιδρυτή και χορηγό τον Εμμανουήλ Γκιόνμα το 1672 (και όχι το 1674) ενώ η Επιφάνειος Σχολή λειτούργησε σύμφωνα με τη διαθήκη του διαθέτη από το 1687 και έπειτα.
β) Στη σχολή Γκιόνμα δίδαξε ο Βησσαρίων Μακρής (1672-1681), όχι μόνο την γραμματική που συνέταξε ο ίδιος και η οποία γνώρισε σπουδαία φήμη όπως επισημαίνεται και στην υπό συζήτηση μελέτη, αλλά και φιλοσοφία, θεολογία, αστρονομία, μαθηματικά, ποιητική, ρητορική με ερμηνεία και σχολιασμό κειμένων.
γ) Ο Γεώργιος Σουγδουρής δίδαξε στη Σχολή Γκιόνμα από το 1682 ως το 1715 πιο πιθανή ημερομηνία (κι όχι από το 1683 έως το 1709). Ο Σουγδουρής δεν ήταν ο πρώτος που δίδαξε φυσική και φιλοσοφία στα Γιάννενα, όπως ήδη επισημάνθηκε. Ωστόσο, η Εισαγωγή Λογικής του Σουγδουρή, σε μεγάλο βαθμό μετάφραση λατινικού κειμένου, γνώρισε ιδιαίτερη απήχηση τόσο στην πόλη μας - σε χειρόγραφη μορφή χρησιμοποιήθηκε στις Σχολές του υπόδουλου Ελληνισμού όλον τον 18ο αι. - όσο και σε άλλα πνευματικά κέντρα του ελληνισμού. Ο Σουγδουρής αξιοποίησε, επίσης, τις ερμηνείες της αριστοτελικής φυσικής από σχολιαστές (Έλληνες, Λατίνους, Άραβες) στο έργο Διαλέξεις εις τα του Φιλοσόφου Περί γενέσεως και φθοράς. Χάρη στον Σουγδουρή και στον Μιχαήλ Μήτρο (μετέπειτα Μελέτιο Αθηνών), διδάσκαλο στην Επιφάνειο Σχολή, τα Γιάννενα κατέστησαν μέτοχοι της σπουδαίας κοσμολογικής/αστρονομικής συζήτησης για τον ηλιοκεντρισμό, τον γεωκεντρισμό και το σύστημα του Tycho Brache η οποία είχε και έντονες θεολογικές προεκτάσεις. Τη συζήτηση αυτή φαίνεται να αγνοεί ο συγγραφέας της μελέτης.
Επιπρόσθετα, προβληματική είναι και η αναφορά του στη σύγκρουση του Σουγδουρή με τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Κλήμη. Την περίοδο από το 1695 έως το 1699 οι πνευματικοί κύκλοι της πόλης, ο Μητροπολίτης Κλήμης και ο Βησσαρίων Μακρής από τη μία πλευρά και ο Γεώργιος Σουγδουρής από την άλλη, αντιμάχησαν για το ζήτημα της «θείας ουσίας και ενέργειας», το οποίο αναγόταν στο 14ο αι. με επιστημονικές και φιλοσοφικές προεκτάσεις – κι αυτό αποτελεί απόδειξη του υψηλού πνευματικού επιπέδου της πόλης των Ιωαννίνων. Ο Σουγδουρής μάλιστα είχε σχετική αλληλογραφία με το Πατριαρχείο ως προς τη θεολογική διάσταση του ζητήματος, διαβεβαιώνοντας για την πίστη του και εξηγώντας το πλαίσιο της διδασκαλίας του. Άλλωστε πιθανά από το 1690 ο Σουγδουρής είχε αρχίσει τη συγγραφή της μελέτης του Συμφωνία της θείας Παλαιάς και Νέας Γραφής με συγκεκριμένες θεολογικές προκείμενες μη αφήνοντας περιθώριο αμφισβήτησης των προθέσεων και της επιχειρηματολογίας του.
δ) Η συνοπτική αναφορά στον Αναστάσιο «Παπαβασιλείου» για τη διδασκαλία της αριθμητικής και τον φόβο αφορισμού, στερείται επίσης εμβάθυνσης στο έργο του Φ. Μιχαλόπουλου. Ο Αναστάσιος Παπαβασιλόπουλος, κατά το ορθότερο, συνέγραψε και μετέφρασε βιβλία λογικής, ρητορικής, φυσικής φιλοσοφίας και μαθηματικών. Η καινοτομία του έγκειται στη διδασκαλία της Λογικής καθόσον απορρίπτει τις καθιερωμένες αριστοτελικές αντιλήψεις εισάγοντας στα Γιάννενα την καρτεσιανή σκέψη και τη θεωρία του «cogito ergo sum» όπως διαμορφώθηκε υπό την επίδραση της Λογικής του Port Royal, του κέντρου του ιανσενισμού.
Tο έργο αυτό προειδοποίησε την παρουσία του Μεθόδιου Ανθρακίτη στα Γιάννενα και όσα δυσάρεστα ακολούθησαν αυτής. Ειρήσδω εν παρόδω και στην παράθεση των στοιχείων για τον αφορισμό του Ανθρακίτη πέρα των άλλων ο συγγραφέας αγνοεί τις φιλοσοφικές προκείμενες του Ανθρακίτη ήτοι το σπινοζικό «Deus sive Natura» το οποίο καταδικάστηκε συλλήβδην από τη θεολογική κοινότητα της Ευρώπης.
4. Αναφορικά με την κρίση του συγγραφέα για το έργο του Βούλγαρη η οποία συμπυκνώνεται στη φράση «έθεσε κακώς τις βάσεις της νεοελληνικής αναγέννησης˙ προώθησε την εξέλιξη πολύ απότομα», όπως και για την διδασκαλία των Μπαλάνων η οποία «κατακρήμνιζε […] πάντα φιλελεύθερο και συγχρονισμένο» παρατηρούμε τα εξής:
Οι παραπάνω αποφάνσεις, όπως και τα αντίστοιχα κεφάλαια, πέραν των επιστημονικών κενών, βρίθουν χαρακτηρισμών εύκολων και ακραίων οι οποίοι δεν λαμβάνουν υπόψη το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο της εποχής, την αλλαγή των οικονομικών συσχετισμών στην Ευρώπη και τα νέα κέντρα του ελληνισμού τα οποία από τη Βενετία και την Ιταλία γενικότερα μετατοπίστηκαν κυρίως στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.
α) Ο Βούλγαρης υπήρξε ίσως ο κορυφαίος νεοέλληνας στοχαστής και η περίοδος διδασκαλίας του στη Μαρουτσαία Σχολή αποτέλεσε ευτυχή συγκυρία για τα Γιάννενα. Κατόρθωσε να συγκεράσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία όπως διαμεσολαβήθηκε από τη σχολαστική παράδοση με ό,τι καινοτόμο σε κάθε τομέα είχε αναδυθεί στην Ευρώπη εκείνη την περίοδο.
Το έργο του σε μεγάλο βαθμό αχαρτογράφητο έως και σήμερα περιελάμβανε φιλοσοφικές, φυσικές, μαθηματικές, θεολογικές, νομικές και πολιτικές πραγματείες σε γλώσσα κατανοητή και φροντισμένη (σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει ο συγγραφέας περί ακατάληπτης διδασκαλίας αρχαίων). Γνώριζε και αξιοποίησε το έργο των Bacon, Descartes, Locke, Genovessi, Purchot, Gassendi, Gravesande, Leibniz, Wolff (από τον οποίο επηρεάστηκε στη Λογική και όχι από τον Brücker όπως αναφέρει ο μελετητής), Voltaire, Newton, Musschenbroek, Fortunato de Brescia, Segner (ενδεικτική κι όχι χρονολογική καταγραφή). Πρόκειται για ένα homo universalis, τον σημαντικότερο ίσως εισηγητή του ελληνικού διαφωτισμού, χωρίς τις φιλελεύθερες ιδέες του οποίου η ελληνική παιδεία της περιόδου θα ήταν πολύ φτωχότερη.
Μια απλή επισκόπηση στη σχετική βιβλιογραφία για τον Βούλγαρη αρκεί για να κατανοηθεί το πνευματικό του μεγαλείο το οποίο σε καμία περίπτωση δεν σκιαγραφείται στην μελέτη του Μιχαλόπουλου (σσ. 45-58), αλλά αντίθετα αγνοείται το περιεχόμενο του έργου και της διδασκαλίας του.
β) Ο Μπαλάνος Βασιλόπουλος υπήρξε μαθητής του Μεθόδιου Ανθρακίτη και πιθανότατα η δίωξη του υπέστη ο δάσκαλός του επηρέασε τη διδασκαλία του. Οι σύγχρονοί του αναγνωρίζουν και τη φιλολογική του επάρκεια – απέδωσε άλλωστε στα νέα ελληνικά τους Αφορισμούς του Ιπποκράτη και Υπομνήματα του Γαληνού στο ιπποκρατικό έργο, ενώ συνέγραψε πλήθος επιγραμμάτων – όσο και τη μαθηματική ευφυΐα του παρά την αποτυχία στην επίλυση του «δήλιου προβλήματος».
Μαθητής του υπήρξε ο εκ Μετσόβου Τρύφων μετέπειτα σχολάρχης της Επιφανείου Σχολής (1752/3-1758). Ο γιος του Κοσμάς Μπαλάνος, ο οποίος συγκρούστηκε με τον Αθανάσιο Ψαλίδα και διαδέχθηκε τον πατέρα του στη διεύθυνση της Σχολής Γκιόνμα (1758-1799), σαφώς πιστός στο παραδοσιακό μοντέλο παιδείας, δίδαξε κυρίως μαθηματικά και φιλολογικά μαθήματα αφήνοντας σπουδαίους μαθητές, όπως τους Λάμπρο Φωτιάδη και Ιωάννη Βηλαρά. Αξίζει εν προκειμένω να αναφερθεί ότι ο Λέανδρος Βρανούσης αναφέρεται εκτενώς στο ζήτημα του κουβαρά και την επεξεργασμένη μορφή του Μπαλάνου το οποίο εσφαλμένα παρουσιάζει ο Φ. Μιχαλόπουλος.
Εν κατακλείδι, οι διαμάχες αυτής της περιόδου μεταξύ όσων υπηρετούσαν το παραδεδομένο εκπαιδευτικό σύστημα και όσων εξέφραζαν τη νεωτερική σκέψη δεν ήταν γιαννιώτικη ιδιομορφία. Οφείλουμε να τις προσεγγίζουμε χωρίς δογματισμό και πρώτιστα με γνώμονα τον σπουδαίο ρόλο που διαδραμάτισαν στην πνευματική κίνηση της πόλης ιδίως κατά τον 17ο και 18ο αι.. Καθηγητές του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (όπως οι Β. Κύρκος, Π. Νούτσος, Ν. Ψημμένος, Κ. Πέτσιος, Γ. Πλουμίδης, Γ. Παπαγεωργίου, Ελ. Κουρμαντζή κ.ά.) έχουν πραγματικά εντρυφήσει στη μελέτη αυτής της περιόδου, ενώ τα πρακτικά των δυο Πανηπειρωτικών Συνεδρίων (α. «Ιστορία-Λογιοσύνη: Η Ήπειρος και τα Ιωάννινα από το 1430 έως το 1913» και β. «Η πνευματική κίνηση στα Ιωάννινα τον 18ο αι. και η παρουσία του Ευγένιου Βούλγαρη») που εξέδωσε το 2015 και το 2018 η Εταιρία Ηπειρωτικών Μελετών συμβάλλουν στη γνώση σημαντικών πτυχών της πνευματικής υπόστασης των Ιωαννίνων.
* Στην κεντρική φωτογραφία, ελαιογραφία της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής που απεικονίζει τον Νεόφυτο Δούκα