Πόσο εύκολο ήταν να προβληθεί, επί χούντας, στα Γιάννενα, μια ταινία του Γίρι Μέντζελ, του τσεχοσλοβάκου σκηνοθέτη που, με ή χωρίς την «άνοιξη της Πράγας», ήταν πίσω από το παραπέτασμα;
Πόσο εφικτή ήταν μια δημόσια προβολή του μεγαλύτερου επαναστάτη του σινεμά, του Ζαν Λικ Γκοντάρ, στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων;
Και όμως, η Κινηματογραφική Λέσχη Φοιτητών, μια από τις προγόνους της σημερινής ΚΟΠΙ, το έκανε πράξη, έναν Μάιο. Αυτόν του 1972.
Ο «Άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν» δεν ήταν μια τυχαία ταινία. Ήταν το όσκαρ ξένης ταινίας του 1968 και ένα από τα κορυφαία δείγματα του «νέου κύματος» του τσεχοσλοβάκικου σινεμά.
Ο Γκοντάρ από την άλλη, είχε αποθεώσει την Άννα Καρίνα το ’62, στο «Ζούσε τη ζωή της», στο σενάριο όπου η Νανά παρατάξει τον άντρα και το παιδί της για να γίνει ηθοποιός.
Στο ίδιο αφιέρωμα, η λέσχη πρόβαλλε ακόμα ένα τέκνο του γαλλικού νουβέλ βαγκ, τον Αλέν Ρενέ (γαμπρού του Μαλρώ για ένα διάστημα, παρεμπιπτόντως) με το «Χιροσίμα αγάπη μου», αλλά και το ντεμπούτο του Ρομάν Πολάνσκι «Μαχαίρι στο νερό».
Ίσως όμως το «κλου» εκείνων των προβολών, ήταν μια ελληνική ταινία, από τις πιο δυσεύρετες σήμερα: Η «Βίλλα στην εξοχή» του Δημήτρη Τσάκμα, όπου έκανε ντεμπούτο ο Σταμάτης Φασουλής και τη μουσική έγραφε ο Νίκος Μαμαγκάκης.
Μάλιστα, η προβολή της ταινίας γινόταν με ομιλία του ίδιου του σκηνοθέτη.