Μετά από ένα θυελλώδη ενεργειακά χειμώνα, με το ρεύμα να ακριβαίνει κατακόρυφα στην Ελλάδα πριν ακόμα τον πόλεμο της Ουκρανίας –ελέω κυβερνητικών αποφάσεων- και το φυσικό αέριο να ακολουθεί, αναμένεται μια δυσκολότερη χρονιά.
Η κυβέρνηση, μετά την αποτυχία της «ρήτρας αναπροσαρμογής», προσπαθεί να επιδοτήσει επαρκώς τα τιμολόγια των εταιριών, ώστε οι λογαριασμοί να γίνουν κάπως ανεκτοί στη χειμαζόμενη ελληνική πραγματικότητα.
Η εκτίμηση είναι ότι για τον Οκτώβριο, το κόστος θα ξεκινάει από 14-16 λεπτά η κιλοβατώρα (κατανάλωση μέχρι 500κβ το μήνα).
Ένα μέτρο σύγκρισης είναι ότι το 2020, την τελευταία χρονιά με «κανονικά» τιμολόγια, πριν εκτινάξει το κόστος η κυβέρνηση, η κιλοβατώρα κόστιζε 0,11 ευρώ για κατανάλωση έως 2.000κβ (τιμολόγιο ΔΕΗ). Πριν από αυτό, το κόστος ήταν 0,09 ευρώ…
Φυσικά, η κυβέρνηση πανηγυρίζει γιατί το κόστος δεν θα είναι 60 λεπτά ή και 1 ευρώ…
Η κατάσταση είναι δυσβάσταχτη εδώ και καιρό. Ένας λογαριασμός ρεύματος και ένα ενοίκιο αντιστοιχούν σε ένα βασικό μισθό (και πλέον). Υπό αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί να σταθεί σοβαρά οποιαδήποτε συζήτηση για «ανάπτυξη» και ευημερία, καθώς η οικονομία καθορίζεται πολυπαραγοντικά και όχι μόνο για τις μεγάλες εταιρίες. Τουλάχιστον αυτό φαίνεται να θεωρεί κριτήριο η κυβέρνηση…
Στην ελληνική οικονομία πρέπει την κατάλληλη στιγμή να είσαι στην κατάλληλη θέση με κάποια μέσα παραγωγής, για να κερδοσκοπήσεις ευκαιριακά. Η ενέργεια προσφέρει αυτή τη συγκυρία και μαζί της τραβάει σχεδόν τα πάντα προς το ακριβότερο. Τα ξύλα για παράδειγμα ακριβαίνουν και αυτά, όχι με κάποιο αναλογικό τρόπο, αλλά γιατί «ακρίβυνε το ρεύμα και το αέριο».
Υπενθυμίζεται ότι τα Γιάννενα είναι μια από τις πιο ρυπασμένες πόλεις τον χειμώνα, από την αιθαλομίχλη. Δυστυχώς, οι τοπικοί φορείς δεν φαίνονται διατεθειμένοι να ενημερώσουν επίσημα, δημόσια και ανοιχτά για το θέμα.
Όπως επίσης δεν υπάρχει μια επίσημη και πιστευτή ενημέρωση για το αν τελικά υπάρχουν τα διαβόητα «υπερκέρδη», τα οποία όλοι-ες υποψιάζονται ότι υπάρχουν, αλλά η μεν κυβέρνηση δείχνει να καλύπτει τις εταιρίες (κάτι που κάνει στις περισσότερες δραστηριότητές της), η δε αντιπολίτευση να υπερβάλλει στα ποσά. Ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ πάντως κατέθεσε αναλυτική μελέτη με τις εκτιμήσεις του για την κερδοσκοπία στην ενέργεια, εκτιμώντας ότι αυτά είναι 1,7 δις ευρώ σε διάστημα Ιουλίου ’21-Μαρτίου ’22.
Η κυβέρνηση δεν απάντησε εκτενώς και με λεπτομέρειες στην έκθεση, προτιμώντας τη συνδικαλιστική αντιπαράθεση. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου τόνιζε τότε ότι η αξιωματική αντιπολίτευση επικαλείται υπερκέρδη «χωρίς να διευκρινίζει αν εννοεί μεικτά περιθώρια ή αν έλαβε υπόψη εκπτώσεις, επιδοτήσεις και πολιτικές ειδικών τιμών». Διατεινόταν επίσης ότι «καμία κυβέρνηση στην ΕΕ δεν έχει εισπράξει φόρο από υπερκέρδη ενέργειας» (κάτι που εν μέρει ίσχυε στις 24 Μαρτίου που έκανε τη δήλωση ο κυβερνητικός εκπρόσωπος).
Ο ίδιος ο υπουργός Ενέργειας Κώστας Σκρέκας δήλωσε μέσα σε τρεις ημέρες, από 5 ως 8 Απριλίου, πρώτα ότι η ΔΕΗ δεν έχει υπερκέρδη και έπειτα ότι «ακούμε για υπερκέρδη, αλλά υπερκέρδη δεν βρίσκουμε». Τον κ. Σκρέκα διέψευσε η έκθεση της ΡΑΕ και σήμερα πλέον, τέλη Σεπτεμβρίου, η ίδια η κυβέρνηση.
Ένα μήνα αργότερα, ο πρωθυπουργός παραδεχόταν ουσιαστικά ότι υπάρχουν υπερκέρδη, τα οποία ονόμαζε, σε ένα από τα διαγγέλματά του «συγκυριακά έσοδα», τα οποία θα φορολογούσε η κυβέρνηση.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου βγήκε η ΚΥΑ για τη φορολόγηση των υπερκερδών, με τη μορφή έκτακτης εισφοράς 90% στα κέρδη των εταιριών από 1/10/21 ως 30/6/22. Η κυβέρνηση δέχθηκε νέα κριτική, ότι ουσιαστικά θα φορολογήσει ένα πολύ μικρό κομμάτι αυτών των κερδών, που μέσα στο καλοκαίρι εκτιμήθηκαν στα 927.440.000 ευρώ.
Η νέα πολιτική αντιπαράθεση ήταν και πάλι εκτός ουσίας. Η κυβέρνηση επέλεξε να απαντήσει σε αυτά που δεν ρωτήθηκε, η αντιπολίτευση έκανε μια πλειοδοσία ποσών, η κυβέρνηση ανταπάντησε με στοιχεία που δεν δικαιολογούν όμως την απόφασή της που αύξησε κατακόρυφα τα κόστη. Επίσης, επιλέγει σταθερά τη «σύγκριση ποσών» που χορηγεί, σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ.
Τα ποσά όντως είναι σημαντικά, αλλά η κυβέρνηση επιμένει να συγκρίνει ανόμια πράγματα (όχι, δεν είναι ίδιο μέγεθος η ελληνική και η ολλανδική οικονομία και οικονομική καθημερινότητα…) και επιπλέον, αρνείται με κάθε τρόπο να παρέμβει στην ίδια την αγορά, με εμμονική επιμονή στο νεοφιλελεύθερο «βιβλίο οδηγιών» που ακολουθούν πιστά υπουργοί της όπως πχ ο κ. Σκυλακάκης. Αποφεύγει οποιαδήποτε σύγκρουση με την κερδοσκοπία που και η ίδια τελικά παραδέχεται ότι υπάρχει και παίζει επικοινωνιακά με τους αριθμούς.
Την ίδια στιγμή, τα ελληνικά νοικοκυριά θα διανύσουν έναν ακόμα χειμώνα ενεγειακής… ασάφειας. Το 2011 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αύξησε τον ειδικό συντελεστή στο πετρέλαιο θέρμανσης, το καύσιμο ακρίβυνε κατακόρυφα και οι πολίτες στράφηκαν σε «εναλλακτικές» μεθόδους θέρμανσης: πέλετ, ρεύμα, φυσικό αέριο, τζάκια, μαγκάλια (με ολέθριες συνέπειες, σχυνά). Τα επόμενα χρόνια, ήταν οι «χειμώνες της αιθαλομίχλης» και του επιδόματος για τη θέρμανση, προκειμένου να επουλωθούν κάπως οι μνημονιακές επιπτώσεις.
Τώρα, με το ρεύμα να ακριβαίνει από το καλοκαίρι του ’21, ελέω αποφάσεων της κυβέρνησης ΝΔ και με την τιμή του αερίου να εκτινάσσεται εξαιτίας της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, το σκηνικό επανλαμβάνεται…