Μπορεί κάποτε ο οικισμός του Κάστρου των Ιωαννίνων να αποτελούσε ένα καταφύγιο ησυχίας και ηρεμίας για όσους έμεναν εκεί… από πάντα ή για όσους τον επέλεγαν ως τόπο διαμονής τους, σήμερα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει αρκετά και θα αλλάξουν ακόμα περισσότερο.
Η γιαννιώτικη αυτή καστροπολιτεία βρίσκεται σε μια κρίσιμη στιγμή της πορείας της μέσα στον χρόνο. Στη στιγμή εκείνη που οι επιθυμίες της πόλης (μερικές φορές βέβαια χωρίς κάποια όρια) αρχίζουν να υπερβαίνουν τις επιθυμίες των κατοίκων του Κάστρου και η αναζήτηση ισορροπιών γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Τα χρόνια της κρίσης ανέδειξαν την ανάγκη επένδυσης στον τουρισμό, ο οποίος πια σε διεθνές επίπεδο έχει συνδεθεί με την πολιτιστική κληρονομιά ενός τόπου. Το Κάστρο αποτελεί ένα από τα δυνατά χαρτιά της πόλης για την προσέλκυση επισκεπτών.
Οι αλλαγές στην καθημερινότητα για τους κατοίκους του Κάστρου ξεκίνησαν σιγά σιγά πριν από 20 χρόνια, όταν η γειτονική περιοχή του ιστορικού κέντρου μετατράπηκε σε τόπο αναψυχής και διασκέδασης, και συνεχίστηκαν με τη λειτουργία του Βυζαντινού Μουσείου και την ανάδειξη του αρχαιολογικού πάρκου του Ιτς Καλέ. Τον τελευταίο χρόνο, το Μουσείο Αργυροτεχνίας του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ) έφερε μέσα στο Κάστρο περισσότερο κόσμο. Την ίδια ώρα, ο Δήμος Ιωαννιτών και η Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων ετοιμάζονται να μεταμορφώσουν την άλλη ακρόπολη του Κάστρου (όπου βρίσκεται το Ασλάν τζαμί και το Δημοτικό Μουσείο) και τη γύρω περιοχή σε ένα πάρκο πολιτισμού. Κι όλα αυτά με τις εύλογες προσδοκίες ότι ο τουρισμός-πολιτισμός θα αποκτήσει μεγαλύτερο «ρεύμα» στην πόλη με τη λειτουργία της Ιόνιας οδού. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι σε λίγα χρόνια ο οικισμός του Κάστρου θα έχει μια άλλη μορφή, πιο τουριστική, που μπορεί να επιφέρει ακόμα και αλλαγές χρήσης των οικημάτων.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια ότι οι κάτοικοι του Κάστρου δεν δικαιούνται να διεκδικούν μια πιο ανθρώπινη καθημερινότητα και να θέτουν τους έντονους προβληματισμούς τους για τα όσα συμβαίνουν ή δεν συμβαίνουν σήμερα, οι οποίοι εντέλει μπορεί να αποτελέσουν και τη βάση για να προληφθούν λάθη ή για να γίνουν πιο σωστοί σχεδιασμοί στο μέλλον.Τα κυριότερα προβλήματα του οικισμού είναι η ηχορύπανση που προέρχεται από τους «έξω» (με το θεατράκι στη «Σκάλα» να μπαίνει στο στόχαστρο), η έλλειψη καθαριότητας, η έλλειψη δημόσιων χώρων και η κίνηση των αυτοκινήτων, όπως και ο «αποκλεισμός» του Κάστρου εξαιτίας των πολλών αθλητικών εκδηλώσεων που γίνονται στο παραλίμνιο.
Όλα αυτά επισημάνθηκαν κατά τη χτεσινή συνάντηση που είχε ο Δήμος με φορείς και κατοίκους της περιοχής, σε μια πρώτη κουβέντα που ξεκίνησε από το κυκλοφοριακό ζήτημα και κατέληξε στην ανάδειξη κι άλλων προβλημάτων και ενδεχόμενων λύσεων. Η συνάντηση έγινε με πρωτοβυλία της αντιδημάρχου Ελένης Βασιλείου, με τον αντιδήμαρχο Θανάση Μανταλόβα να δίνει κι αυτός το παρών για να παρουσιάσει το σχέδιο για τη δημιουργία του πάρκου πολιτισμού. Ακούστηκαν πολλές διαφορετικές απόψεις όπως και προτάσεις για διάφορα θέματα, όπως και για το κυκλοφοριακό –αν θα πρέπει να υπάρχουν ή όχι μονοδρομήσεις, ποιοι θα πρέπει να μπαίνουν στο Κάστρο και ποιοι όχι κ.λπ. Αρκετοί υπενθύμισαν την απόφαση του Δήμου σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται μόνο η είσοδος αυτοκινήτων τα οποία ανήκουν σε κατοίκους του Κάστρου, ταξί, ασθενοφόρων κ.λπ., η οποία δεν εφαρμόζεται.
Όλοι κατέληξαν πάντως πως ό,τι κι αν αποφασιστεί τελικά, θα πρέπει να υπάρχει έλεγχος για την εφαρμογή της όποιας ρύθμισης. Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στην ανάγκη να αξιοποιηθούν χώροι, όπως η πλατεία Αλή πασά (δίπλα από την κεντρική πύλη), με τον κ. Μανταλόβα να δεσμεύεται ότι ο Δήμος θα φροντίσει να γίνει εκεί μια παιδική χαρά. Επίσης, αρκετοί εκτίμησαν ότι πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα για τον Δήμο η μεταστέγαση του νηπιαγωγείου σε ένα πιο κατάλληλο κτίριο (προτείνοντας μεταξύ άλλων την απομάκρυνση της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών από το κτίριο που στεγάζεται σήμερα, στην είσοδο του Ιτς Καλέ) και η βελτίωση της κατάστασης στους πλακόστρωτους δρόμους.
Πέραν των επιμέρους ζητημάτων, το σημαντικό στοιχείο της όλης συζήτησης ήταν ότι η διαχείριση του Κάστρου δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτόνομα αλλά ξεκινά από τα «έξω» προς τα «μέσα». Το Κάστρο συνδέεται με ό,τι συμβαίνει στην υπόλοιπη πόλη και πώς αυτή θέλει και πρέπει να διαχειριστεί την τουριστική κίνηση αλλά και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Και η «βιώσιμη ανάπτυξη» είναι το κλειδί της όλης υπόθεσης. Ο οικισμός του Κάστρου βιώνει μια μετάβαση σε μια νέα πραγματικότητα, μια μετάβαση που πρέπει να γίνει ομαλά και με όρους και με την κοινή συνείδηση ότι το Κάστρο αποτελεί έναν ζωντανό οργανισμό και όχι μια αποστειρωμένη κοινότητα της πόλης.