Της Έλενας Σιόντη*
Τα πλατάνια στον παραλίμνιο είναι ένα τοπόσημο. Εκεί μεγαλώσαμε εμείς, οι γονείς μας και τα παιδιά μας. Συνδέονται βαθιά με τη συλλογική μας μνήμη, είναι αναπόσπαστο κομμάτι του ελεύθερου χρόνου μας και αποτελούν το σήμα κατατεθέν της τουριστικής εικόνας της πόλης.
Η συνειδητοποίηση ότι η κοπή τους είναι μονόδρομος (λόγω της ασθένειας του μεταχρωματικού έλκους) αγγίζει συναισθηματικά κάθε κάτοικο της πόλης και η ιδέα της αντικατάστασής τους με άλλο είδος δέντρου μας ξενίζει.
Δεν είναι μόνο το μέγεθος των δέντρων που σε κάθε περίπτωση θα χρειαστεί κάποια χρόνια να πλησιάσει την εικόνα που έχουμε, είναι πάνω απ’ όλα ο δείκτης της εποχικότητας μιας ολόκληρης πόλης: Από την πυκνή καλοκαιρινή σκίαση, στην κόκκινη φθινοπωρινή μπορντούρα του κάστρου και στα υπερμεγέθη γλυπτά πάγου στα γυμνά κλαδιά το χειμώνα. Η αλλαγή λοιπόν είναι δεδομένη και καλούμαστε να προσαρμοστούμε σε μια νέα κατάσταση, που, στην πιο απλουστευμένη της μορφή, θα θυμίζει κάπως τη σημερινή δεντροστοιχία.
Κάθε δυσκολία για καλό όμως! Μέσα από αυτά τα δεδομένα, μας προσφέρεται η ευκαιρία να ανοίξουμε τη ματιά μας σε κάθε πιθανή λύση, μιας και η εικόνα θα είναι ούτως ή άλλως διαφορετική.
Ο τρόπος που θα διαχειριστεί ο Δήμος το παραλίμνιο μέτωπο στην παρούσα φάση, θα ακολουθεί τις επόμενες γενιές Γιαννιωτών για πολλά χρόνια στο μέλλον και γι' αυτό μας αναλογεί μια ιστορική ευθύνη. Οι επεμβάσεις στη φύτευση σε αυτήν την κλίμακα δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μεμονωμένα και επιπόλαια σαν μια απλή αντικατάσταση ενός δέντρου που ξεράθηκε, καθώς με αυτόν τον τρόπο είναι μεγάλη η πιθανότητα να υπάρξουν οικονομικές αστοχίες και πρόχειρο αποτέλεσμα.
Είναι απαραίτητος ο συνολικός και ολοκληρωμένος σχεδιασμός του παραλίμνιου τοπίου, σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική αρχιτεκτονικής τοπίου, όπου η φύτευση αποτελεί μελετημένο τμήμα μιας πρότασης και ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τις ιδιαίτερες συνθήκες της περιοχής. Εξάλλου μια ανάπλαση θα έδινε πιθανώς και τη δυνατότητα να επαναδιαπραγματευτούμε τη σχέση της πόλης με το νερό και το υπάρχον σκληρό όριο. Ποια είναι όμως τα σημερινά δεδομένα;
Οι παράμετροι
Μια σημαντικότατη παράμετρος είναι το Σχέδιο Βιώσιμης Αστικής Κινητικότητας (ΣΒΑΚ), το οποίο είναι σε εξέλιξη, και σύμφωνα με τα προηγούμενα στάδια της διαβούλευσης προτείνει σταδιακά την πλήρη πεζοδρόμηση του παραλιμνίου δρόμου περιμετρικά του κάστρου.
Αν λοιπόν τελικά, μετά από κυκλοφοριακή μελέτη, απομακρυνθεί το αυτοκίνητο και αποδοθεί όλη η έκταση σε πεζούς και ποδηλάτες, προκύψει σχεδόν ο διπλάσιος χώρος δηλαδή, αλλάζουν τα γεωμετρικά, κοινωνικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά της περιοχής και από έναν απόλυτα γραμμικό περίπατο, μετατρέπεται σε ένα πάρκο με στενότερα και φαρδύτερα σημεία. Αυτή και μόνο η παράμετρος μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετική χωροθέτηση και διάταξη των δέντρων, που θα εξυπηρετεί πιθανώς, εκτός από τον περίπατο, τα σημεία στάσης και που θα αναβαθμίζει το ιστορικό μνημείο του Κάστρου.
Η πρόσβαση για ΑμεΑ, η δημιουργία χώρων πολιτιστικών εκδηλώσεων στην ύπαιθρο (μετά την εμπειρία του lock-down), αλλά και η περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση μπορούν να ενσωματωθούν σε μια επικαιροποιημένη πρόταση. Γιατί λοιπόν να παραμείνει η δέσμευση της φύτευσης των νέων δέντρων ακριβώς πάνω στο ίχνος των πλατάνων; Πιθανώς μια εμπεριστατωμένη μελέτη να καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα, αλλά θα είναι σίγουρα από επιλογή και όχι από βιασύνη.
Παράλληλα θα έπρεπε να αξιοποιηθεί η παρακαταθήκη που υπάρχει, μιας τα τελευταία χρόνια εκπονείται από τις Τεχνικές Υπηρεσίες του Δήμου η μελέτη του παραλίμνιου πεζόδρομου-ποδηλατοδρόμου από τον Μάτσικα ως το Πέραμα.
Ένας επιτυχημένος στρατηγικός σχεδιασμός λοιπόν θα έπρεπε να λαμβάνει υπ' όψιν την οπτική και βιωματική συνέχεια του αστικού τοπίου στο όριο με το νερό και να μην αντιμετωπίζει αποσπασματικά τα γειτονικά τμήματα, που αντιληπτικά αλλά και ως οικοσυστήματα είναι ενιαία.
Ένα ενδιαφέρον εργαλείο που διατίθεται επίσης είναι η ύπαρξη του πάρκου Κατσάρη στο άλλο όριο της δεντροστοιχίας, το οποίο αποτελεί και τη φυσική κατάληξη της παραλίμνιας διαδρομής. Η υπάρχουσα φύτευση εκεί, μπορεί να θέσει τις παραμέτρους των επεμβάσεων μιας και το μικροκλίμα είναι ακριβώς το ίδιο, οπότε έχουμε χειροπιαστά παραδείγματα ως προς το τι ευδοκιμεί χωρίς ιδιαίτερη συντήρηση.
Απαιτείται λοιπόν ένα σοβαρό master plan από την πλευρά του Δήμου, στο οποίο θα καταγράφονται όλες οι παράμετροι (από άποψη υδρολογίας, γεωπονίας και ιστορικότητας) και το οποίο θα αποτελέσει τη στιβαρή βάση για έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό.
Ένα τέτοιο master plan θα μπορούσε να καταλήξει και στο είδος της προτεινόμενης φύτευσης (σύμφωνα με τη γνωμοδότηση των αρμόδιων φορέων) και όχι απαραίτητα στην απόλυτη γεωμετρική θέση, ώστε να δίνει όλο το απαραίτητο υπόβαθρο για το επόμενο στάδιο. Ιδανικά και σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, ακολουθεί αρχιτεκτονικός διαγωνισμός (ΦΕΚ 1427/Β/16-6-2011) για εμβληματικά έργα στον δημόσιο χώρο, έστω και σε επίπεδο διαγωνισμού ιδεών (χωρίς την υποχρέωση εφαρμογής του πρώτου βραβείου), μιας και είναι ο μόνος σίγουρος τρόπος να πέσουν όσο πιο πολλές ιδέες στο «τραπέζι».
Η συμμετοχικότητα επίσης που τόσο ακούγεται, αλλά σπάνια εφαρμόζεται, μπορεί να λειτουργήσει ως μια δεξαμενή ιδεών μιας και οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης, μετά από χρόνια αδράνειας, «ξαναγνώρισαν» την παραλίμνια περιοχή εν μέσω Covid και πλέον έχουν διαμορφωμένη άποψη ως προς το αστικό τοπίο.
Μένει λοιπόν να αποφασίσουμε, αν θα αξιοποιήσουμε τα περίπου δύο χρόνια, μέσα στα οποία θα έχουν νοσήσει δυστυχώς και θα έχουν απομακρυνθεί τα περισσότερα πλατάνια (κάτι που απευχόμαστε, αλλά ο «επιδημικός» χαρακτήρας της ασθένειας του μεταχρωματικού έλκους δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας), για να αποκτήσουμε ένα νέο εμβληματικό παραλίμνιο μέτωπο, παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.
*Η Έλενα Σιόντη είναι αρχιτέκτονας μηχανικός του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (MBLandArch Master in Landscape Architecture, ETSAB (Escuela Tecnica Superior de Arquitectura de Barcelona, UPC Universidad Politecnica de Catalunya).