Ένα ταξίδι δεν είναι απλώς μια μετάβαση. Είναι γνωριμία με τόπους και ανθρώπους, είναι ιδέες, είναι εμπειρίες, είναι εικόνες και εντυπώσεις, είναι έμπνευση. Κάθε ταξίδι συνδέεται με μια πλούσια θεματολογία: από την τουριστική βιομηχανία μέχρι τις συγκοινωνίες, από τη γεωγραφία μέχρι την ιστορία, από τη λογοτεχνία μέχρι την τέχνη και από την οικονομική και κοινωνική οργάνωση μέχρι την οικολογία.
Στο πλαίσιο συνεργασίας του με τον «Τύπο Ιωαννίνων», ο Γιάννης Παπαδημητρίου, δικηγόρος και ένας άνθρωπος με μεγάλη διαδρομή στην πολιτική ζωή του τόπου και στα κινήματα, γράφει «για τα δικά μας ταξίδια», για περισσότερο ή λιγότερο γνωστούς προορισμούς, για τόπους που έχει επισκεφθεί ή σκοπεύει να επισκεφθεί. Και πάντα με την ιδιαίτερη αυτή ματιά του, που βάζει στο επίκεντρο τον ταξιδιώτη και όχι τον τουρίστα.
Προορισμός αυτής της εβδομάδας, η Μασσαλία της Γαλλίας. Το 2ο μέρος…
Διαβάστε το 1ο μέρος: Πόσο γαλλική είναι η Μασσαλία;
Typos-i
Toυ Γιάννη Παπαδημητρίου
Και αφού στο προηγούμενο κείμενο ασχοληθήκαμε με την ίδια τη Μασσαλία, σειρά έχει ο μύθος της, όπως αποτυπώθηκε αλλά και διαπλάστηκε στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο.
Η επισκόπηση αρχίζει φυσικά από τη «Μασσαλιώτιδα». Αν και το τραγούδι γράφτηκε το 1792 στο Στρασβούργο, ήταν οι Μασσαλιώτες εθελοντές, που το τραγουδούσαν στους δρόμους του Παρισιού και το έκαναν σύμβολο της γαλλικής επανάστασης. Ταυτίστηκε με το επαναστατικό φρόνημα, εγκρίθηκε και από την Κομμούνα του Παρισιού και καθιερώθηκε οριστικά ως εθνικός ύμνος της γαλλικής δημοκρατίας το 1876.
Ο ήδη μνημονευθείς «Κόμης Μοντεχρήστος» (Le Comte de Monte-Cristo), που ο Αλέξανδρος Δουμάς πατέρας δημοσίευσε το 1844, συνεχίζει να είναι δημοφιλής μέχρι σήμερα, καθώς περιστρέφεται γύρω από τις έννοιες της υποκρισίας, της ελπίδας, της εκδίκησης και της δικαιοσύνης.
Η πλοκή του είναι τοποθετημένη μεταξύ του 1815 και του 1838, κυρίως στη Μασσαλία, και αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα του ρομαντικού μυθιστορήματος με ιστορικά στοιχεία.
Βέρος Προβηγκιανός ο μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης Μαρσέλ Πανιόλ χρησιμοποίησε την τοπική διάλεκτο στα θεατρικά έργα του, ακόμα και στην τριλογία «Μαριούς», «Φανί» και «Σεζάρ», που έγραψε στο Παρίσι. Το 1934 επέστρεψε στη Μασσαλία για να ιδρύσει κινηματογραφικό στούντιο, όπου τα διασκεύασε και για το σινεμά.
Μπορεί, όπως προείπαμε, η μοίρα της Μασσαλίας να ήταν αυτή της πύλης εισόδου αλλά μία φορά στην ιστορία της συνέβη και το αντίθετο. Ήταν το 1940, όταν ο γερμανικός στρατός προήλαυνε στο γαλλικό έδαφος και το λιμάνι πλημμύριζε από απελπισμένους ανθρώπους - Εβραίους, διανοούμενους και αριστερούς -, που πάσχιζαν να εκδώσουν βίζες και εισιτήρια για τρίτες χώρες. Η Γερμανίδα Άννα Σέγκερς συγκέντρωνε στο πρόσωπό της και τις τρεις ιδιότητες, κατάφερε τελικά να διαφύγει στο Μεξικό και περιγράφει την ατμόσφαιρα αγωνίας στο μυθιστόρημα «Τράνζιτο», που εκδόθηκε το 1944.
Στον συντονισμό της διαφυγής, που περιγράφεται και στο «Φάκελος απόδρασης» της Ζουλί Ορανζέ, αποφασιστικός ήταν ο ρόλος του Αμερικανού δημοσιογράφου Βάριαν Φράϊ. Από όλους τους επώνυμους, που πέρασαν από κει, την πιο τραγική μοίρα είχε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στα γαλλο-ισπανικά σύνορα.
Ο πλούτος του λιμανιού βασίστηκε, όπως πάντα, στην εκμετάλλευση του προλεταριάτου. Αναδεικνύεται στο έργο μιας μεγάλης μορφής του κινήματος της αφρικανικής χειραφέτησης, του Σενεγαλέζου συγγραφέα και σκηνοθέτη Σεμπέν Ουσμάν και κυρίως στο βιβλίο του «Ο μαύρος λιμενεργάτης» του 1956. Δούλεψε και ο ίδιος στις αποβάθρες και έζησε 10 χρόνια στη Μασσαλία ενώ αποκαλείται «πατέρας του αφρικανικού σινεμά».
Αυτή όμως, που συνέβαλε τα μέγιστα στο μύθο της πόλης, ήταν η αστυνομική λογοτεχνία, καθώς η Μασσαλία, μαζί με τη Βαρκελώνη και τη Σικελία, συγκαταλέγεται στην τριάδα των μητροπόλεων του μεσογειακού αστυνομικού μυθιστορήματος. Που εξηγείται από την ιστορία της και τη διαχρονική άνθιση μαφιών, του Κορσικανού Καρμπόνε προπολεμικά, των αδελφών Γκερινί στη συνέχεια και του Ναπολιτάνου Ζαμπά τη δεκαετία του ΄70, τις συγκρούσεις μεταξύ τους αλλά και τη διασύνδεση με το τοπικό σύστημα εξουσίας. Προσφέρεται μάλιστα και ειδικός τουριστικός γύρος με θέμα τη Μασσαλία των γκάνγκστερ (βλ. http://www.marseillegangstertour.com/). «Πόλη κομμένη και ραμμένη για νουάρ», τη χαρακτηρίζει ο Σεντρίκ Φαμπρ στην εισαγωγή της σχετικής συλλογής διηγημάτων.
Διευκρινίζοντας τη σημασία των όρων, το noir (μαύρο) αναφέρεται κυρίως στη σκοτεινή ατμόσφαιρα ενώ το polar (αστυνομικό) στην αστυνομική πλοκή. Η δε εξέλιξη του τελευταίου, το νέο polar, χρησιμοποιεί τη φόρμα του αστυνομικού μυθιστορήματος για να ασκήσει πολιτική και κοινωνική κριτική από τα αριστερά. Πολύ συχνά, αλλά όχι πάντα, αυτά τα δύο συνυπάρχουν, όπως λ.χ. στα έργα του πρόωρα χαμένου Ζαν Κλοντ Ιζζό.
Αναμφίβολα μπορεί να χαρακτηριστεί ο μεγαλύτερος βάρδος της μεσογειακής πόλης. Με την τριλογία της Μασσαλίας («Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας», «Το τσούρμο» και «Solea»), που κυκλοφόρησε από το 1995 μέχρι το 1998, ο Ιζζό έβαλε τον αστυνόμο Φάμπιο Μοντάλ στο πάνθεον των μεγάλων λογοτεχνικών ηρώων.
Στις περιπλανήσεις του η ακτή της Μασσαλίας αναδεικνύεται ως μια οριακή περιοχή ανάμεσα στη μιζέρια και το έγκλημα της πόλης και στα λυτρωτικά στοιχεία, τη θάλασσα, το φως της Μεσογείου, το φαγητό, τον έρωτα και τη μουσική. Καμιά έρευνα δεν ανατίθεται επίσημα σ’ αυτόν, καθώς η αστυνομία είναι διαβρωμένη από το οργανωμένο έγκλημα και τον ρατσισμό, εποχή εξάλλου της ραγδαίας ανόδου του Εθνικού Μετώπου του Λεπέν. Τα κίνητρα του Μοντάλ είναι προσωπικά, ερευνά δηλαδή με δική του πρωτοβουλία φόνους φίλων, ερωτικών συντροφισσών ή μεταναστών.
Στο τέλος συνειδητοποιεί ότι το κυνήγι της αρμονίας είναι χίμαιρα. Ας μνημονεύσουμε ακόμη ένα έργο του Ιζζό, τους «Βατσιμάνηδες της Μασσαλίας», με ήρωα έναν Έλληνα ναυτικό, που η ανευθυνότητα της ναυτιλιακής εταιρίας αποκλείει σ’ ένα καράβι χωρίς άδεια απόπλου και του δίνει την ευκαιρία να ζωντανέψει τις μνήμες του.
Έκτοτε η Μασσαλία έγινε τόπος πλοκής δεκάδων αστυνομικών μυθιστορημάτων, τοποθετημένων σε κάθε ταραχώδη εποχή, και επινοήθηκε ο όρος polar aioli (αστυνομικό με σκορδαλιά) για να περιγράψει το μασσαλιώτικο υπο-είδος της γαλλικής αστυνομικής φιλολογίας. Εκτός από την πολιτικοποίηση και την έμφαση στη διαπλοκή του οργανωμένου εγκλήματος με τους επίσημους θεσμούς, το πολιτικό σύστημα, το δικαστικό σώμα και την αστυνομία, υπάρχει ακόμα ένα συχνά επαναλαμβανόμενο μοτίβο : Η Αλγερία και η βαρύτητα του αλγερινού τραύματος.
Όπως αναλύει η μεγάλη κυρία του νεοπολάρ Ντομινίκ Μανοτί «η Γαλλία δεν διαχειρίστηκε την αποαποικιοποίηση, την υπέστη. Το ανείπωτο της αποαποικιοποίησης μπλόκαρε τη γαλλική κοινωνία, την εμπόδισε να εξελιχθεί». Χωρίς να εξαιρεί από την κριτική το ΚΚ Γαλλίας για την ιδεολογική του υποταγή στον γαλλικό εθνικισμό. Διαπίστωση καίρια και για τη χώρα μας.
Θα επιχειρήσω μια αντιπροσωπευτική παρουσίαση μεταφρασμένων στα ελληνικά τίτλων, τηρώντας χρονολογική σειρά όχι του έτους έκδοσης αλλά της εξέλιξης της πλοκής:
- Στο «Μασσαλία εμπιστευτικό» ο Φρανσουά Τομαζό συνδυάζει πραγματικά και επινοημένα γεγονότα και πρόσωπα από την εποχή της ανόδου του Λαϊκού Μετώπου το 1936 και αναπλάθει τις συγκρούσεις συμφερόντων και τη μεσοπολεμική ανθρωπογεωγραφία του εγκλήματος.
- Οι «Λόφοι του Αλγερίου» του Ζιλ Βενσάν εκτυλίσσονται σε διπλό χρόνο, στο 1960, όταν ένας Γάλλος στρατιώτης αυτοκτονεί επιστρέφοντας από την Αλγερία, και στο παρόν, που η έρευνα ενός ιδιωτικού ντεντέκτιβ φέρνει στο φως θαμμένα μυστικά του αποικιακού παρελθόντος και ξανανοίγει τον κύκλο του αίματος.
- Στην «Κόκκινη Μασσαλία» του Μορίς Αττιά η πλοκή εκτυλίσσεται τις μέρες της εξέγερσης του Μάη του ’68. Όμως ο αστυνομικός Πάκο Μαρτίνεθ, όπως εξάλλου και ο συγγραφέας, έρχεται από το Αλγέρι, όπου διαδραματιζόταν και το πρώτο βιβλίο της σειράς.
- Η «Μασσαλία 73» της προαναφερθείσας Ντομινίκ Μανοτί αναφέρεται στο κύμα ρατσιστικών δολοφονιών Αλγερινών το 1973, που εξιχνιάζονται όχι μόνο χάρη στις προσπάθειες του - προσεκτικά - ομοφυλόφιλου αστυνομικού κεντρικού ήρωα, ερχόμενου σε σύγκρουση με την υπηρεσία του, αλλά και στον αγώνα των Αλγερινών και τη συμπαράσταση της Άκρας Αριστεράς.
- Και τέλος στο «Ένας Τσετσένος σκύλος στη Μασσαλία» ο Μισέλ Μεζονέβ εισάγει ένα υπονομευτικό χιούμορ στην αφήγησή του, που κατά τα άλλα πραγματεύεται τη διεθνοποίηση της σύγκρουσης του καθεστώτος Πούτιν με τους τσετσένους αυτονομιστές.
Από την εγκληματική παράδοση έχουν αντλήσει έμπνευση ουκ ολίγες κινηματογραφικές ταινίες, με πιο κλασική την τοποθετημένη στο μεσοπόλεμο «Μπορσαλίνο», στη μοναδική συνύπαρξη Αλαίν Ντελόν και Ζαν Πωλ Μπελμοντό.
Οι μεταπολεμικές εκδοχές του οργανωμένου εγκλήματος έχουν καλυφθεί σε πολύ περισσότερες, με πιο χαρακτηριστικές το «Συμβόλαιο της Μασσαλίας» ή τον «Γαλλικό σύνδεσμο» (French Connection) με τον Τζην Χάκμαν. Φυσικά οι κινηματογραφικές μεταφορές των έργων του Πανιόλ από τη δεκαετία του ’30 ή οι πολλαπλές αποδόσεις του Μοντεχρήστου έχουν τη θέση τους στο κινηματογραφικό χρονικό της πόλης, που αριθμεί καμιά ογδονταριά φιλμ από το 1929 μέχρι σήμερα.
Η Μασσαλία είναι παρούσα και στην ελληνική λογοτεχνία. Το πρώτο μυθιστόρημα του 28χρονου Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Η Μετανάστις», δημοσιευμένο το 1879 στην κωνσταντινουπολίτικη εφημερίδα «Νεολόγος», ξεκινάει να διαδραματίζεται στη διάρκεια της επιδημίας πανώλης του 1720, που αφάνισε τον μισό μαρσεγιέζικο πληθυσμό. 55 χρόνια αργότερα ο Νίκος Καββαδίας, στο «Γράμμα από τη Μαρσίλια» της ποιητικής συλλογής «Μαραμπού» περιγράφει: «Σας εσκεφτόμουν στο Μπουλβάρ ντε Νταμ σαν περπατούσα / ανάμεσα σε δύο τροτέζ που έκαναν σαν τρελές / ενώ μιλώντας δυνατά τριγύρω μας, περνούσαν / άνθρωποι απ’ όλες, θα’λεγες, του κόσμου τις φυλές».
Δείτε -https://www.youtube.com/watch?v=EcxjXwZslqA&list=TLPQMTcwMTIwMjS1nTMgKJMlGQ&index=2 το βίντεο της μουσικής του Μπορσαλίνο. Διαβάστε - το άρθρο του Δημήτρη Κωστόπουλου «Το νουάρ της Μασσαλίας» και με λογοτεχνικά αποσπάσματα https://booksjournal.gr/kritikes/logotexnia/4018-to-nouar-tis-massalias. |