Η ακρόπολη του Ασλάν πασά στο Κάστρο των Ιωαννίνων, αν και από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της πόλης από ιστορική, πολιτιστική και αρχιτεκτονική άποψη, δεν έχει καταφέρει να γίνει σημείο αναφοράς ως ένας ενιαίος αρχαιολογικός χώρος. Δυστυχώς, η ακρόπολη αυτή δεν τυγχάνει της ίδιας προσοχής και του ίδιου ενδιαφέροντος όπως συμβαίνει με την απέναντι ακρόπολη του Ιτς Καλέ, η οποία την τελευταία δεκαετία έχει μετατραπεί σε έναν ζωντανό χώρο πολιτισμού και ψυχαγωγίας από την Εφορεία Αρχαιοτήτων.
Γενικότερα, όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, ο χώρος δεν ανταποκρίνεται σε καμία από τις σύγχρονες απαιτήσεις διαχείρισης πολιτιστικών χώρων και μνημείων.
Στη βορειοδυτική αυτή ακρόπολη, υπάρχουν ιδιαίτερα σημαντικά μνημεία, με κυριότερο το ομώνυμο τζαμί –μια από τις πιο γνωστές εικόνες σε καρτ ποστάλ-, όπου στεγάζεται το Δημοτικό Μουσείο Ιωαννίνων, αλλά και οθωμανικά μνημεία όπως είναι ο μεντρεσές.
Μνημεία σε μια ακρόπολη, χωρίς καμία συνεκτική σχέση μεταξύ τους και χωρίς να υφίσταται η αξιοποίηση που θα έπρεπε, παρά τις αναστηλωτικές παρεμβάσεις που έγιναν και από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων τα τελευταία χρόνια (για παράδειγμα στον προμαχώνα ο οποίος είναι επισκέψιμος).
Το εγχείρημα του πάρκου πολιτισμού του Δήμου Ιωαννιτών έχει καλλιεργήσει προσδοκίες ότι τα πράγματα θα αλλάξουν. Στο πλαίσιο προγραμματικής σύμβασης με την Περιφέρεια Ηπείρου και το υπουργείο Πολιτισμού, ο Δήμος έχει αναλάβει να εκπονήσει μελέτη για τη στερέωση-αποκατάσταση του Τζαμιού, που κι αυτό έχει τα δικά του προβλήματα, όπως και για τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου. Ένας περιβάλλων χώρος, όπου συναντά κανείς ταφικές πλάκες μουσουλμάνων, ατάκτως ερριμμένες, κανόνια, κατεστραμμένα καλντερίμια και σκαλοπάτια κ.λπ. Και εννοείται ότι αυτή τη στιγμή η πρόσβαση στην ακρόπολη είναι αδύνατη για ανθρώπους με αναπηρίας, όπως και για ανθρώπους της τρίτης ηλικίας, λόγω της υφιστάμενης κατάστασης στον περιβάλλοντα χώρο.
Το στοίχημα για τον Δήμο Ιωαννιτών είναι μεγάλο, καθώς τα χρονικά περιθώρια είναι στενά, με το δεδομένο ότι η χρηματοδότηση θα εξασφαλιστεί από το επιχειρησιακό πρόγραμμα «Ήπειρος 2014-2020».
Ο σχεδιασμός που φαίνεται ότι θα προχωρήσει πιο γρήγορα και πιο άμεσα, είναι αυτός που αφορά την αποκατάσταση του οθωμανικού χαμάμ (το οποίο βρίσκεται έξω από την ακρόπολη, αλλά δίνει ένα σημαντικό στίγμα για όλο το μνημειακό στίγμα) και τη διαμόρφωση-ανάδειξη των κοινόχρηστων χώρων γύρω από την ακρόπολη. Στο έργο της διαμόρφωσης-ανάδειξης των κοινόχρηστων χώρων, περιλαμβάνεται και η σύνδεση της ακρόπολης του Ασλάν πασά με το Ιτς Καλέ μέσω της οδού Σουγδουρή και μιας μικρής πύλης.
Η ακρόπολη του Ασλάν πασά έχει δύο πύλες: την κεντρική και μοναδική ανοιχτή πύλη εισόδου και μια μικρή, στη νότια πύλη, η οποία είναι κλειστή. Ενδιαφέρον είναι δε το γεγονός ότι η πύλη αυτή είναι βυζαντινή. «Ο ανερχόμενος σήμερα προς το τζαμί του Ασλάν-πασά εισέρχεται εις τον περίβολον του τεμένους από μίαν νεωτέραν πύλην, η οποία κοιτάζει προς την πόλιν. Δεξιώτερα της σημερινής πύλης ο νεώτερος αυτός περίβολος συναντάται με το αναφερθέν μεσαιωνικόν τείχος, του οποίου η πύλη, αφανής από την πλευράν της πόλεως, κοιτάζει προς την απέναντί της ακρόπολιν του Ιτς Καλέ» σημειώνει ο Λέανδρος Βρανούσης.
Όσον αφορά τις προσβάσεις στην ακρόπολη, υπάρχει και άλλη μία, νεότερη (στα μέσα του 20ου αιώνα). Πρόκειται για μια σκάλα που ξεκινάει πίσω από τον μεντρεσέ και καταλήγει στο παραλίμνιο, εκεί που βρίσκεται η σπηλιά του Διονύσιου του Φιλοσόφου. Και αυτή η πρόσβαση κλειστή.
Οι επισκέπτες που καταφτάνουν στην ακρόπολη, πηγαίνουν επί της ουσίας μόνο στο Δημοτικό Μουσείο, στο Τζαμί Ασλάν πασά. Δεν αντιμετωπίζουν τον χώρο ως ενιαίο. Κάτι που είναι εύλογο καθώς ο πολιτιστικός αυτός χώρος δεν διακρίνεται για τη «φιλικότητά» του. Η υπάρχουσα κατάσταση ενισχύεται και από το γεγονός ότι όταν το Δημοτικό Μουσείο κλείνει, κλείνει και η ακρόπολη. Σημειωτέον ότι τη διαχείριση και την ευθύνη του χώρου την έχει ο Δήμος Ιωαννιτών και όχι το υπουργείο Πολιτισμού (Εφορεία Αρχαιοτήτων).
Το Δημοτικό Μουσείο Ιωαννίνων στεγάζεται από το 1933 στο τζαμί του Ασλάν πασά. Είναι το πρώτο μουσείο που έγινε στα Γιάννενα και επί τέσσερις δεκαετίες ήταν το μοναδικό. Παρά τη μακρόχρονη πορεία του και τα σημαντικά του εκθέματα, το Μουσείο δεν έχει καταφέρει να πρωταγωνιστήσει στα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης ούτε να επιδείξει κάποια εξωστρέφεια ή να υιοθετήσει νέες μουσειακές πρακτικές. Αρμόδια υπηρεσία για τη λειτουργία του Μουσείου είναι η Διεύθυνση Πολιτισμού του Δήμου Ιωαννιτών, στην αρμοδιότητα της οποίας ανήκει και η Δημοτική Πινακοθήκη. Και ναι μεν η Δημοτική Πινακοθήκη έχει κάποια παρουσία στην πολιτιστική κίνηση της πόλης, το Δημοτικό Μουσείο όμως δεν έχει (ούτε καν στα social media). Σαν να μην υπάρχει για τους Γιαννιώτες…
Και εδώ, εντέλει, προκύπτει το μεγάλο ζήτημα, που δεν εξαρτάται ιδιαίτερα από την πορεία των έργων τα οποία προβλέπονται για το «πάρκο πολιτισμού»: ο τρόπος διαχείρισης του πολιτιστικού αυτού χώρου.
Η δημιουργία ενός «οικείου» πολιτιστικού χαρακτήρα, η διασφάλιση της κινητικότητας μέσα στην ακρόπολη μέσω των προσβάσεων που υπάρχουν αλλά είναι κλειστές, η πιο σύγχρονη λειτουργία του Δημοτικού Μουσείου και κυρίως η στόχευση σε μια εξωστρέφεια που θα καταστήσει το μουσείο αυτό ζωντανό πολιτιστικό «κύτταρο», η αξιοποίηση του κατάλληλου ανθρώπινου δυναμικού και η συμμετοχή επιστημονικού προσωπικού είτε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων είτε από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων είναι ουσιώδεις πτυχές της όλης υπόθεσης.
Γιατί από αυτές εξαρτάται η διαδρομή των μνημείων μέσα στον χρόνο, η ουσιαστική επαφή των πολιτών με τα μνημεία και εντέλει η ίδια η μνήμη ενός τόπου.