Το ποδόσφαιρο είναι ωραίο. Όχι μόνο γιατί είναι «το λαϊκότερο των αθλημάτων», ούτε γιατί στιγμές του δεν βρίσκονται πουθενά αλλού (άντε, λίγο στο μπάσκετ, αλλά και πάλι..), ούτε γιατί έχουν ασχοληθεί με αυτό τύποι σαν τον Μονταλμπάν, τον Γκαλεάνο, τον Χαριτόπουλο και άλλους.
Είναι ωραίο γιατί μοιάζει πολύ με τη ζωή, η οποία χωράει τα πάντα, τα καλά και τα κακά.
Αυτό που συμβαίνει στο ελληνικό ποδόσφαιρο τα τελευταία χρόνια, δεν είναι ευθύνη του αθλήματος καθαυτού. Αν δεν το έχουμε καταλάβει, έτσι ζει και αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια το επιχειρηματικό σύμπαν γενικά, με διαφορετικά χαρακτηριστικά ανά τον πλανήτη, αλλά με κοινό σημείο την ισοπέδωση.
Επειδή στην Ελλάδα έχουμε την τάση να ζούμε ό,τι ζει και ο υπόλοιπος κόσμος αλλά σε πιο τραγελαφική διασκευή, δεν σημαίνει ότι ειδικά στην Ελλάδα το επιχειρείν κάνει πολύ διαφορετικά πράγματα από αλλού ή ότι είναι «υποδεέστερο», πιο «λούμπεν» κ.λπ. Η γενική πρακτική είναι κοινή και τα ποδοσφαιρικά σκάνδαλα, πανταχού.
Ωστόσο, είμαστε και υποχρεωμένοι-ες να υποστούμε και αυτό που συμβαίνει στην ελληνική πολιτική σκηνή τελευταία, με την κοινωνικοπολιτική διεργασία να υπόκειται του ποδοσφαίρου φαινομενικά, αλλά στην πραγματικότητα, να εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από μια ανεξέλεγκτη πλέον, ακόμα και με αστικούς όρους, επιχειρηματική δραστηριότητα.
Η ελληνική ποδοσφαιρική επιχείρηση είναι μαγική: σβήνει καταδίκες, οικονομικές ατασθαλίες, σκιές αθλητικής παραβατικότητας και δέχεται ξανά τα απολωλότα πρόβατα ως περίπου μεσσίες, αρκεί να βρούνε ένα καινούργιο ΑΦΜ.
Φτιάχνει επιχειρηματικές συμπράξεις όπως η σούπερ λίγκα, όπου οι συνέταιροι φτάνουν σε σημείο να πιάνονται από τους γιακάδες στις συνεδριάσεις.
Φέρνει ξένους διαιτητές, αλλά η διαιτησία είναι ακόμα στο στόχαστρο. Βάζει VAR αλλά το βάζει… μισό και «ελληνικό» και το ακυρώνουν οι ίδιοι οι επιχειρηματικοί εταίροι.
Δημιουργεί «προϊόν» και απαιτεί από αυτό να παράγει ακόμα μεγαλύτερη υπεραξία, από τηλεοπτικά, διαφημίσεις, χορηγίες, ξεχειλώνοντας κάθε έννοια συναγωνισμού αλλά και ανταγωνισμού.
Στην πιο κρίσιμη υγειονομική καμπή του ελληνικού ποδοσφαίρου, ο πρωταθλητής θα αναδειχθεί στα πλέι οφ (για να έχουμε να δείξουμε περισσότερα παιχνίδια) και η παλιά Β’ εθνική απέκτησε social media και σελίδα μετά την έναρξη του πρωταθλήματος, ενώ το ένα τρίτο των ομάδων της είναι στο χείλος της ταμειακής χρεοκοπίας.
Και όμως, δεν φταίει η μπάλα. Η «γιγαντομαχία» των δύο μεγάλων επιχειρηματιών, επάνω στην έννοια του δημόσιου συμφέροντος που κυριολεκτικά ξεσκίζεται σε κομμάτια τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα -με την παρούσα κυβέρνηση να κάνει επιτυχημένα γυμνάσια στο πεδίο- φανερώνει ακριβώς αυτό. Ότι το ποδόσφαιρο είναι αθώο.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα που τόσο έχει κατηγορηθεί τα τελευταία χρόνια, απέδειξε ότι είναι επτάψυχο. Εδώ και δέκα χρόνια έχει χρησιμοποιήσει κάθε πιθανό τρόπο για να επιβιώσει και τελικά, τα κατάφερε, εις βάρος της πολιτικής.
Φτάσαμε στο σημείο, η συνοχή της μόνης αυτοδύναμης κυβέρνησης της δεκαετίας να κινδυνεύει από μια «αθλητική» διένεξη. Και επειδή «karma is a bitch», μπορούμε να πούμε ότι «μαλώσανε για το ποδόσφαιρο». Τα «θύματα», όπως ο πρώην αρχηγός της εθνικής Ελλάδας είναι αναλώσιμα. Δεν ακούσαμε ποτέ τις απόψεις του, μάλλον γιατί δεν είχε τέτοιες, μέχρι να φτάσουμε στο επίμαχο σημείο.
Η πολιτική επιβίωση του συστήματος όμως έχει κόστος. Οι φαινομενικά αρραγείς σχηματισμοί μπορεί να διαρραγούν από το απρόσμενο, ακριβώς γιατί πλέον στηρίζονται αποκλειστικά σε «εξωπολιτικούς» φορείς και παράγοντες για να επιβιώσουν. Οι αντιθέσεις του καπιταλισμού, όπως τις έχουν περιγράψει άνθρωποι που έζησαν τον προηγούμενο και προ-προηγούμενο αιώνα, είναι απόλυτα υπαρκτές και η θεωρία, παίρνει και αυτή τη μικρή της εκδίκηση. Η ελληνική κυβέρνηση εκτινάσσει τα γραφικόμετρα, βάζοντας σε λιγότερες από 24 ώρες μια ποδοσφαιρική τροπολογία, σε ένα νόμο που υποτίθεται θέλει να αναστρέψει την υπογεννητικότητα. Ούτε οι Μόντι Πάιθον δεν θα το ‘γραφαν σε σκετσάκι.
Με τη μπάλα όμως, τι θα γίνει; Πότε θα γίνει και πάλι προσιτή και θελκτική, με παιχνίδια που θα παίζονται, όσο γίνεται αυτό, στο γήπεδο;
Τα «σκοτάδια» του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν είναι τωρινά. Οι κατηγορίες για στημένα, οι κατηγορίες που παίχτηκαν σε γραφεία προέδρων, η μεροληψία και η πολιτική πίεση, ούτε αυτά είναι καινούργια. Ούτε καν οι πολιτικές χάρες υπέρ ποδοσφαιρικών επιχειρήσεων είναι καινούργιες. Η τάση να βρεθεί ένα «ηθικό περιεχόμενο» που να αντιστοιχεί σε ένα δικαιικό σύνολο, είναι απλά η απέλπιδα προσπάθεια όσων τους αρέσει η μπάλα, να επιβιώσουν σε ένα κόσμο προεδρικών στρατών.
Τώρα όμως που το ποδόσφαιρο έχει μετατραπεί σε απόλυτο ρυθμιστή της πολιτικής, από τους ίδιους ανθρώπους μάλιστα που, ανάμεσα σε άλλα διακηρύσσουν το κενό περιεχομένου και επικίνδυνο κοινωνικά «no politica», θα πρέπει να το διεκδικήσουμε ξανά για εμάς. Για τα μεσημέρια Κυριακής, για τις γραφικότητες, τις ανατριχίλες, τις κακές διαιτησίες, αλλά την αίσθηση ότι «όλα συμβαίνουν» γιατί είναι μπάλα και όχι γιατί είναι προϊόν.
Έτσι όπως τα ΄φερε η ζωή και η ιστορία, αν κερδηθεί η μπάλα, μπορεί να κερδίσουμε και πολύ περισσότερα, γενικώς…