H Σοφία Μικρώνη από τη Λευκάδα και η Αριστέα-Ευαγγελία Κουκουνούρη από τα Γιάννενα, είναι από απόφοιτες του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Η διπλωματική τους εργασία με τίτλο «Villaggio di Sale» ασχολείται με την αναβίωση του εγκαταλελειμμένου οικισμού των Καρυωτών και των αλυκών Αλεξάνδρου στη Λευκάδα (με επιβλέπουσες την Κατερίνα Κοτζιά και την Κορίνα Φιλοξενίδου).
«Η επιλογή του παλιού οικισμού των Καρυωτών και των αλυκών Αλεξάνδρου Λευκάδας ως πεδίο διεξαγωγής της διπλωματικής εργασίας, οφείλεται στην μεγάλη πολιτιστική και περιβαλλοντική τους αξία. Οι τοπικές ιδιαιτερότητες αποτελούν ένα σημαντικό κριτήριο για να αναβιώσουν αυτές οι ξεχασμένες περιοχές και η ταυτότητά τους θα μπορούσε να είναι μέρος μίας πολιτιστικής έκθεσης» όπως αναφέρουν οι ίδιες.
Ακολουθεί η διπλωματική εργασία της Σοφίας Μικρώνη και της Αριστέας-Ευαγγελίας Κουκουνούρη:
Πρόλογος: Η διπλωματική εργασία αφορά στον ανασχεδιασμό του εγκαταλελειμμένου οικισμού των Καρυωτών και των παροπλισμένων αλυκών Αλεξάνδρου Λευκάδας. Οι δύο τόποι, που απέχουν μεταξύ τους 10 λεπτά με τo αυτοκίνητο, συνδέονται προγραμματικά με την δημιουργία ενός Μουσείου γύρω από το αλάτι: την συλλογή, την επεξεργασία και την χρήση του. Στόχος του Μουσείου είναι να συμβάλει στην ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της Λευκάδας, αλλά και γενικότερα της Ελλάδας, στο βαθμό που αυτή συνδέεται με την -όχι και τόσο παλιά- παραγωγική περίοδο λειτουργίας των αλυκών. Υπό αυτό το πρίσμα, το Μουσείο επιχειρεί να προβάλλει τόσο υλικά όσο και άυλα εκθέματα, με στόχο να ενισχύσει την πολιτιστική τοπική ταυτότητα.
Ο οικισμός των Παλιών Καρυωτών εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του το 1957 ενώ οι αλυκές Αλεξάνδρου έπαψαν να λειτουργούν το 1988, και σήμερα, παρότι χαρακτηρισμένες ως «Προστατευόμενο Βιομηχανικό Μουσείο και τόπος του Δικτύου Natura 2000», βρίσκονται σε πλήρη εγκατάλειψη.
Η πρόταση προσεγγίζει ζητήματα επανάχρησης και επανοικειοποίησης γνωστοποιώντας τις πολιτιστικές συνήθειες και τα λαογραφικά έθιμα της περιοχής. Το νέο Μουσείο, μέσω βιωματικών εργαστηρίων, προσφέρει στον επισκέπτη τη δυνατότητα να γνωρίσει παραδοσιακές τεχνικές και πρακτικές, να δοκιμάσει την τοπική κουζίνα και να μάθει για τον τρόπο ζωής και τις χειρωνακτικές εργασίες που έκαναν κάποτε οι κάτοικοι του παλιού χωριού.
Κεφάλαιο 1: Κατά τη διάρκεια της εκπόνησης των ερευνητικών μας εργασιών ήρθαμε αντιμέτωπες με ερωτήματα σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους καλούμαστε να διαχειριστούμε τον ανασχεδιασμό οικισμών που καταστράφηκαν και εγκαταλείφθηκαν ολοσχερώς.
Η αναβίωση ενός οικισμού, όπως είναι λογικό, μπορεί να συμβάλει στην ανάδειξή του και στο να γίνει αντιληπτό από την κοινωνία ότι αυτός αποτελεί μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας. Παγκόσμια προγράμματα όπως οι 17 Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης που έχει θεσπίσει ο ΟΗΕ καθώς και αναπτυξιακά προγράμματα που αφορούν τις αγροτικές περιοχές έχουν θεσπίσει συγκεκριμένα κριτήρια και προϋποθέσεις υγιούς ανάπτυξης με σκοπό τη διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς, του σεβασμού στο περιβάλλον και την ομαλή συμβίωση του παλιού με το νέο.
Τα τελευταία χρόνια, η τουριστική ανάπτυξη στην χώρα μας υπόσχεται νέες ευκαιρίες για οικονομική ευημερία. Σε αυτό το κλίμα εμφανίζονται δυνατότητες αξιοποίησης για τους οικισμούς που απαξιώθηκαν και εγκαταλείφθηκαν, ιδίως αν έχουν κάποιον ιδιαίτερο χαρακτήρα. Οι τοπικές ιδιαιτερότητες αποτελούν, κατά τη γνώμη μας, σημαντικό κριτήριο για να αναβιώσουν αυτές οι ξεχασμένες περιοχές και η ταυτότητά τους θα μπορούσε να είναι μέρος μίας πολιτιστική έκθεσης.
«Το Μουσείο είναι ένας μη-κερδοσκοπικός, μόνιμος θεσμός/οργανισμός, στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ανάπτυξής της, ανοιχτός στο κοινό, ο οποίος αποκτά, συντηρεί, ερευνά, προβάλλει και εκθέτει την υλική και άυλη κληρονομιά της ανθρωπότητας και του περιβάλλοντός της, με στόχο την εκπαίδευση, μελέτη και ψυχαγωγία» 2007, ICOM.
«Υπαίθριο Μουσείο είναι ένα μοντέλο της εθνόσφαιρας, μία συγκεκριμένη μορφή φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος το οποίο περιέχει έναν τόπο, μία λαϊκή αρχιτεκτονική και τους αντίστοιχους εσωτερικούς χώρους, χρώματα, μυρωδιές, ήχους, αλλά και ζωντανές διαδικασίες διαχείρισης της φύσης και πρότυπα συμπεριφοράς» open-air museum, Alexander Davydov.
«Όχι αντι-μουσείο, αλλά χώρος όπου υπάρχει φυσική επαφή μεταξύ καλλιτεχνών και κοινού ως προς την ανάπτυξη των πιο σύγχρονων στοιχείων δημιουργικότητας. Ένα τέτοιο Μουσείο, δεν είναι απλώς χώρος όπου διατηρούνται και εκτίθενται έργα τέχνης, τα οποία κατά τα άλλα έχουν απολέσει εντελώς την ατομική, κοινωνική, θρησκευτική ή δημόσια λειτουργία τους, αλλά χώρος οπού καλλιτέχνες συναντούν το κοινό τους και όπου το ίδιο το κοινό γίνεται δημιουργός» Pontus Hulten.
Ο όρος του Βιωματικού Μουσείου που επιλέξαμε να χρησιμοποιήσουμε, ενώ παρουσιάζει ομοιότητες με τους παραπάνω ορισμούς, δεν καλύπτεται πλήρως από κάποιον. Πρόκειται για μια σύνθεσή τους που δεν επικεντρώνεται στον δημιουργό αλλά στη διάδραση του κοινού με το περιεχόμενο του Μουσείου. Δίνεται έμφαση στην εμπειρία των επισκεπτών και την αλληλεπίδραση μεταξύ τους αλλά και με τους εκπαιδευτές των βιωματικών εργαστηρίων.
Κεφάλαιο 2: Η διπλωματική εργασία αφορά την αναβίωση του παλιού οικισμού των Καρυωτών και των Αλυκών Αλεξάνδρου Λευκάδας. Πρόκειται για ένα μικρό οικισμό που εγκαταλείφθηκε πλήρως από τους κατοίκους του το 1957, λόγω απειλών για κατολισθήσεις σε περίπτωση σεισμού. Ο οικισμός σήμερα αποτελεί ένα έρημο και απρόσιτο τοπίο. Τα ερειπωμένα και κατά το πλείστον κατεστραμμένα κτίσματα, έχουν καταπνιγεί μέσα στην οργιάζουσα φύση. Αρκεί ωστόσο μια ματιά, για να καταλάβει κανείς ότι, η αιτία που ώθησε τα κτίσματα σε αυτή την κατάσταση, δεν είναι αποκλειστικά το πέρασμα του χρόνου και τα φυσικά καιρικά φαινόμενα, αλλά και ο ανθρώπινος παράγοντας. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από μαρτυρίες κατοίκων, οι οποίες αναφέρουν ότι, κατά τη διάρκεια της μετοίκησης, οι κάτοικοι αποσπάσανε κατασκευαστικά υλικά από τις παλιές τους κατοικίες με σκοπό να τα χρησιμοποιήσουν στις καινούριες. Εγκαταστάθηκαν 3,5 χιλιόμετρα δυτικότερα του παλιού χωριού και έστησαν την ζωή τους από την αρχή, γύρω από τις αλυκές Αλεξάνδρου που αποτέλεσαν βασική πηγή εισοδήματος για το χωριό για μερικές δεκαετίες.
Οι νέες αλυκές ή κατά τους Ενετούς κατακτητές του νησιού, Saline Nuove, δημιουργήθηκαν το 1725 με σκοπό την αύξηση της παραγωγής του αλατιού για τη Βενετία. Ανάμεσα στην ανατολική άκρη των αλυκών και την απέναντι όχθη της Αιτωλοακαρνανίας, βρίσκεται πάνω στο νησάκι Φόρτι, το μικρό οχυρωματικό φρούριο Αλέξανδρος ή Torretta, που στην ιταλική γλώσσα σημαίνει πυργίσκος. Το όνομά του, που πήραν αργότερα και οι αλυκές, προέρχεται από το Ρώσο τσάρο Αλέξανδρο, προς τιμήν του οποίου ανακαινίστηκε το 1807 το οχυρό. Λίγο πιο βόρεια από το Φόρτι, σε μια μικρότερη νησίδα με το όνομα Φορτίνο, βρίσκεται το οχυρό Κωνσταντίνος. Θέλοντας να κρατήσουμε αυτό το στοιχείο της ιταλικής επιρροής, προέκυψε και ο τίτλος της εργασίας «Villaggio di Sale» που σημαίνει στα ιταλικά «Χωριού του Αλατιού».
Οι αλυκές και τα δύο οχυρά χαρακτηρίστηκαν το 1993 από Υπουργείο Πολιτισμού ως «Προστατευόμενο Βιομηχανικό Μουσείο και τόπος του Δικτύου Natura 2000». Παρόλα αυτά, οι αλυκές έπαψαν να λειτουργούν το 1988 και σήμερα έχουν επέλθει σε πλήρη εγκατάλειψη.
Όντας λοιπόν ανενεργές, οι αλυκές δεν αποδίδουν οικονομικά οφέλη και οι κάτοικοι των Νέων Καρυωτών ζητούν να κηρυχθεί παραδοσιακός ο παλιός οικισμός ώστε να μπορέσουν να επωφεληθούν από τα ερειπωμένα σπίτια τους. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι προτίθενται να εγκαταλείψουν για άλλη μια φορά τον σημερινό τόπο κατοικίας τους, τους Νέους Καρυώτες, επιδιώκουν την αναβίωση των Παλιών Καρυωτών με την ίδια θέρμη που 70 χρόνια πριν επιθυμούσαν να τον εγκαταλείψουν. Η κοινότητα των Καρυωτών είναι υπέρ του δέοντος υποστηρικτική προς την δεκαετή πλέον προσπάθεια που γίνεται για τον χαρακτηρισμό του παλιού οικισμού ως προστατευόμενου. Η νοσταλγική διάθεση των Καρυωτάδων για τον παλιό οικισμό φαίνεται άλλωστε και στο ποίημα του Ι. Αθηνιώτη που γράφτηκε το 1989.
Με εφαλτήριο την επιθυμία των Καρυωτάδων να αναβιώσει ο οικισμός, προτείνουμε την ανάπλαση του παλιού οικισμού και των αλυκών Αλεξάνδρου. H πρόταση αναπτύσσεται στην βάση της δημιουργίας αυτών των δύο πόλων, που συγκροτούν ένα ενιαίο Μουσείο γύρω από το αλάτι: την συλλογή, την επεξεργασία και την χρήση του. Στόχος του Βιωματικού Μουσείου είναι να συμβάλει στην ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της Λευκάδας, αλλά και γενικότερα της Ελλάδας, στο βαθμό που αυτή συνδέεται με την -όχι και τόσο παλιά- παραγωγική περίοδο λειτουργίας των αλυκών.
Μία πρώτη δυσκολία με την οποία ήρθαμε αντιμέτωπες ήταν η απουσία τοπογραφικού σχεδίου των δύο αυτών πόλων. Επομένως, κληθήκαμε να τα σχεδιάσουμε μετά από αναλυτική αποτύπωση. Αυτό επιτεύχθηκε μέσω της σύγκρισης αεροφωτογραφιών του κτηματολογίου (2007-2009), του google earth, του σχεδιαγράμματος του Ιωάννη Χαλκιά που διετέλεσε πρόεδρος της κοινότητας μετά τη μετοίκηση καθώς και επιτόπιας έρευνας και αποτύπωσης των υφιστάμενων κτισμάτων και ερειπίων.
Επιχειρούμε, να ενεργοποιήσουμε τη σύνδεση των δύο πόλων, που απέχουν μεταξύ τους 15 λεπτά με τo αυτοκίνητο, ώστε να ξαναδώσουμε νόημα σε αυτή την πορεία. Ο δρόμος αυτός αποτελούσε κάποτε μέρος της ζωής των κατοίκων του παλιού οικισμού καθώς τον ακολουθούσαν καθημερινά για να βρεθούν στις αλυκές όπου δούλευαν.
Ο εγκαταλελειμμένος οικισμός βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του νησιού σε υψόμετρο περίπου 250 μέτρων. Χρονολογείται προ του 1630 και το όνομά του προέρχεται από μεγαλογαιοκτήμονα της εποχής, ονόματι Καρυώτη, ο οποίος είχε στην ιδιοκτησία του την περιοχή που έγινε αργότερα ο οικισμός. Στον παλιό οικισμό, καταγράφηκαν 61 κτίσματα εκ των οποίων 29 βρίσκονται σε σχετικά καλή κατάσταση ενώ τα υπόλοιπα είναι, κυρίως, ίχνη πέτρινων τοίχων με μεγάλη φθορά. Στον οικισμό εντοπίζεται, επίσης, ο ναός των Ταξιαρχών ο οποίος είναι το μοναδικό κτίσμα που έχει αναστηλωθεί πλήρως.
Στις αλυκές καταγράφηκαν 11 κτίσματα, κάποια παλαιότερα πέτρινα και κάποια χτισμένα αργότερα από οπλισμένο σκυρόδεμα. Δύο από αυτά τα κτίρια χρησιμοποιούνται από το σύλλογο Καρυωτών, ένα είναι η εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα, ένα φιλοξενεί τις εγκαταστάσεις του βιολογικού καθαρισμού και τα υπόλοιπα είναι εγκαταλελειμμένα, αλλά σε σχετικά καλή κατάσταση.
Παρατηρώντας τη γεωμορφολογία των αλυκών και τα ίχνη που διαφαίνονται, μας φάνηκε απαραίτητο να καταλάβουμε τη λειτουργία τους στην περίοδο που ήταν ενεργές. Για το σκοπό αυτό μελετήσαμε το βιβλίο «Ανάπλαση & αξιοποίηση των ανενεργών αλυκών Επτανήσου » και το σχέδιο των αλυκών που συντάχθηκε για την κοινότητα των Καρυωτών το 1986.
Η διαδικασία παραγωγής και συγκομιδής του αλατιού ξεκινάει με την υδροληψία από τρία κανάλια ελεγχόμενης ροής νερού, γνωστά και ως αλμαγωγοί, τις πρώτες μέρες του Απριλίου. Το νερό της θάλασσας περνάει στην πιο βαθιά λεκάνη των αλυκών, τη δεξαμενή πρώτης συμπύκνωσης, όπου το νερό συμπυκνώνεται κατά 3 βαθμούς Baumé, δηλαδή αποκτά 3% περιεκτικότητα σε αλάτι. Το Μάιο ξεκινά η σταδιακή μετάβαση του νερού στις κρύες λεκάνες, οι οποίες έχουν λιγότερο βάθος και εκεί το νερό αποκτά συμπύκνωση αλατιού 5%.
Στη συνέχεια μεταφέρεται σταδιακά στις πιο ρηχές ημίζεστες λεκάνες όπου αυξάνεται η συμπύκνωση του αλατιού κατά 14 βαθμούς Baumé. Τον Αύγουστο η συμπύκνωση του αλατιού αυξάνεται κατά 22% στις ζεστές θερμάστρες, οι οποίες έχουν το μικρότερο βάθος. Το Σεπτέμβριο το αλάτι μεταφέρεται στα αλοπήγια ή τηγάνια, όπου γίνεται η τελική συμπύκνωση του νερού κατά 25% όπου και στεγνώνει πλήρως. Στη συνέχεια, συλλέγεται το αλάτι και γίνεται ο σωρός του αλατιού στο αλώνι ή στραγγιστήριο, το οποίο είναι μία έκταση περίπου 1000 τμ, όπου αποθηκεύεται το αλάτι. Εκεί γίνεται το κεράμωμά του, δηλαδή το σκέπασμα του σωρού από κεραμίδια για την προστασία του αλατιού από τις καιρικές συνθήκες. Και τέλος το αλάτι μεταφέρεται είτε οδικώς είτε μέσω θαλάσσης και προωθείται σε αγοραστές.
Η ανάπτυξη και η βιωσιμότητα των αλυκών συμβαδίζουν με την προστασία του περιβάλλοντος. Οι αλυκές Αλεξάνδρου είναι ένα πραγματικά πολύτιμο οικοσύστημα για πολλούς ζωντανούς οργανισμούς, όπως ψάρια, μεταναστευτικά πτηνά και μικροοργανισμούς. Όντας μία προστατευόμενη περιοχή NATURA, απαγορεύεται σε αυτήν το κυνήγι και γι’ αυτό το λόγο, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους βιότοπους σε σχέση με την ορνιθοπανίδα.
Όπως προτάθηκε στο διεπιστημονικό συνέδριο «Ανάπλαση και αξιοποίηση των ανενεργών αλυκών Επτανήσου», η αναβίωση των αλυκών και αναδείχθηκε η πολιτιστική και η περιβαλλοντική τους αξία, έτσι νιώσαμε κι εμείς την ανάγκη να διασώσουμε αυτή την πρακτική ώστε να γίνει γνωστή και στις επόμενες γενιές.
Κεφάλαιο 3: Με στόχο να διασώσουμε σημαντικές πρακτικές της Λευκάδας, προτείνεται η δημιουργία ενός Βιωματικού Μουσείου γύρω από το αλάτι που αναβιώνει στοιχεία της παράδοσης του οικισμού των παλιών Καρυωτών και των αλυκών Αλεξάνδρου. To Μουσείο επιχειρεί να προβάλλει τόσο υλικά όσο και άυλα εκθέματα, με στόχο να ενισχύσει την πολιτιστική τοπική ταυτότητα.
Εντοπίσαμε ότι πολλές από τις δραστηριότητες που γίνονταν στους Παλιούς Καρυώτες αποτελούν μέρος του παγκόσμιου καταλόγου άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Αυτές είναι η εποχιακή μεταφορά ζώων μέσω μεταναστευτικών διαδρομών στη Μεσόγειο (the seasonal droving of livestock along migratory routes in the Mediterranean and in the Alps), η τέχνη της ξερολιθιάς, γνώση και τεχνικές (dry stone walling, knowledge and techniques) και η μεσογειακή διατροφή (mediterranean diet). Σε αυτές τις πρακτικές προτείνουμε να ενταχθεί, επίσης, η διαδικασία της παραγωγής και συγκομιδής του αλατιού.
Βάσει αυτών των τεσσάρων πρακτικών δημιουργούνται αντίστοιχα επτά βιωματικά εργαστήρια, πέντε στον παλιό οικισμό και δύο στις αλυκές. Προσεγγίζουμε το Μουσείο με πιο διαδραστικό τρόπο, πολύ διαφορετικό από αυτόν που προσεγγίζουν τα συμβατικά μουσεία τα εκθέματα και τον επισκέπτη. Τα εργαστήρια δίνουν τη δυνατότητα στον επισκέπτη να γνωρίσει παραδοσιακές τεχνικές και πρακτικές, να δοκιμάσει την τοπική κουζίνα και να μάθει για τον τρόπο ζωής και τις χειρωνακτικές εργασίες που έκαναν κάποτε οι κάτοικοι του παλιού χωριού.
Το Βιωματικό Μουσείο, όντας ενεργό καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, επιφέρει οικονομικά οφέλη στους ιδιοκτήτες των οικοπέδων ή κτιρίων. Οι κάτοικοι των Καρυωτών επωφελούνται όλο το χρόνο με ποσοστό από τα κέρδη του Μουσείου σε αντίθεση με μία πρόταση που θα επικεντρωνόταν στον εποχιακό τουρισμό. Το Μουσείο των Καρυωτών λειτουργεί αναζωογονητικά για την περιοχή, αποτελώντας ένα πόλο έλξης που συνδέει τον επισκέπτη με τον τόπο. Προσφέρει μία αυθεντική εμπειρία που έρχεται σε αντιπαράθεση με την all inclusive σύγχρονη τάση του τουρισμού, βοηθώντας έτσι ολόκληρο το νησί της Λευκάδας.
Στην είσοδο του χώρου των αλυκών βρίσκεται χώρος στάθμευσης 26 θέσεων, με επιπλέον 2 θέσεις για ΑΜΕΑ, μια για λεωφορείο και ένα περίπτερο πληροφοριών για τον επισκέπτη από όπου μπορεί να πάρει το χάρτη του Μουσείου που περιλαμβάνει τα προγράμματα των εργαστηρίων και κάποιες γενικές πληροφορίες για τους δύο τόπους. Στη συνέχεια, συναντά κανείς την εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα, ένα μικρό αναψυκτήριο και ένα εκθεσιακό χώρο, με αποθήκες για τις εκδηλώσεις του συλλόγου των Καρυωτών.
Πίσω από την εκκλησία, δημιουργείται ένας υπαίθριος χώρος που αποτελεί μία προσομοίωση των αλυκών, η οποία είναι ουσιαστικά μια πιο αφαιρετική μακέτα 1:1 των αλυκών, που λειτουργεί σαν ένα παιχνίδι με το νερό. Για την λειτουργία της, γίνεται εκμετάλλευση του υφιστάμενου αντλιοστασίου και της δεξαμενής. Διαμορφώνονται, επιπλέον, νέες δεξαμενές διαφορετικού βάθους, που επικοινωνούν μεταξύ τους και δίνουν τη δυνατότητα στον επισκέπτη να έρθει σε επαφή με ολόκληρη τη διαδικασία παραγωγής του αλατιού, ανεξαρτήτως της εποχής που θα επισκεφθεί το Μουσείο. Περπατώντας τρία λεπτά ανατολικότερα βρίσκεται το εργαστήριο του αλατιού. Το προσωπικό του Μουσείου δίνει στον επισκέπτη τον κατάλληλο εξοπλισμό και τον ξεναγεί στις λεκάνες και τα αλοπήγια των αλυκών. Αν έχει επισκεφθεί το Μουσείο τους φθινοπωρινούς μήνες, πιθανόν να μπορεί να συλλέξει αλάτι από τις αλυκές, να το καθαρίσει από τις εδαφικές προσμίξεις και να το πάρει μαζί του.
Τέλος, μετά από ακόμη τρία λεπτά περπάτημα, βρίσκεται το εργαστήριο αλιείας, όπου μαθαίνει κανείς για τις αλιευτικές μεθόδους και τις διαδικασίες συντήρησης των ψαριών. Εκεί γίνονται σχετικές διαλέξεις, σεμινάρια στα οποία ο επισκέπτης φτιάχνει τα δικά του δολώματα, ψαρεύει με διάφορους τρόπους και μαθαίνει πως να συσκευάζει και παστώνει τα ψάρια με το αλάτι. Τέλος, ακολουθώντας την περιμετρική διαδρομή των αλυκών, μπορεί κανείς να κάνει μια στάση στο μικρό παρατηρητήριο πτηνών.
Στην είσοδο του παλιού οικισμού, βρίσκεται, αντιστοίχως, χώρος στάθμευσης ίδιας χωρητικότητας με αυτόν των αλυκών. Αφήνοντας το όχημά του, μπορεί κανείς να συμβουλευτεί το περίπτερο πληροφοριών. Ξεκινώντας την περιήγηση, συναντά κανείς την εκκλησία των Ταξιαρχών και λίγο πιο πάνω το πρώτο βιωματικό εργαστήριο, το οποίο αφορά τη δημιουργία παραδοσιακών συνταγών όπως μαριδόπιτα, λαδόπιτα, λαδοκούλουρα κλπ. Ο φούρνος είναι ειδικά διαμορφωμένος για το εργαστήριο, με μεγάλους πάγκους εργασίας, ξυλόφουρνους και όλα τα εργαλεία που θα χρειαστεί κανείς για τις παρασκευές.
Στο επίπεδο του ορόφου, υπάρχει, επίσης, μια μικρή έκθεση με αντικείμενα και πληροφορίες σχετικά με την τοπική κουζίνα. Όσοι συμμετέχουν στο εργαστήριο μπορούν να απολαύσουν τις παρασκευές τους όλοι μαζί, είτε στον εσωτερικό, είτε στον εξωτερικό χώρο. Μπροστά του, αναπτύσσεται σε τέσσερα επίπεδα η κεντρική πλατεία, η οποία οδηγεί στο αναψυκτήριο. Το επόμενο εργαστήριο λειτουργεί ως ελαιοτριβείο, που αξιοποιεί τους ελαιώνες της περιοχής και προσφέρει στον επισκέπτη τη δυνατότητα να παρακολουθήσει όλη τη διαδικασία παραγωγής λαδιού και των παραγώγων του.
Στο επίπεδο του ορόφου βρίσκεται ένας χώρος γευσιγνωσίας όπου μπορεί κανείς να δοκιμάσει τα προϊόντα και να μάθει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία. 2-3 λεπτά μετά υπάρχει η φάρμα που φιλοξενεί οικόσιτα ζώα. Πλησιάζοντας, διακρίνονται τα ζώα να τρώνε στο χώρο της αλατερής. Οι αλατερές είναι συγκεκριμένα σημεία που οι βοσκοί τοποθετούν αλάτι κάθε χρόνο για την καλύτερη ανάπτυξη των ζώων.*
Στη συνέχεια, ο επισκέπτης μπορεί να πλησιάσει για να τα δει από κοντά τα ζώα, να τα ταΐσει ή να κάνει μία βόλτα με τα άλογα στους ελαιώνες. Το λάδι και τα κτηνοτροφικά παράγωγα αποτελούσαν βασικό μέρος της διατροφής και της ζωής των κατοίκων της Λευκάδας. Γι' αυτό το λόγο τα εργαστήρια δίνουν τη δυνατότητα να συνδυαστούν και να αναδειχθούν αυτές οι παραδοσιακές πρακτικές. Εξίσου σημαντικό αγαθό αποτελούσαν θεραπευτικά και βρώσιμα βότανα που ευδοκιμούσαν στην περιοχή, όπως άγρια χόρτα, μανιτάρια και μυρωδικά. Ακολουθώντας την κλίση του τοπίου, τα χαμηλότερα ίχνη ερειπίων μετατρέπονται σε βοτανικούς κήπους, ενώ κάποια άλλα σε σημεία στάσης και θέασης.
Με σκοπό να διασωθεί η γνώση σχετικά με τη συλλογή και τις ιδιότητές τους, δημιουργείται το εργαστήριο της επεξεργασίας βοτάνων, όπου μπορεί κανείς να αποξηράνει βότανα που έχει συλλέξει, να παρασκευάσει λικέρ ή γλυκά του κουταλιού και να τα πάρει μαζί του. Προσφέρεται η δυνατότητα στάσης και ξεκούρασης σε μικρό αναψυκτήριο που παρασκευάζονται αφεψήματα με βότανα από τους κήπους.
Στην βορινή πλευρά υπάρχουν δημόσιες τουαλέτες αλλά και ένα κτίριο που φιλοξενεί το φύλακα του Μουσείου. Ακολουθώντας το μονοπάτι, παράλληλα στις υψομετρικές καμπύλες, βρίσκονται τρεις ξενώνες, χωρητικότητας 28 ατόμων. Στη συνέχεια, βρίσκεται το τελευταίο εργαστήριο του χωριού, αυτό της τέχνης της ξερολιθιάς, το οποίο περιλαμβάνει αποδυτήρια, μικρό παρασκευαστήριο και ημιυπαίθριο χώρο ξεκούρασης. Η τέχνη της ξερολιθιάς αποτελεί σημαντικό πολιτιστικό αγαθό που έχει ενταχθεί στον κατάλογο άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Τέλος, στην κορυφή του Μουσείου, υπάρχει η δεύτερη δημόσια πλατεία και ένας εκθεσιακός χώρος με ένα μικρό αναγνωστήριο. Το κτίριο αυτό χρησιμοποιείται επιπλέον σαν αποθηκευτικός χώρος για τις εκδηλώσεις που φιλοξενεί η πλατεία καθώς και ο θερινός κινηματογράφος, αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής καλοκαιρινής ζωής.
*Από καιρό σε καιρό τα πράματα τ' αλατίζουν• τους δίνουν δηλαδή αλάτι να φάνε. Και ξέρεις πως το κυνηγάνε τ' αλάτι: Πραματάκια είναι, κάτι το χορτάρι, κάτι το νερό τα ξεπλένει και θέλουν αλάτισμα. Οι τσοπαναραίοι ξέρουν κιόλας πως για να διψάει και να πίνει νερό το πρόβατο, να φέρνει γάλα και να παχαίνει έχει ανάγκη απ' αλάτι. Και πάνε σ΄ αλαταποθήκες, σε αλυκές και φέρνουν φορτώματα από δαύτο. Έχουν, λοιπόν, μπόλικο στο κονάκι• ν΄ αλατίζουν τυριά, μυζήθρες, τα φαγιά τους, μα δίνουν και στα πρόβατα να τρώνε.
Σε λάκα τρανή σκορπίζουν εδώ πέτρες πλακερές• αλατερές τις λένε. Σε κάθε μια πάνω βάνουν και χούφτα αλάτι• χούφτα δω, χούφτα κει, χούφτα παρέκει. Οδηγούν το κοπάδι στις αλατερές. Τα πρόβατα μόλις δούνε το αλάτι, λιμαχτικά χύνονται για να το γλείψουν. Σαν τ΄ άλογα το κριθάρι ακούς και το ροκανάνε. Παστρεύουν την πέτρα κι υστερότερα γλείφουν με την γλώσσα την αρμύρα π' απόμεινε. Σπειρί δεν αφήνουν να πάει χαμένο.
Οι αλατερές μένουν εκεί, που τις έχουν• ποτέ δεν μετατοπίζονται, για να ξέρουν τη θέση τους τα πρόβατα. Κι αυτή η χρονιά αν περάσει κι έρθει άλλη πάλι κει βρίσκονται οι αλατερές• στις ίδιες θέσεις, που τις βλέπεις και σήμερα. Τις ξέρουν τσοπαναραίοι και πράματα.
Δημήτρης Λουκόπουλος, λαογράφος
Κεφάλαιο 4: Ο Rem Koolhaas σχετικά με την έννοια της διατήρησης υποστηρίζει πώς, μόνο όταν κάτι καταστρέφεται ολοσχερώς δείχνουμε ενδιαφέρον για την τύχη του. Υποστηρίζει, επίσης, ότι η ομοιότητα δεν είναι η μόνη επιλογή για να σεβαστείς το παρελθόν. Έτσι κι εμείς πιστεύουμε ότι η απλή αντικατάσταση των κατεστραμμένων μερών των κτισμάτων και η πιστή μορφολογική αναπαραγωγή δεν είναι ο τρόπος για τη διάσωση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Άλλωστε, η Χάρτα της Βενετίας τονίζει στο άρθρο 12 ότι «τα στοιχεία που προορίζονται να αντικαταστήσουν τμήματα του μνημείου που έχουν καταστραφεί, πρέπει να ενσωματώνονται αρμονικά στο σύνολο, αλλά και να διακρίνονται από τα αυθεντικά μέρη, έτσι ώστε να μην πλαστογραφούνται τα καλλιτεχνικά και ιστορικά τεκμήρια του κτιρίου». Ακόμη, στο άρθρο 9 υπογραμμίζει ότι «…οποιαδήποτε εργασία που ενδεχομένως θα θεωρηθεί απαραίτητη για τεχνικούς ή αισθητικούς λόγους, θα πρέπει να διαχωρίζεται από την αρχική αρχιτεκτονική σύνθεση και να φέρνει την σφραγίδα της εποχής μας.»
Βέβαια, η ελληνική πραγματικότητα έχει αποδείξει ότι υπάρχει έντονη προσκόλληση στα μορφολογικά χαρακτηριστικά και έντονο ενδιαφέρον για τη διατήρηση των κτισμάτων όπως ακριβώς ήταν. Είναι σημαντικό να εφαρμοστεί μία ολιστική αντιμετώπιση του θέματος της διατήρησης και διαφύλαξης της πολιτιστικής κληρονομιάς με γνώμονα κυρίως τη βιωσιμότητα και την αειφόρο ανάπτυξη στην Ελλάδα, όπως συμβαίνει ήδη στην Ευρώπη, ώστε οι εμπειρίες και η σοφία χρόνων σχετικά με την ταυτότητα και τις παραδόσεις να μετουσιωθούν σε πρακτικές που θα τις διατηρήσουν για τις επόμενες γενεές.
Οι εγκαταλελειμμένοι οικισμοί αποτελούν ένα κτιριακό απόθεμα με προοπτικές και δυνατότητες αξιοποίησης γιατί συγκροτούνται από κτιριακές δομές με στενές γειτονικές σχέσεις. Όντας κάποτε ένα ζωντανό οικιστικό σύνολο, οι οικισμοί αυτοί δεν είναι ένας λευκός καμβάς, αλλά μία ευκαιρία για να σχεδιάσει κανείς πάνω στα ίχνη ενός συνεκτικού ιστού. Ο Koolhaas θίγει το ζήτημα της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς και προτείνει για το Πεκίνο έναν τρόπο διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς που δε σχετίζεται με την ποιότητα των κτιρίων. Με ανάλογο τρόπο, τα ίχνη του παλιού οικισμού που έχουν απομείνει διατηρήθηκαν, με σεβασμό προς το παρελθόν και τη συλλογική μνήμη των Καρυωτάδων χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχουν μεγάλη οικονομική ή αρχιτεκτονική αξία. Σεβόμενες την δομή του οικισμού και την υπάρχουσα, χωροθέτηση αποφασίσαμε να μην σχεδιάσουμε επιπλέον κτίρια αλλά να επέμβουμε πάνω στα υφιστάμενα ερείπια. Ο κεντρικός σχεδιαστικός χειρισμός είναι η αφαιρετική «αποκατάσταση» του αρχικού όγκου που βασίζεται στα ίχνη της υφιστάμενης πέτρινης τοιχοποιίας.
Μετά την αποτύπωση των ερειπίων έγινε η ανάλυσή τους σε αναπτύγματα καθώς και η τρισδιάστατη απεικόνιση των υφιστάμενων κτισμάτων και του τοπίου. Η αποτύπωση των υφιστάμενων κτιρίων και ερειπίων, οδήγησε σε μία κατηγοριοποίηση ανάλογα με την υλική τους κατάσταση και το μέγεθος της φθοράς τους. Οι τρεις κατηγορίες που προέκυψαν είναι α) μερική φθορά (ολόκληρη ή σχεδόν ολόκληρη λιθοδομή με μέγιστο ύψος 7μ), β) σημαντική φθορά (μόνο τα ίχνη των πέτρινων τοίχων σε ύψος μέχρι 50 εκ) και γ) τα χαλάσματα εκείνα που έχουν αποκολληθεί εντελώς από τις τοιχοποιίες.
Προκειμένου να δημιουργηθεί ένας ανοιχτός και ευρύτερος εσωτερικός χώρος σε κάθε επιμέρους κτίσμα, διατηρείται μόνο η περιμετρική πέτρινη τοιχοποιία και όχι οι μεσοτοιχίες. Οι επεμβάσεις διαφοροποιούνται από τα υπάρχοντα ερείπια μέσω της επιμέρους μορφολογικής διαχείρισης, αλλά κυρίως μέσω των υλικών των νέων κελυφών. Πέντε νέα ή ανακυκλωμένα υλικά σε μεταλλικούς φορείς, σηματοδοτούν τις επιμέρους χρήσεις. Τα τέσσερα νέα υλικά είναι γυαλί, καθρέπτης, λαμαρίνα και διάτρητο ύφασμα και το ανακυκλωμένο, τούβλο που έχει δημιουργηθεί από τα χαλάσματα των ερειπίων.
*Το γυαλί, λόγω της διαφάνειάς του, εφαρμόζεται σε εργαστήρια με εξωστρεφή χαρακτήρα και λειτουργίες με κοινωνικό και πολιτιστικό περιεχόμενο.
*Ο καθρέπτης, εφαρμόζεται, αντιθέτως, σε κτίρια με πιο εσωστρεφή χαρακτήρα και τα ενοποιεί με το φυσικό τοπίο.
*Η γαλβανισμένη λαμαρίνα, επιλέχθηκε, αφενός λόγω του μικρού της βάρους και αφετέρου λόγω της σύνδεσή της με την αντισεισμική αρχιτεκτονική και την παραδοσιακή μορφολογία των κτιρίων στην πόλη της Λευκάδας.
*Μία νέα μορφή τούβλου, δημιουργείται από την ανακύκλωση των χαλασμάτων της τρίτης κατηγορίας, με τη χείριστη φθορά. Οι πέτρες περνάνε από μια διαδικασία κονιορτοποίησης όπου αναμειγνύονται με προσμίξεις από σκυρόδεμα, άμμο και χαλίκι και στη συνέχεια το μείγμα τοποθετείται σε καλούπια για να δημιουργηθεί το νέο τούβλο.
*Τέλος, το διάτρητο ύφασμα από πολυεστέρα χρησιμοποιείται στην δεύτερη κατηγορία ερειπίων, αυτή με την σημαντική φθορά. Οι χώροι που δημιουργεί το ύφασμα είναι ημιυπαίθριοι και η μορφή τους παρουσιάζει τον όγκο που καταλάμβανε κάποτε η παλιά κατοικία.