Είναι από τις σπάνιες φορές που ένα «χύμα» κρασί έχει ονοματεπώνυμο. Σε ταβέρνες, ουζερί ή ακόμα και εστιατόρια των Ιωαννίνων, δεν είναι λίγοι οι καταναλωτές που, όταν παραγγέλνουν αυτό που λέμε κοινώς χύμα κρασί, ζητούν το «κρασί του Κήτα».
Ο Βασίλης Κήτας είναι ένας ιδιαίτερος αμπελουργός και οινοποιός. Πάνω από 25 χρόνια ασχολείται με το βιολογικό κρασί, πριν ακόμα τα περί βιολογικής γεωργίας και οινοποίησης αποτελέσουν την κατευθυντήρια γραμμή για την παραγωγή προϊόντων με υπεραξία.
Τον συναντήσαμε στο πρώτο αμπέλι που φύτεψε, κοντά στην Ελεούσα, κάτω από την αρχαία ακρόπολη Γαρδικίου. Σε ένα αμπέλι με πολύ μεγάλη κλίση που «φιλοξενεί» την παραδοσιακή ντεμπίνα και το οποίο έχει θέα τη λίμνη των Ιωαννίνων και τα Γραμμενοχώρια.
Ένα αμπέλι ολημερίς στον ήλιο, με πολλή πέτρα στο υπέδαφός του. «Από αυτό το αμπέλι μπορούμε να έχουμε υπερώριμα σταφύλια για φυσικό γλυκό κρασί. Είναι ένα πολύ καλό αμπέλι για αυτόν τον σκοπό, όπως και για τη δημιουργία του παραδοσιακού αφρώδους κρασιού Ζίτσας» μας λέει, με τον τρύγο να βρίσκεται σε εξέλιξη. Αυτό το αμπέλι, είναι και το πρώτο αμπέλι στο οποίο πειραματίστηκε. Σαφώς, έκανε και τα λάθη του, τα οποία παραδέχεται. Μπορεί να ασχολήθηκε με την αμπελουργία και την οινοποίηση τυχαία, αλλά τελικά αυτό που αντιλαμβάνεται κανείς, είναι ότι δεν θα μπορούσε να του ταιριάξει άλλη δουλειά.
Η ενασχόλησή του με την αμπελουργία ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όντας ακόμα φοιτητής γεωλογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Η ιστορία που θα ακολουθήσει, είναι από αυτές τις ιστορίες που αναφέρονται σε μια άλλη Ελλάδα, σε μια εποχή γεμάτη εμπειρίες. Το Πανεπιστήμιο Πατρών εκείνη την εποχή λοιπόν παραχώρησε σε μια ομάδα φοιτητών, χιλιάδες στρέμματα κυρίως με ελιές αλλά και με αμπέλια και οπωροκηπευτικά για να τα αξιοποιήσουν. Επρόκειτο επί της ουσίας για έναν αυτοδιαχειριζόμενο συνεταιρισμό.
Ο Βασίλης Κήτας μαζί με άλλους ασχολήθηκε με τα οπωροκηπευτικά, και συγκεκριμένα με τα μαρούλια, τα οποία πωλούσαν στις λαϊκές αγορές αλλά και στον Στρατό. Κάποια στιγμή η ομάδα του έβαλε ένα στοίχημα με μια άλλη ομάδα που ασχολούνταν με την καλλιέργεια μαυροδάφνης, η οποία δεν απέδιδε τα μέγιστα.
Και το στοίχημα κερδήθηκε χάρη στην τεχνική του «χαρακώματος», η οποία αύξησε πολύ την παραγωγή. Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα… Με την επιστροφή του στα Γιάννενα, καλλιέργησε το πρώτο του αμπέλι. Σήμερα καλλιεργεί 100 περίπου στρέμματα αμπέλια, κυρίως στην αμπελουργική ζώνη της Ζίτσας. Διαθέτει δε βιολογική πιστοποίηση τόσο για τα αμπέλια όσο και για την οινοποίηση.
Η ενασχόλησή του με αυτό που λέμε κοινώς χύμα κρασί, αποτελούσε σχεδόν μονόδρομο τη δεκαετία του ’90. Ο ίδιος ξεκαθαρίζει βέβαια ότι ως «χύμα» κρασί νοείται μόνο αυτό που βρίσκεται σε βυτία. «Ό,τι κρασί μπαίνει σε 30άρι βαρέλι, σε μια νταμιτζάνα, σε έναν ασκό, είναι ένα τυποποιημένο κρασί.
Όποια συσκευασία είναι κάτω από 60 λίτρα, δεν θεωρείται χύμα από το νόμο» τονίζει. Πρακτικά τώρα, έχει επικρατήσει ότι όποιο κρασί δεν είναι σε γυάλινο μπουκάλι, να αναφέρεται ως χύμα. Κι αυτό επειδή σερβίρεται στις παραδοσιακές καράφες ή σε γυάλινες κανάτες χωρίς να φαίνεται η ταυτότητά του. Και εδώ ακριβώς είναι το πρόβλημα: Ο καταναλωτής δεν γνωρίζει τι πίνει. Μπορεί να το γνωρίζει ο έμπορος ή ο καταστηματάρχης, αλλά ο καταναλωτής όχι.
«Το εμφιαλωμένο κρασί, στο μπουκάλι των 750ml, είναι διαφορετικό πράγμα. Είναι επώνυμο και ο κάθε οινοποιός είναι άμεσα υπεύθυνος απέναντι στον καταναλωτή» υπογραμμίζει. Ο ίδιος σκέφτεται πια να μπει πιο δυναμικά στην αγορά του εμφιαλωμένου κρασιού. Ήδη βέβαια δουλεύει με εμφιαλωμένο κρασί, αλλά για τρίτους.
Όσο για τον ασκό, ο Βασίλης Κήτας εκτιμά ότι θα έπρεπε να είναι υποχρεωμένος ο κάθε καταστηματάρχης να αναγράφει στον κατάλογο το όνομα του παραγωγού. Ώστε να ξέρει και ο καταναλωτής τι παραγγέλνει και τι πίνει.
H φωτογραφία αυτή, όπως και η κεντρική φωτογραφία του κειμένου, είναι του Θωμά Καρανίκα
Και μια τελευταία στάση στο μικρό οινοποιείο του, στη Λαψίστα. Εκεί που η οινοποίηση έχει τα δικά της μυστικά, τις δικές της λεπτομέρειες. «Ξεκίνησα χαλαρά και πια έχω γίνει ‘ψείρας’» μας λέει. Φέτος, προσδοκά σε ένα καλό κρασί. Ήταν εξάλλου μια καλή χρονιά για το σταφύλι (αν και μια χρονιά με μειωμένη παραγωγή λόγω των μεγάλων ζημιών που υπέστησαν τα αμπέλια).