Προς τα τέλη της δεκαετίας του '20, την εποχή του μεσοπολέμου, οι ΗΠΑ βιώνουν την ποτοαπαγόρευση, το Άμστενταμ ετοιμάζεται να φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες και η Ελλάδα υποδέχεται τον Ελευθέριο Βενιζέλο ο οποίος επιστρέφει ως μεσσίας.
Τα Γιάννενα, εκείνη την περίοδο, βλέπουν ένα από τα μεγαλύτερα κτίρια της πόλης, το αποκαλούμενο τουρκικό διοικητήριο (εκεί που βρίσκεται σήμερα το δημαρχείο), αγαπημένο φόντο για φωτογραφικά ενσταντανέ, να τυλίγεται στις φλόγες και τελικά να καταστρέφεται.
Στις 20 Δεκεμβρίου 1927, το κτίριο, που τότε φιλοξενούσε το Πρωτοδικείο Ιωαννίνων, το δασαρχείο, την επιθεώρηση γεωργίας, την επιτροπή αποκατάστασης προσφύγων και άλλες υπηρεσίες, παίρνει φωτιά. Μεγάλο μέρος του διοικητηρίου αποτεφρώνεται, ενώ σημαντικός όγκος δικογραφιών, που φυλάσσονταν εκεί, γίνονται στάχτη.
Τις επόμενες μέρες, υπήρξε η φημολογία ότι την πυρκαγιά την είχαν βάλει οι Ρετζαίοι για να καταστρέψουν τη δικογραφία της ληστείας της Πέτρας. Οι Ρετζαίοι (τα αδέλφια Γιάννης και Θύμιος Ρέτζος) ήταν λήσταρχοι που με τις επιδρομές τους είχαν γίνει ο τρόμος και ο φόβος της Ηπείρου. Κατάφεραν να πετύχουν όμως αμνηστία και εντάχθηκαν στην κοινωνική ζωή των Ιωαννίνων λες και δεν είχε συμβεί τίποτα. Μάλιστα, έγιναν και πολύ καλοί συνεργάτες της Αστυνομίας. Με την άνεση που απέκτησαν, το 1926 οργάνωσαν την πρώτη ληστεία χρηματαποστολής τράπεζας στην Ελλάδα. Πρόκειται για την περίφημη ληστεία της Πέτρας στη Φιλιππιάδα, όπου οκτώ άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Οι Ρετζαίοι διέφυγαν στη Βουλγαρία, όπου τελικά τους εντόπισαν οι ελληνικές αρχές, οι οποίες τους οδήγησαν σε δίκη και τελικά στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Ωστόσο, η δικογραφία για τη ληστεία της Πέτρας διασώθηκε από την πυρκαγιά. Όπως γράφει ο επίκουρος καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Νίκος Αναστασόπουλος στο κείμενό του «Πρωτοδικείο Ιωαννίνων 1913-1940» (Ηπειρωτικά Χρονικά), ο πρωτοδίκης Δημήτριος Αργυράκης την έσωσε με κίνδυνο της ζωής του. Παράλληλα, οι υπάλληλοι πετούσαν όσο το δυνατόν περισσότερους φακέλους δικογραφιών από τα παράθυρα του καιγόμενου κτιρίου στον δρόμο. Ο Γιάννης Νικολαΐδης στο βιβλίο του «Τα Γιάννενα του μεσοπολέμου» αναφέρει ότι «η επίσημη εκδοχή της πυρκαϊάς του Διοικητηρίου ήταν ότι αυτή προήλθε από μια θερμάστρα που ξεχάστηκε αναμμένη. Κανένας δεν την πίστεψε…».
Το οριστικό τέλος για το διοικητήριο ήρθε το 1930, με νέα πυρκαγιά να κάνει την εμφάνισή της, η οποία το κατέστρεψε.
Το κτίριο αυτό άντεξε συνολικά 50 χρόνια στην πόλη. Θεμελιώθηκε τον Οκτώβριο του 1870 από τον τότε βαλή των Ιωαννίνων, Αχμέτ Ρασήμ πασά. Ήταν ένα τριώροφο οίκημα, με νεοκλασικά και ανατολίτικα στοιχεία. Το σίγουρο είναι ότι επρόκειτο για ένα επιβλητικό κτίριο. Ωστόσο, υπάρχει μια περιγραφή η οποία δεν είναι και ιδιαίτερα κολακευτική για το κτίριο αυτό. Η Νόρα Μπιελέτσκα, ανιψιά του γάλλου υποπρόξενου στην πόλη, γράφει το 1909 για το πώς της φάνηκε το κτίριο: «Το μέγαρο της διοικήσεως είναι ένα μεγάλο τετράγωνο οικοδόμημα, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γεμάτο σωλήνες από σόμπες. Μη γνωρίζοντας την κατασκευή εσωτερικών καπνοδόχων τις φτιάχνουν εξωτερικές και έτσι βλέπεις να υψώνεται ένα πλήθος από σκουριασμένους σωλήνες που δημιουργούν την πιο δυσάρεστη εντύπωση στον επισκέπτη».
Στις αρχές της δεκαετίας του '30, η Εθνική Τράπεζα αναλαμβάνει να ανεγείρει το κτίριο που θα τη στεγάσει. Στο ισόγειο ήταν το υποκατάστημα και στον όροφο η οικία του διευθυντή. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός του κτιρίου αποδίδεται από άλλους στον Αριστοτέλη Ζάχο και από άλλους στον Νικόλαο Ζουμπουλίδη, ο οποίος ήταν ο επικεφαλής της Τεχνικής Υπηρεσίας της Εθνικής Τράπεζας. Κάθε άλλο παρά αποκλείεται πάντως να υπήρξε συνεργασία των δύο αρχιτεκτόνων. Η τράπεζα έμεινε εκεί μέχρι το 1960. Στη συνέχεια, παραχώρησε το ισόγειο του κτιρίου για τη φιλοξενία της Ζωσιμαίας Βιβλιοθήκης, ενώ ο πρώτος όροφος διατέθηκε στους βασιλείς, όπου έμεναν όταν επισκέπτονταν τα Γιάννενα.
Τη δεκαετία του '70, ο όροφος παραχωρήθηκε στον δήμο Ιωαννιτών. Στα μέσα της δεκαετίας του ΄80, αποχωρεί και η Ζωσιμαία Βιβλιοθήκη, και όλο το κτίριο γίνεται το σημερινό δημαρχείο της πόλης.