Στις 24 Μαΐου, στο συνεδριακό κέντρο «Κάρολος Παπούλιας» της πανεπιστημιούπολης, πραγματοποιήθηκε ημερίδα με θέμα: «Προφορική Ιστορία και μνήμη, εργασία, εργασιακές σχέσεις και ταυτότητες» από τον Τομέα Λαογραφίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Η ημερίδα ήταν προς τιμή της Κωνσταντίνας Μπάδα, ομότιμης καθηγήτριας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, για το ακαδημαϊκό και εκπαιδευτικό έργο της και για τη συμβολή της στην ανάπτυξη των νεότερων κατευθύνσεων της επιστήμης της ελληνικής Λαογραφίας.
Προσφώνηση στην ημερίδα, παρουσίας της πρύτανη Άννας Μπατιστάτου, έκανε και ο διευθυντής του Τομέα Λαογραφίας, καθηγητής Βασίλης Νιτσιάκος.
Ακολουθεί το κείμενο της προσφώνησης του κ. Νιτσιάκου:
«Ανάμεσα στους πρώτους καθηγητές, που θεμελίωσαν τη Φιλοσοφική Σχολή και δίδαξαν συγκαταλέγεται και ο Δημήτριος Λουκάτος, συμπατριώτης σας, κυρία Πρύτανη. Μια εξαίρετη μορφή, όχι απλά λαογράφου, μια εξαίρετη μορφή διανοουμένου, ο οποίος παραιτήθηκε στη δικτατορία, διαμαρτυρόμενος για την ανελευθερία που επέβαλε το καθεστώς.
Θα ήθελα, λοιπόν, να ξεκινήσω από κει, διότι υπάρχει μια γενεολογία. Τα πράγματα δεν συμβαίνουν ξαφνικά, κανείς μας δεν είναι προφήτης. Οφείλουμε πολλά σ ’αυτόν τον άνθρωπο, ο οποίος στην εναρκτήρια διάλεξή του, το 1967 παρακαλώ, λίγες μέρες πριν την επιβολή της δικτατορίας, όταν κατέλαβε την έδρα της Λαογραφίας, στην εναρκτήρια ομιλία του, μίλησε για τη λαογραφία και την εθνογραφία.
Εκεί , λοιπόν, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, μίλησε για την αναγκαιότητα να εισαχθεί η εθνογραφική μέθοδος στην επιστήμη της Λαογραφίας πλάι στην παραδοσιακή λημματογραφική μέθοδο.
Γιατί το λέω αυτό: το λέω γιατί, αν μιλάμε για Σχολή των Ιωαννίνων, δεν είναι μόνο ο Μιχάλης Μερακλής, για τον οποίον θα μιλήσω μετά, πρέπει να πάμε πίσω, στον Λουκάτο. Να πάμε πίσω στον Λουκάτο, γιατί είναι ο πρώτος που άνοιξε αυτόν τον διεπιστημονικό ορίζοντα, τον οποίο υπηρετήσαμε και υπηρετούμε όλοι. Θα πω και για την Κωνσταντίνα Μπάδα, τι έκανε σ’ αυτή την κατεύθυνση. Δεν είναι καινούργιο πράγμα η συνάντηση της Λαογραφίας με την Ανθρωπολογία.
Η μέθοδος είναι αυτή που ενώνει τις επιστήμες και τους κλάδους. Είναι η βάση για την επιστημονική συνεργασία. Κι αυτή τη βάση έθεσε το 1967, το τονίζω, ο Δημήτριος Λουκάτος και δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Το λέω και στο Τμήμα μας -είμαστε Τμήμα Ιστορίας- και πρέπει τα νέα μέλη να γνωρίζουν την ιστορία του Τμήματος, να γνωρίζουν την ιστορία των Τομέων και να τη σέβονται. Είναι πολύ σημαντικό να σεβόμαστε μια πνευματική παράδοση που έχουμε, η οποία δεν είναι αμελητέα. Και δεν ήταν η Λαογραφία, όπως κάποιοι θέλουν να την παρουσιάζουν, μια αγοραφοβική επιστήμη που φοβάται τα ανοίγματα κ.ο.κ.
Ο Λουκάτος μίλησε για μια Νέα Λαογραφία και μίλησε πρώτος για την αστεακή λαογραφία, για τη λαογραφία του άστεως, από το 1965 στο βιβλίο του ‘Τα σύγχρονα Λαογραφικά’.
Πάμε, λοιπόν, στον επόμενο μεγάλο, όχι καθηγητή απλά, αλλά και διανοούμενο, ο οποίος διετέλεσε και πρύτανης: ο Μιχάλης Μερακλής, δάσκαλος όλων μας, και της Ντίνας. Η Ντίνα υπηρέτησε και βοηθός του Μερακλή, εκείνος την επέλεξε και δικαιώθηκε. Να είναι βοηθός του και στη συνέχεια να αναδειχτεί σε όλες τις βαθμίδες και να γίνει καθηγήτρια.
Τι έκανε ο Μερακλής, λοιπόν; O Mερακλής ίδρυσε τον Τομέα της Λαογραφίας. Και, όταν δημιουργήθηκε το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, τέθηκε το δίλημμα πού έπρεπε να ενταχθεί η Λαογραφία. Γιατί αυτή η ασάφεια, ξέρετε, που υπάρχει, αδικεί τη Λαογραφία. Και ο Μερακλής δεν είχε κανένα δισταγμό να πει ότι η Λαογραφία είναι ιστορική επιστήμη και πρέπει να ενταχθεί στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Και τι πρότεινε μεθοδολογικά μετά τον Λουκάτο; Πρότεινε την κοινωνικο-ιστορική μέθοδο. Δηλαδή, τη μελέτη των λαογραφικών φαινομένων σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, κάτι που έλειπε στην παλαιά λαογραφία, ήταν άχρονη. Αυτή είναι η μεγάλη συμβολή του Μερακλή. Κι αν μιλάμε, δεν μιλάμε εμείς βέβαια, για Σχολή των Ιωαννίνων, άλλοι μιλάνε. Εγώ δεν είμαι σίγουρος. Αυτό θα το δείξει ο χρόνος.
Αλλά, αν υπάρχει Σχολή των Ιωαννίνων (εδώ υπάρχουν λαογράφοι από την Αθήνα, εκείνοι το λένε, κι από τα άλλα πανεπιστήμια), οφείλεται σ ’αυτές τις δύο προσωπικότητες: στον Λουκάτο, ο οποίος έκανε το άνοιγμα στο άστυ και στην εθνογραφία, και στον Μερακλή, που μίλησε για την κοινωνικο-ιστορική μέθοδο. Ήταν μικρές επαναστάσεις.
Αυτά ήταν τα θεμέλια του Τομέα και όλοι οι επόμενοι (δεν είναι της ώρας να αναφέρω ονόματα), όλοι μα όλοι – όταν ήρθα εγώ το 1989, βρήκα οκτώ συναδέλφους οι οποίοι υπηρέτησαν με πάθος, συνέπεια και ευσυνειδησία, όλοι τους και όλες, σ’ αυτή τη γραμμή: στο να φύγει η Λαογραφία από την παλιά θεωρία της συνέχειας, την αντίληψη του εθνικού γραμμικού χρόνου κ.ο.κ. και να γίνει μια πραγματικά κοινωνική, ιστορική επιστήμη, καλώντας την Ανθρωπολογία σ' έναν διάλογο, όχι διάλογο κωφών, αλλά πραγματικό διάλογο, στη βάση του ζητήματος της μεθοδολογίας.
Σ’ αυτή τη βάση, λοιπόν, φεύγοντας ο Μερακλής από το Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων, ξέρετε ότι πήγε στην Αθήνα και προσέφερε τα μάλα στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης. Είναι και ομότιμος καθηγητής του τμήματός μας (είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε ανάλογη εκδήλωση, μεγάλη εκδήλωση για τον Μερακλή, που είχα μιλήσει τότε κι εγώ ως μαθητής του, δεν θυμάμαι ποια χρονιά, αλλά έγινε μια πολύ μεγάλη εκδήλωση προς τιμή του κυρίου Μερακλή).
Σ’ αυτή τη βάση, λοιπόν, θέλω να εντάξω την αγαπητή Ντίνα, για να αναδείξω, όσο γίνεται στον λίγο χρόνο που έχω, τη δική της συμβολή στην προώθηση των λαογραφικών σπουδών σε έναν διάλογο με τις κοινωνικές ευρύτερα επιστήμες στη βάση μιας διεπιστημονικής συνεργασίας – και περιλαμβάνω και την Ιστορία στις κοινωνικές επιστήμες-, σε έναν διάλογο με την Ανθρωπολογία αλλά και σε ένα διάλογο με την εισαγωγή της προφορικής ιστορίας, σαν ένα πεδίο συνάντησης της Ιστορίας, της Ανθρωπολογίας και της Λαογραφίας.
Η Κωνσταντίνα Μπάδα ήταν η πρώτη στον χώρο της Λαογραφίας που μίλησε για την προφορική ιστορία σαν ένα πεδίο συνάντησης και μάλιστα έχει κάνει και Εργαστήριο Προφορικής Ιστορίας σε συνεργασία με τον Τομέα Ιστορίας των Νεοτέρων Χρόνων. Αυτό είναι μια από τις συμβολές της.
Αλλά θέλω να πάω πιο πίσω: η Ντίνα ξεκίνησε με ένα μικρό άρθρο. Άμα το δει κανείς καταλαβαίνει γιατί εξελίχθηκε μετά έτσι, «Ο συμβολισμός της γενειάδας», σημειωτική προσέγγιση, όταν η σημειωτική ήταν στα σπάργανα στην Ελλάδα, το ’76; ’77; Κάπου εκεί, εγώ ήμουνα φοιτητής τότε.
Η διατριβή της ήταν πάνω στην ενδυματολογία, αλλά δεν ήταν, ας πούμε, μια μορφολογική προσέγγιση. Ήταν μια προσέγγιση που συνέδεε το ένδυμα με την κοινωνία , το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο, άρα κοινωνικο-ιστορική μέθοδος. Και , βέβαια, πολύ σύντομα, μετά τη διατριβή της, γράφει το άρθρο για τους ενδυματολογικούς κώδικες της παιδικής ηλικίας. Μιλάμε δηλαδή για την εισαγωγή, επίσημα πια, της Σημειωτικής στις λαογραφικές προσεγγίσεις, μιλώντας για τον υλικό πολιτισμό, διότι η ενδυματολογία εντάσσεται σ ’αυτό που λέμε ‘υλικός πολιτισμός’.
Από εκεί ξεκινάει η Ντίνα. Φεύγει από αυτό και πάει στη σημειολογία, στη σημειωτική και, βεβαίως, αυτό είναι μια επίσης σημαντική συμβολή της, όπως σημαντική είναι η συμβολή της και η στροφή της στον κόσμο της εργασίας: το βιβλίο για τον κόσμο της εργασίας, μελέτες για τους ψαράδες του Μεσολογγίου, μελέτες για τον καπνό. Αυτά είναι υλικός πολιτισμός αλλά δεν είναι μόνο υλικός πολιτισμός, διότι συνδέει την ύλη, τη βάση, να το πω έτσι, με τις συμβολικές διαστάσεις, όχι απλώς με το εποικοδόμημα, με τις συμβολικές διαστάσεις που υπάρχουν στις ταυτότητες (έχουμε και σήμερα θέμα ‘εργασιακές σχέσεις και ταυτότητες’).
Περνάει, δηλαδή, μέσα από την ύλη και τις εργασιακές, παραγωγικές σχέσεις στα υποκείμενα, τα συλλογικά υποκείμενα και ανιχνεύει τις συλλογικές ταυτότητες, όπως αυτές διαμορφώνονται ιστορικά. Επαναλαμβάνω «ιστορικά» συνέχεια, διότι αυτό έλειπε στη Λαογραφία. Ήταν μια α-ιστορική επιστήμη και την έχουμε κάνει ιστορική επιστήμη, ωθώντας, βέβαια, και την Ανθρωπολογία, την καθ’ ημάς Ανθρωπολογία, και αυτή να ιστορικοποιηθεί, διότι και η Ανθρωπολογία είχε πρόβλημα α-ιστορικότητας.
Αυτά, λοιπόν, συνέβησαν στον Τομέα Λαογραφίας και δεν συνέβησαν μόνο με τη συμβολή της Ντίνας αλλά μαζί με τη Ντίνα και όλοι οι συνάδελφοι και συναδέλφισσες, οι οποίοι και οι οποίες με το δικό τους τρόπο συνέβαλαν σε αυτό το πράγμα, αλλά σήμερα μιλάω για τη Ντίνα.
Είναι, λοιπόν, αυτά τα τρία- τέσσερα πράγματα, δηλαδή η μελέτη του υλικού πολιτισμού σε σχέση με το συμβολικό επίπεδο και τις ταυτότητες, ο κόσμος της εργασίας, η προφορική ιστορία που είναι πεδία που την απασχόλησαν. Παρήγαγε ένα σημαντικό έργο, το οποίο δεν ήταν μόνο συγγραφικό. Εκπόνησε ερευνητικά προγράμματα. Δεν θέλω να μιλήσω για τα διοικητικά, τα είπε η κυρία πρύτανης. Έχει, νομίζω, πολύ σημαντικές ηγετικές ικανότητες, το έχει αποδείξει. Με ενδιαφέρει το επιστημονικό, και να σας πω ότι κι εγώ, αν επιτρέπεται να μιλήσω, ακολουθώ αυτήν την παράδοση με σεβασμό.
Την παράδοση που δημιούργησαν ο Λουκάτος, ο Μερακλής και που εμείς οφείλουμε να συνεχίσουμε, όχι απλώς αναπαράγοντάς την με στάσιμες προσεγγίσεις, αλλά πηγαίνοντάς την παραπέρα. Κι αυτό γίνεται από όλους μας μέσα από τον διάλογο με την Κοινωνική Ανθρωπολογία. Ο διάλογος πρέπει να γίνει σε ισότιμη βάση και δεν υπάρχει ανάγκη - το λέω, να κατατεθεί- να αλλάξουμε τον τίτλο του Τομέα.
Ο Τομέας ήταν, είναι και ελπίζω και μετά τη δική μου αποχώρηση να μείνει Τομέας Λαογραφίας, έχοντας κάνει αυτές τις τομές. Είναι ο μοναδικός στην Ελλάδα, είναι διεθνώς γνωστός ως Τομέας Λαογραφίας, που έχει κάνει ανοίγματα και στην Κοινωνική Ιστορία και στην Κοινωνική Ανθρωπολογία.
Και βέβαια, εμείς όλοι οι νεότεροι, έχουμε εισαγάγει την Κοινωνική Ανθρωπολογία, και τη θεωρία της και τη μέθοδο, ουσιαστικά. Δεν χρειάζεται, λοιπόν, να παίζουμε με τους τίτλους. Υπάρχει μία παράδοση που πρέπει να σεβαστούμε, πηγαίνοντάς την παραπέρα. Αυτή τη δυναμική αντίληψη που έχουμε για την παράδοση, πρέπει να την έχουμε και για την πνευματική παράδοση.
Υπάρχει, λοιπόν, εδώ μια ακαδημαϊκή πνευματική παράδοση, την οποία εγώ προσωπικά, που είμαι ο τελευταίος αυτής της γενιάς, τη σέβομαι και ελπίζω και οι επόμενοι να τη σεβαστούν. Να σεβαστούν αυτή την κληρονομιά.
Μιλάμε για Τμήμα Ιστορίας, μιλάμε για Λαογραφία, μιλάμε για κληρονομιές. Δεν μπορούμε να μιλάμε για τους άλλους, ότι πρέπει να σεβόμαστε την κληρονομιά γενικά και μέσα εδώ να μη σεβόμαστε τη δική μας, τη δική μας κληρονομιά, τους δικούς μας πνευματικούς προγόνους, χάριν των οποίων υπάρχουμε εδώ.
Η Ντίνα θα το πει, φαντάζομαι, ότι υπάρχει και είναι αυτή που είναι, επειδή ο Μιχάλης Μερακλής τη διάλεξε, την επέλεξε ως βοηθό του και , μετά, τη στήριξε να εξελιχθεί μέχρι τη βαθμίδα της καθηγήτριας. Αυτά τα λέω και εν ονόματι, αν θέλετε και μιας ακαδημαϊκής πολιτικής. Κανείς δεν γεννιέται εν κενώ. Όλοι έχουμε μια ιστορία πίσω μας, προσωπική, η οποία συνδέεται με συλλογικότητες.
Δεν μπορεί κανείς στο όνομα καμιάς προσωπικής του εμβέλειας, να ακυρώνει ό,τι συλλογικό έγινε σ ‘αυτό το πανεπιστήμιο από το 1964. Κι αυτό, κυρία πρύτανη, ισχύει γενικότερα, όχι μόνο για τη Λαογραφία. Σας ευχαριστώ πολύ.
Ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα την Όλγα Φατούρου, τη γραμματέα μας, η οποία είναι στυλοβάτης του Τομέα, για ό,τι κάνει, όχι μόνο για αυτή την περίπτωση, για ό,τι κάνει ως γραμματέας του Τομέα, τους δύο μεταπτυχιακούς μας, τον Γιάννη Δάφλο και την Αναστασία Τούλη, οι οποίοι είναι στη Γραμματεία σήμερα και βοηθήσανε, και βεβαίως όλους τους συναδέλφους και τις συναδέλφισσες που ήρθαν από μακριά και από κοντά βέβαια για να μιλήσουνε για την κα Μπάδα, τις πρυτανικές αρχές, την πρύτανη, καθηγήτρια κα Άννα Μπατιστάτου, τον κοσμήτορα, καθηγητή κ. Ιωάννη Τζαμτζή, την πρόεδρο του Τμήματος, αναπληρώτρια καθηγήτρια κυρία Άννα Μαχαιρά και την καθηγήτρια Λήδα Παπαστεφανάκη, διευθύντρια του Τομέα Νεότερης Ιστορίας που θα μιλήσει κι αυτή τιμώντας τη Ντίνα και θα προεδρεύσει στην πρώτη συνεδρία.
Σ’ ευχαριστούμε, Ντίνα, για ό,τι έχεις προσφέρει. Για μένα ήτανε χρέος να διοργανώσει ο Τομέας αυτή την εκδήλωση».
* Φωτό αρχείου