Κοσμήματα, πολύτιμοι λίθοι, όπως διαμάντια, χρυσά βυζαντινά δισκοπότηρα, βενετικά δουκάτα: όλα αυτά σε κάποια σεντούκια, τα οποία πολλοί φαντάστηκαν και αναζήτησαν, αλλά ποτέ δεν βρέθηκαν. Τον θησαυρό του Αλή πασά τον αναζήτησαν πολλοί από τα μέσα ήδη του 19ου αιώνα. Πολύ σύντομα μετά τον θάνατο του ίδιου και των γιων των καλλιεργήθηκε η αντίληψη ότι θησαυρός… ζει και βασιλεύει κάπου κρυμμένος. Μια αντίληψη που δεν έχει χαθεί εντελώς στη σημερινή εποχή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Ελληνοαυστραλός που πριν από λίγα χρόνια έκανε ανασκαφές στη Βασιλική Τρικάλων για να βρει τελικά νερό. Μια υπόθεση που είχε προσελκύσει το ενδιαφέρον ακόμα και του BBC.
Η πιο «διάσημη» ανασκαφή πάντως για την ανεύρεση των θησαυρών του Αλή πασά έγινε το 1923 στα Γιάννενα, στο Ιτς Καλέ. Το Κάστρο αποτελούσε ανέκαθεν έναν δημοφιλή τόπο αναζήτησης θησαυρών. Τα νέα για την πορεία της ανασκαφής αυτής φιλοξενούνταν για αρκετό καιρό σε πρωτοσέλιδα ή σε εσωτερικές σελίδες όχι μόνο των ελληνικών εφημερίδων (οι οποίες μάλιστα είχαν στείλει ανταποκριτές) αλλά και του ξένου Τύπου. Ως έναν βαθμό μάλιστα η διενέργεια αυτών των ανασκαφών και το ενδεχόμενο ανεύρεσης του θησαυρού του Αλή πασά συνδέονταν με «καταρράκται ευτυχίας» καθώς θα βρισκόταν λύση στο δημόσιο χρέος. Τις ανασκαφές διενεργούσαν ιδιώτες μετά από άδεια του εφόρου αρχαιοτήτων. Αν ο θησαυρός βρισκόταν, το ελληνικό κράτος θα έπαιρνε τον μισό.
Την άδεια για τις ανασκαφές του 1923, κυρίως μεταξύ του Φετιχιέ τζαμιού και του τάφου του Αλή πασά, είχαν πάρει δύο ηπειρώτες, ο Θ. Βάρβογλης και ο Δημήτρης Λάμπρος («Η Αρχαιολογική Υπηρεσία απέναντι σε ‘θησαυροθήρες’ και ‘ονειροπόλες», Βιργινία Μαυρίκα). Όλα ξεκίνησαν από ένα όνειρο ή καλύτερα από ένα όραμα, με τον λογιστή στο επάγγελμα Δημήτρη Λάμπρο, που τότε ζούσε στο Κάιρο της Αιγύπτου, να «βλέπει» τον ευαγγελιστή Μάρκο. Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Έθνος» τον Απρίλιο του 1923, ο ευαγγελιστής συνέστησε στον Λάμπρο να προσέξει «την πεντακοσιαστήν ημέραν από της νυκτός εκείνης». Πεντακόσιες μέρες μετά, εν έτει 1912, κι ενώ βρισκόταν στην Ήπειρο, μυήθηκε στα περί θησαυρού του Αλή πασά από τον ξάδελφο της ψυχοκόρης της Βασιλικής, συζύγου του Αλή πασά. Και τα βάσανα ξεκίνησαν… με τις ευχές του ευαγγελιστή Μάρκου.
Με την έναρξη των ανασκαφών το 1923, οι δύο φίλοι –Βάρβογλης και Λάμπρος- υπολόγιζαν ότι η αξία του θησαυρού φτάνει στα 12 δις δραχμές. Με δηλώσεις τους δε στον Τύπο διαβεβαίωναν ότι «το μυθώδες αυτό ποσόν πρόκειται να ευρεθή εντός… της εβδομάδος». Τις ελπίδες τους τις στήριζαν στην ανεύρεση 25 ανθρώπινων σκελετών, που, σύμφωνα με το σενάριό τους, ήταν εργάτες που δολοφονήθηκαν από τον Αλή πασά μετά την κατασκευή υπόγειων κρυπτών για να μην αποκαλύψουν το μυστικό του θησαυρού. Τελικά, οι έρευνες δεν κατέληξαν πουθενά, το «μυθώδες ποσό» δεν βρέθηκε ποτέ και οι υπόγειες κρύπτες ήταν υπόγειοι αγωγοί ή υπόνομοι.
Στο ίδιο δημοσίευμα του «Έθνους», ο ανταποκριτής δίνει και κάποιες ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τις ανασκαφές προ του 1923. Μάλιστα, υποστηρίζει ότι το 1870 ο εμπρησμός του διοικητηρίου (του πρώην σεράι του Αλή πασά) που βρισκόταν μέσα στο Κάστρο, έγινε για να βρεθούν οι θησαυροί, ενώ αναφέρει επίσης ότι προς τα τέλη του 19ου αιώνα έγιναν στο Ιτς Καλέ ανασκαφές από ιταλική εταιρία. «Σταμάτησαν λόγω φοβερού δυστυχήματος: τεράστιος όγκος χώματος κατεπλάκωσε και εφόνευσε 17 εργάτας. Ο Αλή Πασάς, και νεκρός ακόμη, εφύλαττε ζηλοτύπως τους θησαυρούς του» ανέφερε ο ανταποκριτής της εφημερίδας.
Και πάμε στο σήμερα: Σύγχρονες έρευνες σε οθωμανικά κυρίως αρχεία έχουν δείξει ότι το σύνολο της περιουσίας του Αλή πασά κατασχέθηκε από το οθωμανικό κράτος, κι αφού είχε προηγηθεί καταγραφή των πάντων από εντεταλμένους υπαλλήλους. Μέρος δε της περιουσίας του, που ίσως αναμενόταν μεγαλύτερη, είχε «επενδυθεί» για τις ανάγκες του στρατού κατά την πολιορκία από τον Χουρσίτ πασά το 1820. Πολλές φορές όμως τα επιστημονικά στοιχεία δεν αρκούν για να νικήσουν τους θρύλους…
* Φωτογραφία από τις ανασκαφές μπροστά από το Φετιχιέ τζαμί. Από την εφημερίδα "Εμπρός" (Αθήνα, 29-4-1923)