Η υπόθεση Γιακουμάκη είναι τραγική σε δύο επίπεδα: πρώτον, γιατί χάθηκε μια ανθρώπινη ζωή σε «συνθήκες ειρήνης», ένας νέος άνθρωπος που σε αυτή την ηλικία πρέπει να κοροϊδεύει και να ταλαιπωρεί τη ζωή και όχι να την αρνείται. Δεύτερον, γιατί η συγκεκριμένη περίοδος είναι κατά συνθήκη ειρηνική. Το χαμό του παιδιού δεν μπορούμε να τον εξηγήσουμε με συμβατές μεθόδους και εύκολα εργαλεία. Χάθηκε, και αυτό που τον ώθησε είναι αυτό που φοβόμαστε να αντικρίσουμε κατάματα, αυτό που κρύψαμε καλά στη Βέροια και στην Αμάρυνθο, αυτό με το οποίο συμβιβαζόμαστε μουγκά όταν ακούμε για την «κουλτούρα του βιασμού» και πόσο διαδεδομένη είναι στην Ελλάδα.
Ο κόσμος που γέμισε την κάτω πλατεία στο δημαρχείο της πόλης, μερικές μέρες μετά την αποκάλυψη του δράματος, όλοι εμείς δηλαδή, βρεθήκαμε εκεί από αμηχανία περισσότερο, την αμηχανία που προκαλεί η οργή και η θλίψη για κάτι που δεν μπορούμε να το αποδώσουμε στον «εχθρό». Οι «αποκαλύψεις» του επόμενου καιρού, εκτός του ότι αφαίρεσαν και άλλο από το ηθικό μερίδιο της δημοσιογραφίας σε αυτή την κοινωνία, έκαναν και κάτι ακόμα πιο σκληρό: έδωσαν τις λάθος διεξόδους σε όλο αυτό τον κόσμο, να αποδώσει αυτό που έγινε σε αιτίες που είναι έξω από το αποδεκτό σύνολο συμπεριφορών, κουλτούρας, σχέσεων.
Και όμως, ο «εχθρός» και ο ένοχος είναι εντός. Εδώ και πολλά χρόνια, ακόμα και πριν από την κρίση, ζούμε ανειρήνευτα. Ο πόλεμος είναι κοινωνικός, έχει ταξικές προεκτάσεις και αιτίες και κυρίως είναι «μουγκός». Μας μετατρέπει όχι απλά σε επιθετικούς και επιθετικές, αλλά εξελίσσεται σε μια μόνιμη κοινωνική σκιαμαχία και άρνηση των πραγματικών αιτιών. Για το χαμό ενός 20χρονου παιδιού, πρέπει να βρεθούν υπαίτιοι. Προφανώς και πρέπει, δεν το συζητάμε αυτό. Έχουμε σκεφτεί όμως τι γίνεται αν στην πραγματικότητα δεν αρκεί η in rem τιμωρία, γιατί θα συνεχίσουμε να αναπαράγουμε όλους εκείνους τους μηχανισμούς που σκοτώνουν; Ενώ την ίδια ώρα θα ικανοποιούμε απλώς τις ενοχές μας, με δίκες, δικαστικές και δημοσιογραφικές, που στην ουσία όμως ποτέ δεν παίρνουν απόφαση;