Μέσα στο κατακαλόκαιρο του 1994, 27 χρόνια πριν δηλαδή, κυκλοφορούσε ο πιο ταιριαστός με την εποχή δίσκος: Το Welcome to the Sky Valley των Kyuss. Οι Κάιους, οι οποίοι στην Ελλάδα έγιναν γνωστοί με πολλά ακόμα ονόματα, (όπως δηλαδή είχε συμβεί και με τον Βαζέχα), δημιούργησαν ένα τόσο συμπαγές κοινό εδώ, που ακόμα «κυνηγάει» τα μέλη της μπάντας όπου και με όποιους και αν παίζουν.
Βασικός λόγος γι αυτό είναι το WtSV.
O δίσκος ήταν ο τρίτος της μπάντας από την έρημο και ο δεύτερος καλύτερος της, μετά το ακαταμάχητο Blues for the Red Sun που είχε προηγηθεί.
Αν σας αρέσει ο Τύπος μπορείτε να τον στηρίξετε με μια συνδρομή εδώ:
Το Welcome.. όμως ήταν, εκτός από εξαιρετικός δίσκος, και φτιαγμένος από το υλικό της επιτυχίας.
Η μπάντα είχε την τέλεια σύνθεση μέχρι τότε: Χομ, Γκαρσία, Ολιβέρι, Μπγιορκ (ο Μπράντ), η οποία βρισκόταν μεταξύ της με κλειστά μάτια.
Ήδη είχαν φτιάξει το όνομά τους κάνοντας support στους Metallica, στους Faith no More κ.α. Ο Ολιβέρι όμως αποχώρησε και τον αντικατέστησε ο Σκοτ Ρίντερ, λίγο πριν αποχωρήσει και ο Μπγιορκ (ο Μπραντ είπαμε).
Αυτά τα δύο –τρία χρόνια που το ασταθέστατο μείγμα των Kyuss διατηρήθηκε σχετικά ασφαλές, παρήγαγε κομμάτια όπως το Demon Cleaner και το Space Cadet, που μαζί με το οργανικό Asteroid και το Supa Scoopa and Mighty Scoop σταχυολογούν την έννοια του stoner, που τότε δεν ήταν ακριβώς δεδομένη και περιγραφική.
Το κομμάτι όμως που σύστησε καλύτερα τον καινούργιο ήχο στο κοινό, ήταν το Gardenia, το αριστούργημα του Μπγιορκ (για τελευταία φορά: του Μπραντ). Ο πιο δημιουργικός, μαζί με τον Χομ, των Kyuss έβαλε όλο το μεράκι του σε αυτό το έπος, που μερικά χρόνια αργότερα θα το διασκεύασαν εξίσου εκπληκτικά οι Έλληνες Earthbound.
Το Welcome to the Sky Valley έμοιαζε και λίγο με κύκνειο άσμα για τους Kyuss, παρότι ακολούθησαν άλλα δύο άλμπουμ, όχι τόσο καλά όσο τα τρία πρώτα (και κυρίως το δεύτερο και το τρίτο). Ακολούθησαν οι Queens of the Stone Age και διάφορα άλλα παρακλάδια αυτής της τρομερής τετράδας, άλλα γνωστά, άλλα ενδιαφέροντα, άλλα αδιάφορα.
Ήταν, αν όχι το καλύτερο, σίγουρα το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός ήχου που στο προσεχές μέλλον θα καταλάμβανε πολύ χώρο στο σκληρό ροκενρόλ.