Του Παύλου Στάικου
Ώρα 14.00. Ώρα προετοιμασίας του φαγητού. Η παλιά πράσινη τσόχινη πολυθρόνα, το τελευταίο δείγμα εκείνου του πρώτου οικογενειακού σαλονιού που αγοράστηκε με δόσεις στη δεκαετία του ’70, ίσα που χωρούσε στο μπαλκόνι. Στριμώχτηκε ανάμεσα σε μια μισοπεθαμένη ορτανσία-μάταια την τάιζα κόκκους λίπασμα- και ένα σκαμπό γδαρμένο, αγορασμένο σε ένα ταξίδι στο Μαρόκο, και ιδού έτοιμο το παρατηρητήριο.
Το είχα πάρει απόφαση.
Τέρμα το Netflix, το Youtube, τέρμα τα παλιά DVD.
Είκοσι μέρες με κούρασαν τα εγκλήματα κάθε είδους, οι μεταφυσικές εμπειρίες, οι σεξουαλικές διαστροφές… Είχα εντρυφήσει πια για τα καλά σε κάθε είδους ταξίδι στο χρόνο, στο διάστημα, στην σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης ψυχής και σε κάθε τύπου διεστραμμένο εγκέφαλο. Οκ…είπαμε…μένουμε σπίτι…όχι όταν βγούμε (;) να είμαστε έτοιμοι για το τέλειο έγκλημα!
Θα τα κλείσω και θα διαβάσω…όσο αντέχω εγω, τα μάτια μου και η όσφρησή μου. Ναι γιατί το μπαλκόνι από το παλιο δυάρι στο κέντρο της πόλης δίνει σε έναν ακάλυπτο. Και οι παρέες από τις τρεις αντικρυστές πολυκατοικίες είναι πολύχρωμες και μυρωδάτες. Πολύχρωμες όχι μόνο από τα χρώματα που στόλιζαν τους τοίχους όχι κάθε κτηρίου, ούτε καν κάθε ορόφου αλλά κάθε διαμερίσματος. Πολύχρωμες από τις διαφορετικές φυλές των ενοίκων, από τα διαφορετικά ρούχα που ήταν απλωμένα. Μυρωδάτες…Ναι, κάθε σπίτι το ξέρουμε έχει τη δική του μυρωδιά. Φαντάσου τώρα τί μαγειρεύει ο καθένας από τα έντεκα διαμερίσματα που ήταν κατοικήσιμα και πολλαπλασίασε τις εμπειρίες.
Ο καιρός είχε μόλις φτιάξει και το ημερολόγιο έδειχνε αισίως 20 μέρα εγκλεισμού. Τί μέρα ήταν δεν έχει σημασία. Εξάλλου ποια η διαφορά; Θρονιάστηκα και άφησα μια μικρή ακτίνα του ήλιου να ζεστάνει το δεξί χέρι μου. Το τελευταίο μπουκάλι τσίπουρο, παγωμένο και μισογεμάτο, πήρε τη θέση του πάνω στο σκαμπό και άνοιξα επιτέλους εκείνο το βιβλιο του Τσίρκα που όλο προσπαθούσα να το τελειώσω κι όλο το άφηνα στην 77η σελίδα…. Ο ήρωας θα περνούσε στο απέναντι πεζοδρόμιο…εδώ και έξι χρόνια δεν κατάφερα ποτέ να διαπιστώσω αν πέρασε, τί έκανε…που πήγε…τα μάτια έκλειναν πριν, το τηλέφωνο αναστάτωνε την ηρεμία…κάτι γινόταν κι εγώ εκει στην 77η σελίδα. Καταραμένο βιβλιο ή προσωπική ανικανότητα; Ούτε τώρα ξεκινούσα με ζέση το διάβασμα κι ας έκανα ολόκληρη τελετουργία. Τα μάτια μου εθισμένα στην τηλεοπτική αισθητική άρχισαν ένα ζάπινγκ στον ακάλυπτο. Αυτή τη φορά ήθελαν δεν ήθελαν οι πρωταγωνιστές θα ήταν εκεί. Ας δω τί εχω σήμερα…
Για την ηλικιωμένη κυρία του ισογείου μας που φρόντιζε τα δυο παρτέρια του ακάλυπτου η ημερομηνία είχε σημασία μόνο όταν έδειχνε 30. Τότε πληρωνόταν. Ήμουν σίγουρος γιατι τα τελευταία δύο χρόνια δεν την έβλεπα όταν πήγαινε να πάρει την σύνταξή της. Έφευγε καλοντυμένη το πρωί και γυρνούσε την επόμενη μαζί με ένα αγόρι από το γειτονικό φυτώριο. Που έλειπε όλη μέρα; Της κουβαλούσε χώμα, ρίζες, βολβούς και πολλά λουλούδια. Με επιμέλεια τα φύτευε στα δυο παρτέρια και δεν δίσταζε να λερώνει με χώμα τα λεπτά της χέρια. Μετά την απαγόρευση εξόδου ήταν κάθε μέρα πάνω από τις πετούνιες, τα σκυλάκια και τους πανσέδες. Δεν έβγαινε, δεν καλοντυνόταν. Φορούσε μια φόρμα και πλαστικά γάντια. Ίσως ήθελε να προστατέψει τα λουλούδια… Ούτε λόγος να ετοιμάσει φαγητό. Αυτό μονο το βράδυ και με προσοχή.
Το διπλανό ισόγειο μύριζε ήδη Ανατολή. Ο Αχμέντ και ο Κιφά από το Πακιστάν (μπορεί κι από το Αφγανιστάν), ηλικίας κάπου στα τριάντα, είχαν αρχίσει να τσιγαρίζουν κρεμμύδια. Ο εγκλεισμός για κείνους ήταν μια καθημερινότητα έξι μήνες τώρα. Δεν έβγαιναν παρά νωρίς το πρωι για λίγο και γυρνούσαν πριν ζωντανέψει η πόλη. Τα μερεμέτια στις πολυκατοικίες του ακάλυπτου ήταν η μονη τους δουλειά.
Πού να πάνε; Είχαν σφίξει και τα πράγματα έξω. Ο φαρμακοποιός στην μπροστινή έξοδο της πολυκατοικίας μας τους είχε βάλει στο μάτι και όλο ζητούσε από τον αστυνομικό που ζούσε ακριβώς από πάνω μου, να κάνει κάτι… «Στην τελική Αργύρη μου, παράνομοι είναι, μουσουλμάνοι είναι, αστυνομικός είσαι, κάνε κάτι». Ο Αργύρης όμως όλο «ναι» και «ναι» αλλά τους άφηνε στην ησυχία τους. Μπορεί να βοήθησε και το γεγονός ότι οι δύο μουσουλμάνοι δεν του ζήτησαν ποτέ λεφτά για το βάψιμο που έριξαν στο σπίτι του. Ο Αχμέντ και ο Κιφά είχαν κι ένα καναρίνι μόλις άκουγε το λάδι να τσιγαρίζει άρχιζε το κελάηδημά του και γέμιζε κι όλο τον ακάλυπτο.
Όλοι το χαιρόντουσαν αυτό το καναρίνι. Όλοι εκτός από τον Τρελόνι, τον γάτο του κυρίου Στέφανου του συνταξιούχου ξινού γυμνασιάρχη που πρώτος εκείνος είχε κάνει το μπαλκόνι του παρατηρητήριο. Με την βυσσινί πιτζάμα του, ένα πακέτο Ρόθμανς (πού τα έβρισκε ακόμα;) στο χέρι και πάντα έναν ελληνικό καφέ περνούσε ώρες ολόκληρες στην δική του μεγάλη οθόνη. Άραγε τι να σκεφτόταν για κείνον τον μοναχικό 45αρη που τον έβλεπε απέναντί του χωμένο μέσα σε μια πολυθρόνα και μ’ ένα τσίπουρο στο χέρι; Ο Τρελόνι, ένας πορτοκαλής ευνούχος, χοντρός και κακιασμένος, σηκώθηκε στα δυο του πόδια και κοίταξε κάτω στο καναρίνι δείχνοντάς του τα μυτερά του δόντια. Μου φάνηκε ότι ο κύριός του χαμογελούσε το ίδιο υποχθόνια με κείνον τον απαίσιο γάτο…
Στον δεύτερο η οικογένεια με τα τρίδυμα που όλη την ώρα έλεγες «δεν μπορεί κάτι θα έπαθαν»…Δεν άκουγες κιχ….Τρία αγοράκια, στα οχτώ, να μην τα ακούς καθόλου; Τι διάολο έκαναν εκεί μέσα όλη την ώρα. Στο μπαλκόνι της κουζίνας που έβγαζε στον ακάλυπτο έβλεπα να βγαίνουν μόνο οι γονείς…Ένας λεπτός κύριος με γυαλιά, ίδιος ο Μπιλ Γκέιτς στα νιάτα του, με τα ίδια μεγάλα μυωπικά γυαλιά και ένα χαμηλομάσχαλο παντελόνι…τόσες μέρες το ίδιο. Μόνο πουκάμισο άλλαζε. Καρό κόκκινο, καρό μπλε, καρό πράσινο, καρό κόκκινο-καφέ….Και η κυρία Ευθαλία, έτσι άκουσα να την φωνάζει μια μέρα η γιαγιά του ισογείου, με τα παραπανίσια κιλά της και πάντα με μια ξεβαμμένη ρόμπα. Τα παιδιά άφαντα. Σήμερα πάντως μαγειρεύει χοιρινό πρασοσέλινο… το πεθύμησα κι εγώ!
Η ατραξιόν όμως είναι η κοκκινομάλλα πάνω από τον κυρ Στέφανο. Φρεσκοπαντρεμένη και πάνω στα ντουζένια της, ήρθε ο ιός και την έκλεισε μέσα. Και είναι που ο Φώτης, ο άντρας της αποκλείστηκε στην Πολωνία. Οδηγός σε TIR, «θα πάω Αλέκα μου ένα δρομολόγιο και 25-26 Μαρτίου θα έρθω να αράξουμε. Απόπασχα θα ξαναφύγω. Και να δεις τί εχει να γίνει…». Τέτοια έλεγε η Αλέκα στο τηλέφωνο στην φιλενάδα της, καθισμένη στο μπαλκόνι, με τα μακριά λευκά της πόδια πάνω στα κάγκελα, αλλά αλλιώς τα ‘φερε η μοίρα. «Κι έμεινα μέσα φιλενάδα…και μας έχει φάει το σκάιπ κάθε μέρα….ναι, και τι να κάνω….βαρέθηκα μηρέ…». Κι άντε να βάφει και να ξεβάφει τα νύχια της. Χαρά για μένα από απέναντι …Κάθε τσαλίμι ακούσιο ένα ποτηράκι τσίπουρο στην υγειά της
…Κι όλο να γαργαλάει τη μύτη μου το χοιρινό, όλο να με ταξιδεύουν στο Πακιστάν ο Αχμέντ κι ο Κιφά με τα τηγάνια τους, όλο να με ζαλίζει με το τραγούδι του το καναρίνι και να σκέφτομαι τον αγά του Καζαντζάκη, «Τραγούδα μου ωρέ γιουσουφάκι εκείνον τον αμανέ», και άντε ένα τσίπουρο ακόμα στην υγεία του Φώτη του χαμένου και της Αλέκας με τα μακριά πόδια «Τι σου ‘τυχε μωρέ κοπέλα»…και άντε «ένα γειά μας» ακόμα με το τσίπουρο, και να βουλιάζω πιο βαθιά στην πολυθρόνα…… Κι όλο να απομακρύνεται η προοπτική να περάσει ο ήρωας την σελίδα 77…
Τα μάτια κλείνουν… Δεν θα προσπαθήσω να σηκωθώ… Θ’ αφήσω τον ήλιο να με λούσει, το τσίπουρο σκοτώνει τον ιό είπαν…ή όχι; Ας κοιμηθώ. Δεν πειράζει…κάποιος θα με σηκώσει στις έξι να ακούσω τον κύριο καθηγητή. Εξάλλου όλοι εκείνη την ώρα το ίδιο κανάλι βλέπουν. Ακόμα κι ο Αχμέντ με τον Κιφά. Κι ας μην καταλαβαίνουν τη γλώσσα.
* Ο κ. Στάικος είναι πανεπιστημιακός