ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΙΝΕ/ΓΣΕΕ: Nέες εστίες οικονομικής και κοινωνικής αστάθειας

Εικόνα του άρθρου ΙΝΕ/ΓΣΕΕ: Nέες εστίες οικονομικής και κοινωνικής αστάθειας
ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: Κύριος Τύπος
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 30/05/2022, 22:43
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

«Ο συνδυασμός των επιπτώσεων της πανδημίας, της ακρίβειας και των γεωπολιτικών εξελίξεων, που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, δημιουργούν νέες εστίες οικονομικής και κοινωνικής αστάθειας».

Αυτό προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την ετήσια έκθεση του 2022 για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση του Ινστιτούτου Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ), η οποία επικεντρώνεται στις μακροοικονομικές, τις δημοσιονομικές και τις χρηματοοικονομικές εξελίξεις και στην κατάσταση της αγοράς εργασίας, όπως διαμορφώθηκαν από τις συνέπειες της πανδημικής κρίσης και του κύματος της ακρίβειας.

Παράλληλα, στην έκθεση επισημαίνεται ότι η συνεχιζόμενη δυναμική του κύματος της ακρίβειας θα εξανεμίσει πολύ γρήγορα τα όποια οφέλη της αύξησης του κατώτατου μισθού. 

Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι τον Απρίλιο του 2022, η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού ήταν ίση με 18% έναντι 14,7% τον Μάρτιο.

Την ετήσια έκθεση παρουσίασε ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, Γιώργος Αργείτης.

Αναλυτικότερα, όπως ανακοίνωσε το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, τα βασικά συμπεράσματα είναι τα εξής:

Το 2021, η Ελλάδα ανέκαμψε από το σοκ της πανδημίας, αν και το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ υπολειπόταν του επιπέδου του 2019 κατά περίπου 1%. Ωστόσο, συνυπολογίζοντας και το κόστος διαβίωσης, η Ελλάδα είχε το δεύτερο χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην ΕΕ. Επιπλέον, ήταν το μόνο κράτος-μέλος στο οποίο το συγκεκριμένο μέγεθος βρισκόταν χαμηλότερα του αντίστοιχου επιπέδου του 2007. Το εύρημα αυτό αποκαλύπτει τη δραματική συρρίκνωση του βιοτικού επιπέδου της πλειονότητας των Ελλήνων.

Η ανάκαμψη των τουριστικών εισπράξεων το γ' τρίμηνο του 2022 θα καθορίσει τις εξαγωγικές επιδόσεις της οικονομίας, καθώς οι εξαγωγές προϊόντων δεν επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από την πανδημική κρίση.

Αξιοσημείωτη ήταν, όμως, η αύξηση των εισαγωγών προϊόντων και, ειδικότερα, των εισαγωγών ενδιάμεσων προϊόντων, τα οποία, μέχρι και τον Ιανουάριο του 2022, κατέγραφαν έλλειμμα μεγαλύτερο από του 2010, αναδεικνύοντας την αδύναμη παραγωγική διάρθρωση της οικονομίας και τη μεγάλη εισαγωγική της εξάρτηση.


Έλλειμμα

Το δ' τρίμηνο του 2021, η Ελλάδα είχε το μεγαλύτερο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στην ΕΕ. Παράλληλα, για τα τελευταία έτη, οι δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας καταγράφουν στασιμότητα ή επιδείνωση. 

Το 2021 χαρακτηρίστηκε από έντονες δημοσιονομικές πιέσεις, που προστέθηκαν σε εκείνες που άφησε πίσω του το πρώτο έτος της πανδημικής κρίσης. Παρά την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, το έλλειμμα του ισοζυγίου της γενικής κυβέρνησης ανήλθε στο 7,4% του ΑΕΠ, το δεύτερο υψηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Το ίδιο διάστημα, το πρωτογενές έλλειμμα διαμορφώθηκε στο 4,9% του ΑΕΠ, το πέμπτο υψηλότερο στην ευρωζώνη.

Παρά την αύξηση των πρωτογενών δαπανών του Δημοσίου την περίοδο της πανδημίας, η συμμετοχή των κοινωνικών παροχών σε αυτές ανήλθε το 2021 στο 41,2%, καταγράφοντας πτώση 6,9 ποσοστιαίων μονάδων έναντι του 2019, που είναι η μεγαλύτερη μεταξύ των κρατών-μελών της ευρωζώνης.

Το 2021 η Ελλάδα κατέγραψε το τρίτο υψηλότερο ποσοστό πληρωμών για τόκους της γενικής κυβέρνησης στα συνολικά έσοδά της από άμεσους φόρους, έμμεσους φόρους και κοινωνικές εισφορές, μεταξύ των 19 κρατών-μελών της ευρωζώνης. Η εξέλιξη αυτή συμβάλλει στη διατήρηση του δείκτη χρηματοπιστωτικής ευθραυστότητας του Δημοσίου σε σχετικά υψηλά επίπεδα συγκριτικά με τις περισσότερες οικονομίες της ευρωζώνης.


Χρέος

Η μετάβαση της οικονομίας σε καθεστώς υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων τη διετία 2020-2021 επιβάρυνε σημαντικά το ήδη υψηλό δημόσιο χρέος της χώρας. Ειδικότερα, το 2021, το χρέος της γενικής κυβέρνησης ανήλθε στα 353,4 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 12.256 εκατ. ευρώ συγκριτικά με το 2020. Παράλληλα, ο δείκτης φερεγγυότητας κατήλθε το 2020 και το 2021 στο χρηματοοικονομικά εύθραυστο καθεστώς ultra-Ponzi.

Σε αυτό το καθεστώς θα παραμείνει και το 2022, δεδομένης της πρόβλεψης για έλλειμμα του ισοζυγίου της γενικής κυβέρνησης ύψους -4,3% του ΑΕΠ.

Το εξωτερικό χρέος της οικονομίας παρουσιάζει σταθερή άνοδο, με την Ελλάδα να έχει το 2021 το τρίτο υψηλότερο καθαρό εξωτερικό χρέος στην ΕΕ. Ταυτόχρονα, το 2021, η Ελλάδα κατέγραψε τη μεγαλύτερη αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση στην ΕΕ (-175% του ΑΕΠ), με μεγάλη διαφορά από τη δεύτερη χειρότερη Ιρλανδία.


Απασχόληση

Το 2021, το ποσοστό απασχόλησης μεταξύ των ατόμων ηλικίας 15-64 ετών αυξήθηκε έναντι του 2020 και διαμορφώθηκε στο 57,2%, ποσοστό αρκετά χαμηλότερο έναντι όλων των υπόλοιπων οικονομιών της ευρωζώνης. Τον Δεκέμβριο το 2021, το ποσοστό ανεργίας αποκλιμακώθηκε, φτάνοντας στο 12,8%. Το υψηλό ποσοστό ανεργίας και το κύμα ακρίβειας ασκούν αρνητικές πιέσεις στην αγορά εργασίας, καθώς οι δείκτες οικονομικής μιζέριας καταγράφουν ανησυχητική άνοδο.

Η συνολική αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 9,7% το 2022 εκτιμάται ότι θα περιορίσει μόνο μερικώς την απώλεια της αγοραστικής του δύναμης, την οποία προκαλεί το κύμα ακρίβειας. Τον Απρίλιο του 2022, η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού ήταν ίση με 18% έναντι 14,7% τον Μάρτιο.

Ο μέσος μισθός του ιδιωτικού τομέα είχε απολέσει τον Απρίλιο του 2022 το 9,9% της αγοραστικής του δύναμης, ενώ ο μέσος μισθός μερικής απασχόλησης το 28%.

Η επίδραση της ακρίβειας στο βιοτικό επίπεδο των πολιτών είναι ιδιαίτερα άνιση.

Αντίστοιχα άνιση είναι η αμοιβή των εργαζομένων μερικής απασχόλησης έναντι των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης, όπως και των γυναικών έναντι των ανδρών, αν συνυπολογιστούν και οι ώρες εργασίας.

Συγκεκριμένα, τον Μάρτιο του 2021, κατά μέσο όρο, οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης απασχολούνταν το 76% του χρόνου εργασίας των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης, αλλά αμείβονταν μόλις με το 38% της αμοιβής των τελευταίων, ενώ οι γυναίκες εργάζονταν τις ίδιες ώρες με τους άνδρες, αλλά λάμβαναν το 84% της αμοιβής αυτών.

Το 2021, υπογράφηκαν 16 εθνικές κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις εργασίας, 9 τοπικές ομοιοεπαγγελματικές και 182 επιχειρησιακές. Οι 34 συλλογικές συμβάσεις εργασίας (κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές), που βρίσκονται σε ισχύ, καλύπτουν δυνητικά περίπου 625.000 άτομα, αριθμός που αντιστοιχεί περίπου στο 27% του συνόλου των μισθωτών εργαζομένων. Οι 182 νέες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας καλύπτουν δυνητικά 152.077 μισθωτούς.

ΣΧΟΛΙΑ
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
Ντοτη3 dodoni back