«Ηπειρώτικο τραγούδι. Οδοιπορικό στην αρχαιότερη ζωντανή δημώδη μουσική της Ευρώπης» είναι ο τίτλος του βιβλίου του Κρίστοφερ Κινγκ που κυκλοφόρησε αυτές τις ημέρες από τις εκδόσεις «Δώμα».
Ο συγγραφέας μίλησε για το βιβλίο του στο Ωδείο Αθηνών (4/12), συζητώντας με τους εκδότες του Μαριλένα Καραμολέγκου και Θάνο Σαμαρτζή. Αμερικανός μουσικολόγος, μουσικός παραγωγός, συγγραφέας και επιμελητής ήχου ιστορικών μουσικών έργων, ο Κινγκ ζει τα τελευταία χρόνια κατά διαστήματα στη Βίτσα Ζαγορίου και έχει επιδοθεί στη συστηματική μελέτη και καταγραφή των ηπειρώτικων μοιρολογιών.
Το παραδοσιακό τραγούδι, όπως παρατήρησε, μεταξύ άλλων, στο Ωδείο Αθηνών ο Κινγκ, είναι ο τρόπος που έχει ο βοσκός από τη μια πλευρά για να ελέγχει τα ζώα του και από την άλλη για να προσφέρει ηρεμία στους ανθρώπους.
Το παραδοσιακό τραγούδι της Ηπείρου έχει ορχηστρικό χαρακτήρα και το ηπειρώτικο μοιρολόι επιδιώκει να ανακουφίσει την καρδιά από το βάρος της απώλειας, αποτελώντας θεμελιώδη θεραπεία για το πένθος - πρόκειται για μια μεταρσιωμένη μελαγχολία. Το τραγούδι και η μουσική γενικότερα στα χωριά της Ηπείρου δεν είναι διασκέδαση, αλλά συμμετοχή σε μια διαδικασία κοινής θεραπείας, μια ίαση που είναι τόσο αναγκαία όσο και το γάλα της μάνας. «Σύμφωνοι, το παραδοσιακό τραγούδι μπορεί να είναι και διασκέδαση, ο κύριος σκοπός του όμως παραμένει η μέθεξη» τόνισε ο συγγραφέας.
Τι ήταν εκείνο που έκανε τον Κινγκ να επικεντρώσει την προσοχή του στα χωριά της Ηπείρου και όχι σε άλλες αγροτικές κοινότητες στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό; Η ηπειρώτικη δημοτική μουσική, ξεκαθάρισε ο ομιλητής, είναι σημαντική λόγω της παλαιότητάς της. Επιπροσθέτως, έμεινε ανόθευτη από οθωμανικές επιρροές, ίσως λόγω της απομόνωσης στην οποία έζησε ο τόπος επί δεκαετίες - ίσως και λόγω της ανεξαρτησίας και της υπερηφάνειας των κατοίκων του.
Προτού ασχοληθεί με το ηπειρώτικο μοιρολόι ο Κινγκ μελέτησε τη μουσική των μαύρων του αμερικανικού Νότου ενώ ξέρει πολύ καλά και τη μουσική των τσιγγάνων. Οι τσιγγάνοι και οι μαύροι ήταν περιθωριοποιημένες κοινωνικά και πολιτισμικά ομάδες και για μεγάλο διάστημα πιστευόταν πως τα μέλη τους είχαν μαγικές ικανότητες. Το ηπειρώτικο παραδοσιακό τραγούδι προϋποθέτει παρόμοιες κοινωνικές συνθήκες.
Κλείνοντας, ο Κινγκ είπε ότι δυσκολεύεται να επικοινωνήσει με μουσική που έχει γραφεί μετά τη δεκαετία του 1940. «Ίσως επειδή η μουσική την οποία έχουμε συνηθίσει να ακούμε έχει σκοπό να ψυχαγωγήσει. Η πρωταρχική, ωστόσο, λειτουργία της μουσικής, ο λόγος για τον οποίο άρχισαν κάποτε οι άνθρωποι να τραγουδούν και να χορεύουν, ήταν να βρουν ένα γιατρικό για τις πληγές της ψυχής, κάτι εξίσου απαραίτητο με τον αέρα και την τροφή. Σταδιακά βέβαια η μουσική έπαψε να έχει αυτή τη λειτουργία και τα εύθραυστα πολιτισμικά οικοσυστήματα εντός των οποίων επιτελούσε το ιαματικό της έργο καταστράφηκαν». Αυτό πάντως, είναι ένα κομμάτι για το οποίο το βιβλίο δέχεται σοβαρή κριτική.
Με εξαίρεση μια απόμερη γωνιά της Ελλάδας, στις εσχατιές της Ευρώπης - την Ήπειρο. Εδώ, σαν από θαύμα, όπως γράφει και στο βιβλίο του ο Κινγκ, κρατήθηκε ζωντανός ένας πανάρχαιος τρόπος ζωής που επέτρεψε στη μουσική να διατηρήσει τον θεραπευτικό της ρόλο. Και η έρευνα του Αμερικανού μελετητή είναι μια ξενάγηση σε αυτόν τον σκληρό αλλά και μαγικό τόπο, όπου η μουσική γίνεται ένα με την ποίηση, τον χορό και τη γιορτή.
Ο Κινγκ γράφει για την ιστορία της Ηπείρου και το μεγαλείο του τοπίου, για τα πανηγύρια, τα τσίπουρα και τους τσιγγάνους οργανοπαίχτες, για τα συλλογικά βιώματα και τις κοινές αναμνήσεις. Και η μουσική μεταμορφώνεται στις σελίδες του σε θρήνο, σε νανούρισμα και σε παρηγοριά.
Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του και μετά την ολοκλήρωσή της ακούστηκαν επιλογές από τις ηχογραφήσεις του με ηπειρώτικα μοιρολόγια.
Πηγή: ΑΠΕ