Οι διάσημες ποικιλίες ευρωπαϊκών κρασιών Merlot, Chardonnay, Sauvignon Blanc, Pinot Noir κ.α. έλκουν την καταγωγή τους από την Ανατολή, καθώς προέρχονται από το «πάντρεμα» αμπελιών της Δυτικής Ασίας (όπου πρώτα εξημερώθηκαν και καλλιεργήθηκαν) με τοπικά άγρια ευρωπαϊκά αμπέλια.
Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας επιστημονικής έρευνας που έκανε γενετική ανάλυση πολλών διαφορετικών αμπελιών διεθνώς.
Τα αμπέλια (κλήματα) καλλιεργούνται εδώ και σχεδόν 4.000 χρόνια στην ανατολική Μεσόγειο και επί 2.000 χρόνια στη δυτική Ευρώπη. Όμως μέχρι σήμερα η προέλευση των ευρωπαϊκών αμπελιών και κατ' επέκταση των κρασιών που παράγονται από τα σταφύλια τους, παραμένει ένα επίμαχο ζήτημα.
Προηγούμενες μελέτες είχαν παράσχει ενδείξεις ότι τα ευρωπαϊκά αμπέλια προήλθαν αποκλειστικά από την εξημέρωση και καλλιέργεια άγριων ειδών κλημάτων της ίδιας της Ευρώπης, άσχετα με την προηγούμενη καλλιέργειά τους στην Ασία. Όμως η νέα γενετική ανάλυση δείχνει ότι αυτή η καθαρά ευρω-κεντρική άποψη δεν φαίνεται να ισχύει.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Γκαμπριέλε Ντι Γκάσπερο του Ινστιτούτου Εφαρμοσμένης Γονιδιωματικής στο Ούντινε της Ιταλίας, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Nature Communications», ανέλυσαν τα γονιδιώματα 204 κοινών αμπελιών (Vitis vinifera) από διάφορες περιοχές του κόσμου.
Η συγκριτική γενετική ανάλυση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα αμπέλια του κρασιού προήλθαν από ένα μοναδικό συμβάν εξημέρωσης και καλλιέργειας που συνέβη στη Δυτική Ασία, πιθανότερα στην περιοχή του Νοτίου Καυκάσου πριν περίπου 7.000 χρόνια.
Ακολούθησαν αργότερα διαδοχικοί «γύροι» επιμιξίας των ασιατικών αμπελιών με άγρια είδη αμπελιών της Ευρώπης κυρίως την εποχή της αρχαίας Ελλάδας και Ρώμης (χωρίς να είναι εύκολο να προσδιοριστούν συγκεκριμένες χρονολογίες για αυτό το ευρασιατικό «πάντρεμα»), κάτι που βοήθησε τα ασιατικά αμπέλια να προσαρμοστούν στο διαφορετικό μεσογειακό και ευρωπαϊκό κλίμα.
Η περαιτέρω ανάλυση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ιταλία και η Γαλλία έχουν σήμερα τη μεγαλύτερη γενετική ποικιλία καλλιεργημένων αμπελιών από τις ευρωπαϊκές χώρες που μελετήθηκαν.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση: https://www.nature.com/articles/s41467-021-27487-y
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ