Το περασμένο καλοκαίρι, η Κομισιόν εγκάλεσε την Ελλάδα για τις συνθήκες εργασίας των αναπληρωτών εκπαιδευτικών, ειδικά σε ό,τι αφορά τις άδειες (μητρότητα, αναρρωτική), ξεκαθαρίζοντας ότι οι συμβασιούχοι δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς, σε σχέση με τους μόνιμους.
Όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο, ωστόσο, εφαρμόζεται η αρχή pro rata temporis, που στηρίζεται από απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και ορίζει το αναλογικό δικαίωμα σε άδειες, για τους εργαζόμενους-ες που δεν είναι μόνιμοι-ες.
Απαντώντας σε σχετική κοινοβουλευτική ερώτηση της βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Θεανώς Φωτίου, η υφυπουργός Παιδείας Ζέτα Μακρή είπε, ούτε λίγο, ούτε πολύ, ότι ναι μεν απαγορεύεται η διάκριση, αλλά δεν είναι υποχρεωτική και η ίση μεταχείριση.
Η απάντησή της ήταν στο σύνηθες κυβερνητικό κλίμα, μια υπεκφυγή με επεξηγήσεις του προφανούς.
Είπε δηλαδή η κα Μακρή μεταξύ άλλων ότι ναι μεν η ΕΕ «απαγορεύει τη διάκριση σε βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζόμενους αορίστου χρόνου, αλλά ουδόλως επιτάσσει την ίση μεταχείριση μεταξύ εργαζομένων ορισμένου χρόνου και εργαζομένων αορίστου χρόνου, οι οποίοι δεν βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση».
Πέρα από το προφανές, ότι οι αναπληρωτές καλύπτουν στην ουσία «πάγιες και διαρκείς ανάγκες», ότι υφίστανται μια διαρκή αμφισβήτηση της προσωπικής και οικογενειακής τους κατάστασης και κατά περίπτωση, γίνονται θύματα οικονομικής εκμετάλλευσης από τις τοπικές κοινωνίες-ειδικά σε τουριστικές περιοχές, υπάρχει και κάτι ακόμα: αποτελούν φθηνότερο «εργατικό δυναμικό» για το υπουργείο, το οποίο κατά καιρούς έχει αναγνωρίσει τα διάφορα προβλήματα.
Όχι όμως τώρα που ελέγχεται από την Κομισιόν. Η κα Μακρή απέφυγε να δώσει απάντηση στο φλέγον ζήτημα των αδειών, λέγοντας απλά ότι εφόσον δεν υπάρχει ενεργή σύμβαση εργασίας, δεν υπάρχουν και «άδειες καλοκαιριού». Για τις άδειες μητρότητας και ασθένειας, δεν είπε κάτι…