Αύγουστος του 1960: Τότε που το αρχαίο θέατρο της Δωδώνης καλωσόρισε για πρώτη φορά, στη σύγχρονη εποχή, θεατές, χάρη στην πρωτοβουλία της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών και του προέδρου της Κων. Φρόντζου με τα «Δωδωναία». Η πρώτη δε παράσταση αρχαίου δράματος που ανέβηκε, ήταν η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή από το Πειραϊκό Θέατρο του Δημήτρη Ροντήρη.
Πριν τον Κωνσταντίνο Φρόντζο και μια ομάδα σημαντικών συνεργατών του, όπως ο αρχαιολόγος Σωτήρης Δάκαρης και ο αρχιτέκτονας Βασίλης Χαρίσης, είχε γίνει μια προσπάθεια για αναβίωση των παραστάσεων στο αρχαίο θέατρο της Δωδώνης. Εν έτει 1936… Οι «εορταί της Δωδώνης», όπως αποκαλούνταν, δεν προχώρησαν τελικά και η παράσταση δεν έγινε ποτέ. Λίγα χρόνια πριν, είχαν αναβιώσει οι δελφικές γιορτές από τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό και τη σύζυγό του.
Στις αρχές του 1936, λοιπόν, ο φιλόλογος της Ζωσιμαίας Σχολής Στρ. Παπακωνσταντίνου (και μέλος της «Λέσχης Ιωαννίνων») ήταν αυτός που ανέλαβε να σκηνοθετήσει την τραγωδία του Ευριπίδη «Ιππόλυτος». Στο πλευρό του είχε και τον Δήμο Ιωαννιτών. Στον Παπακωνσταντίνου αποδίδεται η όλη πρωτοβουλία με «όχημα» τη Λέσχη Ιωαννίνων, η οποία αποτελούνταν από λόγιους και επιστήμονες της πόλης.
«Αι εργασίαι διά το παίξιμο της τραγωδίας του Ευριπίδου ‘Ιππόλυτος’ εις τα ερείπια του θεάτρου της Δωδώνης συνεχίζονται πυρετωδώς…» έγραφε τον Μάιο του 1936 ο «Ηπειρωτικός Αγών» σε δημοσίευμά του. Το αρχαίο θέατρο της Δωδώνης ήταν τότε σε ερειπιώδη κατάσταση. Ενδεικτικά, η ορχήστρα ήταν καλυμμένη με τεράστιους όγκους χώματος. Παράλληλα, συνεχίζονταν οι ανασκαφές από τον αρχαιολόγο Δ. Ευαγγελίδη.
Οι προσδοκίες του Παπακωνσταντίνου ήταν μεγάλες. Γινόταν λόγος για μια παράσταση που θα προσέλκυε το ενδιαφέρον σε πανελλήνιο επίπεδο, με την παράμετρο της τουριστικής ατραξιόν να προβάλλεται. Μάλιστα, η οργανωτική επιτροπή που είχε συσταθεί για τον σκοπό αυτόν, είχε την πρόθεση να καλέσει στην παράσταση τον βασιλιά και μέλη της κυβέρνησης.
Ο ενθουσιασμός όμως άρχισε να μετριάζεται σιγά σιγά. Κάτι στο οποίο συνέβαλε και η κριτική από μερίδα του τοπικού Τύπου, και δη της εφημερίδας «Ήπειρος» την έκδοση της οποίας είχε αναλάβει τότε ο γιος του Γιώργου Χατζή Πελλερέν, Δημήτρης Χατζής, που έμελλε να γίνει ένας από τους πιο σημαντικούς λογοτέχνες των ελληνικών γραμμάτων.
Ο Δημήτρης Χατζής αμφισβητούσε έντονα τη δυνατότητα πραγματοποίησης μιας παράστασης με αξιώσεις και έκρουε τον κώδωνα της… γελοιοποίησης.
Έκανε λόγο για «ανθρώπινον υλικόν απελπιστικώς απροπαράσκευον και απροετοίμαστον με νεαράς δεσποινίδας αι οποίαι ούτε εδιδάχθησαν ποτέ, ούτε είδον, ούτε εγνώρισαν τι εστί αρχαίον θέατρον», για «πενιχρά υλικά μέσα» και για «καθοδηγητάς ανθρώπους παντάπασι ξένους προς την διανόησιν και την τέχνην και δη τήν άρχαίαν έλληνικήν δραματικήν τέχνην, όπως είναι οι κάλλιστοι κύριοι της ‘Λέσχης’ και αι ερίτιμοι κυρίαι του ‘Λυκείου’ (σ.σ. Λυκείου Ελληνίδων). Σημειωτέον ότι για τον «Ιππόλυτο» πρόβες έκαναν «30 δεσποινίδας».
Ο Χατζής προ(σ)καλούσε δε τον Παπακωνσταντίνου να περιορίσει τις προσδοκίες του σε μια ερασιτεχνική γιορτή «του ιδίου προσωπικά, των δεσποινίδων πού παίρνουν μέρος (ονομαστικά) και των κυριών επίσης». Στο στόχαστρο της κριτικής του Χατζή είχε μπει και ο Δήμος Ιωαννιτών, που αποφάσισε να διαθέσει πίστωση 30.000 δραχμές για το εγχείρημα.
«Και εάν πρόκειται να εξοδεύσωμεν χρήματα διά την διαφήμισιν αυτήν, είναι ανάγκη να τα δίδωμεν εις ερασιτεχνικές παραστάσεις, χωρίς σκοπόν, χωρίς βάθρα πνευματικά, χωρίς Ηπειρωτικόν χαρακτήρα, όταν έχομεν τόσα άλλα μέσα σοβαρώτερα, θετικώτερα, να διαφημίσωμεν τον θαυμάσιον τόπον μας; Μα έχετε χάσει, λοιπόν, την αίσθησιν του γελοίου;» ανέφερε.
Ο Χατζής έθετε και το ζήτημα των υποδομών στο αρχαίο θέατρο της Δωδώνης: «Τι θα επιδείξωμεν που δεν έχομεν μήτε δρόμον, μήτε ένα περίπτερον εκεί, μήτε μίαν πινακίδα;».
Λίγο αργότερα, ήρθε η υποχώρηση. Η οργανωτική επιτροπή των «εορτών Δωδώνης» άρχισε να κάνει λόγο για μια γιορτή με αυστηρώς τοπικό χαρακτήρα που θα «χρησιμεύση ως δοκιμαστική διά σοβαράν μελλοντικήν περί την Δωδώνην κίνησιν». Ο Χατζής πάντως επέμεινε θεωρώντας ότι η όλη υπόθεση ήταν αποκλειστικά προσωπικό στοίχημα του φιλόλογου καθηγητή Στρ. Παπακωνσταντίνου, για τον οποίο έγραφε ότι «έκαμε το κέφι του και θόρυβον γύρω από το όνομά του», και του περίγυρου του.
Στην όλη δημόσια συζήτηση συμμετείχαν κι άλλοι, όπως ο φιλόλογος Δημήτρης Σιωμόπουλος, καθηγητή στο Γυμνάσιο Θηλέων. Ο Σιωμόπουλος δεν ήταν αντίθετος με το να ανέβει η παράσταση στην αρχαία Δωδώνη. Ως μια μαθητική παράσταση όμως και μόνο, χωρίς τη συνοδεία εξαγγελιών, απαιτήσεων και αξιώσεων για πανελλήνια απήχηση.
Τελικά η παράσταση δεν έγινε. Ο Ιωάννης Νικολαΐδης στο βιβλίο του «Τα Γιάννινα του Μεσοπολέμου» (1992) αναφέρει ότι στη ματαίωση των γιορτών της Δωδώνης συνέβαλαν η δυσμενής κριτική του Τύπου, τα εμπόδια κατά τη διοργάνωση και ίσως και η δικτατορία της 4ης Αυγούστου.
Καταθέτει δε την άποψη ότι ο Χατζής είχε δίκιο στην αντιδικία που είχε ξεσπάσει για τις «εορτάς της Δωδώνης»: «Παραστάσεις στη Δωδώνη, την εποχή εκείνη, αποτελούσαν μεγάλο τόλμημα, γιατί δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για τις οποίες μιλούσε ό Χατζής».
*To αρχαίο θέατρο Δωδώνης τη δεκαετία του '20
Διαβάστε και τα υπόλοιπα άρθρα της στήλης "Ρετρό" εδώ