Ο πανεπιστημιακός Γιώργος Μαυρογιώργος γράφει για την εκπαίδευση των Ρομά, με αφορμή τα πρόσφατα γεγονότα στο Μενίδι και μια μακρά "προγραμματική ιστορία".
Οι Ρομά για μια ακόμη φορά στην ατζέντα. Τη μια , πρόσφατα, οι αδέσποτοι πυροβολισμοί που στοίχισαν το θάνατο του μικρού Μάριου, την άλλη, η εξαφάνιση της μικρής Μαρίας, τέσσερα χρόνια πριν(2013), μας υπενθυμίζουν τη σκληρή πραγματικότητα του κοινωνικού περιθωρίου. Όλο και κάτι μας ταρακουνάει και ανεβάζουμε το θέμα!Κάθε φορά που συμβαίνει κάτι συνταρακτικό στον «καιρό των Τσιγγάνων», είναι ώρα για εξαγγελίες. Οι Υπουργοί μας, αυτή την εποχή,δε θα μπορούσαν να αποτελούν εξαίρεση. Ανασκουμπώθηκαν και ανακοίνωσαν, κι αυτοί με τη σειρά τους, σχέδια και μέτρα για τους Ρομά.
Ο Υπουργός Παιδείας, ο κ. Γαβρόγλου, και οι άλλοι υπουργοί της διυπουργικής ανακοίνωσαν(Ιούνιος 2017)τη μείωση της αναλογίας διδασκόντων –διδασκομένων από 25 σε 15 στα σχολεία όπου φοιτούν μαθητές Ρομά, την τοποθέτηση κοινωνικού λειτουργού με αποκλειστικό σκοπό τη διαμεσολάβηση ανάμεσα στο σχολείο και την οικογένειαστα σχολεία που φοιτούν μαθητές Ρομά, την υποχρεωτική φοίτηση στα ολοήμερα σχολεία, την υποχρεωτική λειτουργία Σχολής Γονέων, τη δυνατότητα εισαγωγής μαθητών Ρομά που παίρνουν απολυτήριο Λυκείου να εισάγονται χωρίς εξετάσεις σε ορισμένα τμήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και την αύξηση των σχολικών γευμάτων. Οι σχετικές ανακοινώσεις, αν και δε συγκροτούν συνολική δέσμη μέτρων, έχουν ενδιαφέρον, όταν μάλιστα υποδηλώνουν μια συνέργια και συντονισμό πολλών υπουργείων.Είναι γνωστό ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, με την καθιέρωση Ειδικής Γραμματείας για την Κοινωνική Ένταξη των Ρομά, έχει δεσμευτεί για μια συνεκτική, ολοκληρωμένη και αποτελεσματική πολιτική στέγης, απασχόλησης,υγείας, εκπαίδευσης, ασφάλισης και κοινωνικής πρόνοιας.
Η αποσιώπηση του Υπουργού και οι αιτιάσεις των πανεπιστημιακών
Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε το γεγονός ότι ο κ. Υπουργός δεν έκανε απολογισμό ή την παραμικρή νύξη στο ειδικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα που εφαρμόζεται, είκοσι(20) χρόνια τώρα, από πανεπιστήμια της χώρας, για τη φοίτηση των παιδιών Ρομά στο σχολείο. Ένα αφήγημαπρόσφορο και αρκετά δαπανηρό που κρατάει χρόνια.Από σχετικό ρεπορτάζ (Ιούνιος 2017)(http://www.kathimerini.gr/914142/article/epikairothta/ellada/perikopes-sthn-ekpaideysh-roma) πληροφορούμαστε ότι έπεσε «ψαλίδι στον προϋπολογισμό του προγράμματος» (κατά 80%), με αποτέλεσμα πολλές «περιοχές της χώρας, να έχουν μείνει εκτός από την τρέχουσα εφαρμογή του». Από την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης (ΕΣΠΑ 2014-2020) μαθαίνουμε ότι η σχετική πράξη υλοποιείται «από το ΕΚΠΑ, σε σύμπραξη με το ΑΠΘ και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, με προϋπολογισμό 1.800.000 ευρώ».
Σύμφωνα με άλλες ανακοινώσεις, το πρόγραμμα, από το 2010 μέχρι σήμερα, συντονίζεται και υλοποιείται από ένα Κέντρο Διαπολιτισμικής Αγωγής(ΚΕΔΑ) του τμήματος ΦΠΨ, στο ΕΚΠΑ. Το ΥΠΕΠΘ είχε ενημερώσει στο παρελθόν( 73197/Β1/28.7.2003) ότι δεν είναι δυνατή η λειτουργία Κέντρου, καθώς «στην κείμενη νομοθεσία δεν υπάρχουν εξουσιοδοτικές διατάξεις που να επιτρέπουν την ίδρυση μονάδας με την ονομασία Κέντρου…». Ούτε υπάρχουν σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις. Είναι προφανές ότι είναι εντελώς διαφορετικές οι διαδικασίες, όταν φορέας υλοποίησης είναι πανεπιστημιακό ίδρυμα. Επιστημονικός Υπεύθυνος (ΕΥ) είναι ο επίκ. καθηγητής, Χρήστος Παρθένης. Πρόκειται για το μακροβιότερο ΕΥ στο πρόγραμμα (2010-2017). Oι προηγούμενοι τρεις συμπλήρωσαν μόλις 2-3 χρόνια. Είχε αντικαταστήσει τον προηγούμενο ΕΥ του Προγράμματος. Αρκετά ασυνήθιστο να ανατίθεται σε λέκτορα η υλοποίηση ενός τόσο απαιτητικού και σύνθετου προγράμματος, και μάλιστα, με τη συνεργασία των δύο άλλων πανεπιστημίων της χώρας. Η ίδια η πορεία και η εμπειρία από την εφαρμογή του σχετικού προγράμματος (1997- 2010),άλλωστε, είχε δώσει μέχρι τότε δείγματα «καυτής πατάτας».
Αναφέρουμε τα παραπάνω, γιατί οι διαδικασίες αντικατάστασης υπευθύνων στα προγράμματα έχουν παρασκήνιο και ιστορίες που έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην πρόοδο του φυσικού αντικειμένου. Πολύ περισσότερο, βέβαια, έχει επιπτώσεις η συχνή αλλαγή και διαδοχή του φορέα υλοποίησης ενός έργου. Στο ρεπορτάζ που αναφέραμε πιο πάνω διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι, εδώ και χρόνια, «το έργο αντιμετώπιζε τις χρονοβόρες διαδικασίες του Δημοσίου. Και σε παλιότερες φάσεις, όταν ολοκληρωνόταν ένας κύκλος υλοποίησης, μεσολαβούσαν κενά μηνών ή ετών μέχρι να εκδοθούν νέες αποφάσεις ένταξης σε ευρωπαϊκά προγράμματα χρηματοδότησης. Ενδεικτικά, η ένταξη του τρέχοντος έργου στο ΕΣΠΑ (2014-2020) εγκρίθηκε τον Οκτώβριο του 2016. Το προηγούμενο πρόγραμμα είχε λήξει όμως τον Νοέμβριο του 2015». Ο ΕΥ που έχει αντικατασταθεί διατυπώνει τον ισχυρισμό ότι «Από τις διακοπές χάνουμε πληθυσμό που είχε πάει σε σχολεία. Μπορεί να χάσουν την εμπιστοσύνη τους κάποιοι εκπαιδευτικοί, ή οι ίδιοι οι Ρομά να θεωρήσουν ότι δεν έχουν στήριξη. Είναι πολλαπλές οι συνέπειες της ασυνέχειας».
Βρίσκουμε όλους τους παραπάνω ισχυρισμούς ανεπαρκείς, αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα συμπληρώνει σχεδόν είκοσι χρόνια εφαρμογών. Θα ανέμενε κανείς ότι ένα πολύχρονο και πολυδάπανο πρόγραμμα έχει καθιερώσει και εγκαθιδρύσει δομές, νοοτροπίες και πρακτικές που θα εξασφάλιζαν βιώσιμη συνέχεια, παρά τις περικοπές. Άλλωστε, ποιο πεδίο έμεινε έξω από τις περικοπές; Εκτός και εάν οι συντελεστές και οι ομάδες αναφοράς έχουν εθισθεί και έχουν εξοικειωθεί σε μια αντίληψη και πρακτική ότι η εγγραφή και η φοίτηση των Ρομά στο σχολείο είναι υπόθεση μιας «ειδικής κοινοτικής διαβίου χρηματοδότησης». Μόλις, δηλαδή, στερέψουν τα κοινοτικά κονδύλια, δεν υπάρχει ανοιχτό σχολείο για τους Ρομά. Μοιάζει, δηλαδή, η φοίτηση των Ρομά στο σχολείο να είναι υπόθεση εξαγοράς! Οι πρώην Υπουργοί Παιδείας, οι πανεπιστημιακοί και τα πανεπιστήμια που έχουν για είκοσι χρόνια τώρα εμπλακεί στο πολυδάπανο και πολυετές αυτό πρόγραμμα, θα χρειαστεί να μας απαντήσουν στο ερώτημα: Γιατί είναι τόσο πενιχρός ο απολογισμός του προγράμματος;
Το πολύ ψηλό κόστος και ο πολύ χαμηλόςδείκτη φοίτησης!
Η σχέση που διατυπώνεται στην παραπάνω διατύπωση, προφανώς, δεν παραπέμπει σε μια σχέση αιτίου-αιτιατού. Είναι μια σχέση, μάλλον, αντιστρόφως ανάλογη.Όσο αυξάνει ο δείκτης φοίτησης άλλο τόσο μειώνεται ο δείκτης δαπάνης ανά Ρομά μαθητή. Υπάρχουν σίγουρα παράγοντες και αιτίες που έχουν συντελέσει στη συνδυασμένη αυτή αντιστρόφως ανάλογη σχέση. Κι αυτοί δεν είναι δυνατόν να περιοριστούν στην εύκολη προσφυγή σε στερεοτυπικές αντιλήψεις και προκαταλήψεις για τη σχέση των Ρομά με το σχολείο και τις υποτιθέμενες αντιστάσεις που είναι δύσκολο να ξεπεραστούν.
Η ανακίνηση του γενικότερου ζητήματος των Ρομά προσφέρεται για να εξετάσουμε συστηματικότερα ορισμένες πτυχές των εκπαιδευτικών πολιτικών που ασκήθηκαν μέχρι σήμερα. Το αφήγημα "ένταξης των ειδικών πολιτισμικών ομάδων στην εκπαίδευση" εντάσσονταν στις πολιτικές επιλογές όλων των κυβερνήσεων: να χρηματοδοτούν δηλαδή γενναιόδωρα, με κοινοτικούς και εθνικούς πόρους, ειδικά προγράμματα, που να απευθύνονται, χωριστά, σε «τσιγγανόπαιδες», παλιννοστούντες, μετανάστες και «μουσουλμανόπαιδες». Από τη «Μελέτη Αξιολόγησης Υλοποιούμενων Έργων», της Remaco A.E.(2005), που έγινε με σχετική χρηματοδότηση από την Ειδική Υπηρεσία Διαχείρισης ΕΠΕΑΕΚ του ΥΠΕΠΘ, πληροφορούμαστε ότι οι απαρχές του συγκεκριμένου εγχειρήματος εντοπίζονται «στο 1996,(όταν) το Γραφείο Ποιότητας Ζωής του (τότε} πρωθυπουργού, του κ. Σημίτη, αναλαμβάνει πρωτοβουλία” για τέσσερα μεγάλα προγράμματα, με πολύ υψηλούς προϋπολογισμούς (της τάξεως του 1 δις δρχ. περίπου το καθένα). Με απ ευθείας ανάθεση, χωρίς δημόσια και ανοιχτή πρόσκληση ενδιαφέροντος, είχε ορίσει τέσσερις επίλεκτους πανεπιστημιακούς που θα ήταν υπεύθυνοι για την υλοποίηση των τεσσάρων ανεξάρτητων μεταξύ τους προγραμμάτων για τις συγκεκριμένες «ευπαθείς» κοινωνικές ομάδες.
Η πρωθυπουργική αυτή πρωτοβουλία αποτέλεσε την πατέντα και των επόμενων διαδοχικών προγραμμάτων, που αν και προκηρύσσονταν, κατέληγαν στα χέρια (συχνά των ιδίων) μελών ΔΕΠ που έπαιρναν το χρίσμα του ΕΥ, με απεριόριστες αρμοδιότητες στο θεωρητικό, ερευνητικό, μεθοδολογικό, οργανωτικό και διαχειριστικό πεδίο.Η Επιτροπή Ερευνών των Πανεπιστημίων είχε αρμοδιότητα μόνο στο σκέλος της διαχειριστικής υποστήριξης! Η συγκεκριμένη επιλογή του τότε πρωθυπουργού έδινε τη δυνατότητα ώστε να παρακάμπτονται ακαδημαϊκές μονάδες (Τομέας, Τμήμα, Εργαστήρια) ή και συλλογικά όργανα διοίκησης (Κοσμητεία, Σύγκλητος) από τις διεργασίες εκείνες που θα έδιναν σε ένα πρόγραμμα υψηλής κοινωνικής ευαισθησίας το μέγιστο δυνατό βαθμό ακαδημαϊκής εγκυρότητας και ιδρυματικής αξιοπιστίας.
Προγράμματα αυτής της γεωγραφικής εμβέλειας, με τον ανάλογο δείκτη κοινωνικής ευαισθησίας και με τόσο υψηλούς προϋπολογισμούς είναι ανοικτά στην αποτυχία, όταν καταλήγουν να είναι αποκλειστικώς προσωπική υπόθεση ενός ΕΥ. Και δεν ήταν τα μοναδικάπρογράμματα(βλ. τα πολύπαθα προγράμματα Εξομοίωσης Δασκάλων και Νηπιαγωγών, που χορηγούσαν μάλιστα πτυχίο! ).Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι συνιστά θεσμική εκτροπή να στεγάζονται προγράμματα αυτού του είδους στις δομές ενός Τομέα ή Τμήματος ή ιδρύματος και να μην υπάρχει η δυνατότητα στοιχειώδους ενημέρωσης και ζύμωσης για το σχεδιασμό, την οργάνωση, τις αναθέσειςκαι την εφαρμογή των σχετικών ερευνητικών και επιμορφωτικών δραστηριοτήτων!Ακόμα και η σύνταξη της αρχικής πρότασης ήταν προσωπική και μυστική υπόθεση του συντάκτη- μέλους ΔΕΠ! Αίτημα για ενημέρωση των άλλων μελών του φορέα σκόνταφτε στο επιχείρημα της περίφημης κι ανυπόστατης «ανταγωνιστικότητας»! Αυτού του είδους τα προγράμματα είναι ιδρυματικά (οι προσκλήσεις ενδιαφέροντος απευθύνονταν στα τριτοβάθμια ιδρύματα) αλλά κατέληγαν να είναι προγράμματα του ΕΥ, που στο όνομα της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της ακαδημαϊκής γνώσης του θέματος, παρέκαμπτε τα πανεπιστημιακά όργανα.
Το πρόγραμμα « Εκπαίδευση των παιδιών Ρομά», αν και φέρει, κατά καιρούς, διαφορετικούς τίτλους είναι ένα. Διαρκεί ήδη 20 χρόνια (1997-2017), με χρηματοδότηση πάνω από 30 εκατ. ευρώ, περίπου. Έχει κάνει μια περίεργη διαδρομή σε διαφορετικά πανεπιστήμια της χώρας: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (1997-2001, 2002-2004), Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (2006-2008), Πανεπιστήμιο Αθηνών και ΑΠΘ (2010-2013), και Πανεπιστήμιο Αθηνών-ΑΠΘ- Θεσσαλίας (2013-σήμερα).
Πολύ ενωρίς, ο ευρωβουλευτής, τότε, Αλέκος Αλαβάνος, μετά από γραπτή σχετική επερώτηση (Ε-2684/03) προς την τότε αρμόδια κοινοτική Επίτροπο, τη γνωστή μας Υπουργό Παιδείας, αργότερα, που κατεδάφισε το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο, την Άννα Διαμαντοπούλου, είχε υποστηρίξει ότι «… το σχολείο κατάρτισης των Τσιγγάνων είναι σαράντα φορές πιο ακριβό από το Κολέγιο Αθηνών ή τη Σχολή Μωραΐτη. Είναι σαφές ότι δημιουργούνται σοβαρότατα ερωτηματικά για τη διαχείριση των δράσεων του Β΄ και Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης για τους Τσιγγάνους»!
Αλλά και η επίσημη εκδοχή του ΥΠΑΙΘ αναφέρεται σε πενιχρό απολογισμό. Είχε καθιερώσει (μετά το 1998), μια εγκύκλιο που την έστελνε στα σχολεία, κάθε χρόνο σχεδόν, για την εκπαίδευση των παιδιών Ρομά. Σε σχετική εγκύκλιο του 2010(μετά από 13 χρόνια εφαρμογής) διατυπωνόταν η εκτίμηση ότι: «Η σχολική φοίτηση των παιδιών Ρομά, παρά τις προσπάθειες που έχουν καταβληθεί τα τελευταία χρόνια, χαρακτηρίζεται από απουσία ή περιορισμένη παρακολούθηση στην προσχολική εκπαίδευση, μικρό ποσοστό εγγραφής στο δημοτικό σχολείο, καθυστερημένη συμμετοχή στην εκπαιδευτική διαδικασία σε προχωρημένη ηλικία, πρόωρη διακοπή πριν την ολοκλήρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης και χαμηλή επίδοση σε σχέση με τον υπόλοιπο μαθητικό πληθυσμό» (Φ.3/960/102679/Γ1/20-08-2010/ΥΠΔΒΜΘ).
Υποθέτουμε πως δεν έχουν συντελεστεί ραγδαίες εξελίξεις τα τελευταία χρόνια, παρά τη συνεχιζόμενη εφαρμογή του προγράμματος. Από τις μεταγενέστερες σχετικές εγκυκλίους απουσιάζει το επίμαχο απόσπασμα. Ίσως, αυτό να έχει σκόπιμα διαγραφεί, καθώς εκθέτουν τους πολυάριθμους αξιολογητές που αποζημιώνονται πλουσιοπάροχα από τα σχετικά προγράμματα. Αναρωτιέται κανείς, γιατί χρειάζονταν ακριβοπληρωμένες αλλεπάλληλες εκθέσεις «εσωτερικής» και «εξωτερικής» αξιολόγησης, όταν μια εγκύκλιος τα «λέει όλα»; Ο χορός των αξιολογικών εκθέσεων συνεχίστηκε για πολλά χρόνια! Είμαστε στην εποχή των εμμονών που έχουν οι μανιακοί με την αξιολόγηση, που αμείβεται αδρά!
Είναι αποκαλυπτικό ότι, αν και εξακολουθεί να εφαρμόζεται το συγκεκριμένο πρόγραμμα, το Υπουργείο Παιδείας, με επείγουσα εγκύκλιο (Ιούνιος 2017), ζητά άμεσα τα στοιχεία φοίτησης μαθητών Ρομά, (Σχολικού Έτους 2016-2017). Στο αρχείο του Προγράμματος δεν υπάρχουν, προφανώς, αυτά τα στοιχεία. Ούτε στο Υπουργείο Παιδείας !
Γιατί είναι πενιχρός ο απολογισμός;
Εκτιμούμε ότι σημαντικές αιτίες για τον πενιχρό απολογισμό είναι : (α) Ο κατακερματισμός των προγραμμάτων κατά του «κοινωνικού αποκλεισμού» από την εκπαίδευση σε επιμέρους ομάδες αναφοράς (Τσιγγανόπαιδες, μουσουλμανόπαιδες, παλλινοστούντες/ μετανάστες).(β) Ο κατακερματισμό του ίδιου του προγράμματος, των «Τσιγγανοπαίδων», μέσα στο χρόνο, ανάλογα με το φορέα υλοποίησης (τα διαδοχικά πανεπιστήμια) και τον τρόπο που τα Πανεπιστήμια αξιοποίησαν και εφάρμοσαν τα προγράμματα. (γ) Η ανάθεση της αποκλειστικής ευθύνης υλοποίησης του προγράμματος σε έναν ΕΥ, ερήμην των άλλων θεσμοθετημένων οργάνων που υλοποιούν τα συμβατικά εκπαιδευτικά τους προγράμματα. (δ) Σε συνδυασμό με τα παραπάνω, σημαντικός παράγων ήταν ο βαθμός λειτουργικής ή μη ένταξης του προγράμματος στη συνολική άσκηση πολιτικής στέγης, απασχόλησης, υγείας, κοινωνικής ασφάλισης. Το τελευταίο, αν και το πιο σημαντικό πεδίο δεν εμπίπτει άμεσα στις ευθύνες τις αρμοδιότητες των συντελεστών του προγράμματος για την εκπαίδευση.
Ο κατακερματισμός των προγραμμάτων με αναφορά στις διακριτές κοινωνικές ομάδες δεν ευνοεί τη διαμόρφωση κοινών και ομοιότροπων παρεμβάσεων, υλικού, μεθοδολογίας, κ.α, όταν και εάν προσφέρεται. Η μη λειτουργική ένταξη του εκπαιδευτικού προγράμματος σε μια ολοκληρωμένη στρατηγική παρέμβασης (στέγη, απασχόληση, κ. α) προκαλεί δομικές αντιφάσεις, αναστολές και ανατροπές. Αλλά και στο εσωτερικό του προγράμματος προκύπτουν πολλές αναδιπλώσεις καιασυνέχειες ή επικαλύψεις. Οι επιπτώσεις των κατακερματισμένων και αποσπασματικών παρεμβάσεων είναι, προφανώς, ολέθριες.
Το πρόγραμμα, με τις διαδοχικές εκδοχές του, «ταξίδευε» από πανεπιστήμιο σε πανεπιστήμιο και από «επιστημονική ομάδα» σε «επιστημονική ομάδα» και έμπαινε εξ υπαρχής σε «νέα τροχιά», με βάση το «νέο», κάθε φορά, εγκεκριμένο Τεχνικό Δελτίο Έργου. Δεν προβλεπόταν, στις διαδοχικές προκηρύξεις που έγιναν, η παραμικρή δέσμευση ώστε η νέα πρόταση να συνεχίζει ή να χτίζει πάνω σε ο τι έχει ήδη συντελεστεί, με βάση την αποκτημένη εμπειρία. Αυτόνομα τα πανεπιστήμια, «ανεξάρτητοι» οι πανεπιστημιακοί, ανοικτές και ανταγωνιστικές προσκλήσεις ενδιαφέροντος, «ανεξάρτητοι κι αμερόληπτοι» αξιολογητές των προτάσεων, όλα συντελούσαν σε μια εγκαθίδρυση στεγανών! Μέσα σε αυτό το φαύλο κύκλο της «ανεξαρτησίας», δεν ήταν εύκολο το πρόγραμμα να αποκτά προϋποθέσεις για μια δυναμική συνέχεια και συνοχή, αν και υπήρχε πανελλαδικά ένας πυρήνας «ομάδας» συνεργατών που παρέμενε ακλόνητος και σταθερός σε όλες τις διαδοχικές περιπλανήσεις. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να διερευνηθεί η συγκρότηση του πυρήνα των μόνιμων συνεργατών και το εάν και κατά πόσο αυτοίεξασφάλιζαν σχετικούς βαθμούς συνοχής και συνέχειας και σε ποια θέματα. Φαντάζομαι θα ήταν ενδιαφέρον εάν εντοπιζόταν η θέση των φερόμενων ως αξιολογητών στα διαδοχικά προγράμματα.
Αποκαλυπτική αυτών των πρακτικών του κατακερματισμού και της ασυνέχειας είναι η δημόσια διακήρυξη (2012) του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, όταν μαζί με το ΑΠΘ συνέπρατταν με το ΕΚΠΑ στο πρόγραμμα( http://roma.pre.uth.gr/main/node/17).Αν και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας είχε την αποκλειστική ευθύνη υλοποίησης του προγράμματος για μια ολόκληρη διετία (2008-2010), μετά την προηγούμενη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων(1997-2004), δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά για την αξιοποίηση αυτής της προηγούμενης εμπειρίας και του «νέου» υλικού που είχε παραχθεί στο παρελθόν! Έχουμε, αντίθετα, μια τυφλή γενικόλογη και νεφελώδη προσήλωση στα κελεύσματα των νέων «αφεντικών»!
Εξίσου αποκαλυπτική ως προς την αποσπασματικότητα και την ασυνέχειαήταν η τηλεφωνική παρέμβασηκαι διευκρίνιση εκ μέρους του σημερινού ΕΥ του Προγράμματος «Εκπαίδευση των παιδιών Ρομά», από το ΕΚΠΑ, σε κεντρικό τηλεοπτικό κανάλι που είχε ως θέμα τη «ζωή των παιδιών στους τσιγγάνικους καταυλισμούς» («Μίλα»-23-10-2013). Ισχυρίστηκε, κατά λέξη: «Εμείς δεν έχουμε, αυτή τη στιγμή, καμιά σχέση με το πρόγραμμα των Ιωαννίνων. Μιλάω για το ΕΚΠΑ». Άραγε, ποια ήταν η άλλη στιγμή;
Είναι άξιο επισήμανσης ότι ο τότε (και σημερινός) ΕΥ του σχετικού προγράμματος στο ΕΚΠΑ είχε θητεύσει, χρόνια πριν , συνεργάτης του Προγράμματος Ιωαννίνων(2002-04) για το διάστημα 1.1.2003-30.9.2003, με σύμβαση και αντικείμενο «παρακολούθηση παραγωγής διδακτικού υλικού». Το παραδοτέο του φέρεται να έχει ως έργο «Πίνακες αξιολόγησης και παρακολούθησης του διαγωνισμού για την παραγωγή διδακτικού υλικού». Ατύχησε, ωστόσο, γιατί η όποια συμβολή του είχε ακυρωθεί (όχι η σύμβασή του), καθώς η ΕΥΔ/ ΕΠΕΑΕΚ, είχε ανακοινώσει τη διακοπή κάθε ενέργειας όσον αφορά το συγκεκριμένο υποέργο» (15171/11/11/03) και ότι «κρίνεται επιβεβλημένη η αναστολή… κάθε ενέργειας που αφορά…στη δράση παραγωγής επιμορφωτικού και διδακτικού υλικού»( 4997/2/4/04)! Έχοντας ως δεδομένο ότι υπήρξε συνεργάτης, ο παραπάνω συγκεκριμένος ισχυρισμός του υποδήλωνε, μάλλον, μια μορφή άκομψης και εύκολης αποστασιοποίησης από «τα πεπραγμένα» του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Ίσως να επρόκειτο, για ένδειξη ενδοπανεπιστημιακών τριβών που εκδηλώνονται στα διάφορα προγράμματα.
Είναι γνωστό ότι όλα αυτά τα χρόνια, έχουν συγγραφεί , έχουν παραχθεί και έχουν εκδοθεί πολλά σχολικά βοηθήματα και βιβλία, με πολύ σημαντικές δαπάνες. Ορισμένα, αν και είχαν εκδοθεί, κρίθηκαν ακατάλληλα από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο ή ότι έπρεπε να διορθωθούν!Γιατί, άραγε, κάθε πανεπιστήμιο ( δηλαδή, Επιστημονικός Υπεύθυνος, ΕΥ) χρειαζόταν το δικό του επιμορφωτικό και διδακτικό υλικό; Ποια η σκοπιμότητα ώστε κάθε πανεπιστήμιο(ΕΥ) να κάνει τις δικές του νέες προμήθειες εξοπλισμού (επίπλων, μουσικών οργάνων, οπτικοακουστικών μέσων, Η/Υ, κ.α.); Γιατί κάθε πανεπιστήμιο (ΕΥ) χρειαζόταν να δημιουργεί εξ υπαρχής νέους «εμψυχωτές», επιμορφωτές, διαμεσολαβητές; Που χωράνε τα μεγάλα ζητήματα της εκπαίδευσης των παιδιών Ρομά, μέσα σε όλα αυτά; Μάλλον έχουμε μια ιστορία που θυμίζει το θρύλο με το «Γεφύρι της Άρτας». Μήπως, είχαμε τις επιπτώσεις συγκεκριμένης πολιτικής που κυριαρχούσεκαι είχε ειδικό ενδιαφέρον για υψηλούς δείκτες απορροφητικότητας, προκειμένου να μη χαθούν κονδύλια;
Οι διαδοχικοί «επιστημονικοί υπεύθυνοι», που αναλάμβαναν την υλοποίηση των διαδοχικών εκδοχών του προγράμματος, έβρισκαν προνομιακό πεδίο ώστε να υπερασπίζονται με ιδιαίτερο σθένος τις αρχές της ακαδημαϊκής ελευθερίας και ευθύνης. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, είναι προφανές ότι η υπόθεση της εκπαίδευσης των «παιδιών Ρομά» ήταν και είναι ανοιχτή, μέσα στο χρόνο, σε ασυνέχειες, επικαλύψεις, την έλλειψη σαφούς και ενιαίου θεωρητικού πλαισίου, τη σπατάλη πόρων, παλινδρομήσεις, επαναλήψεις, ακύρωση των προηγούμενων παρεμβάσεων, τη σύγχυση, την αποκαρδίωση (εκπαιδευτικών, γονέων και μαθητών Ρομά), τη ματαίωση, την αποτυχία και τον πενιχρό απολογισμό. Το όλο θέμα μοιάζει να έχει διευθετηθεί με πρακτικές ανάλογες με αυτές που κυριάρχησαν στα μεγάλα δημόσια έργα. Το έργο για την ενίσχυση της φοίτησης των παιδιών Ρομά στο σχολείο κατακερματίστηκε. Έτσι, ήταν εύκολο να «ταξιδεύει»! Για όλα τα παραπάνω υπάρχει η σχετική ευθύνη που κατανέμεται σε όλη την κλίμακα του όλου διοικητικού μηχανισμού,από τα πάνω προς τα κάτω.
Είναι προφανές ότι ο πενιχρός απολογισμός ενός εκπαιδευτικού προγράμματος που συμπληρώνει εικοσαετία δεν επιτρέπει τη διαιώνιση αυτής της πρακτικής που ξεκινάει από το σχεδιασμό και ολοκληρώνεται με την εφαρμογή και τον απολογισμό. Χρειάζεται μια ριζική αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου και της στρατηγικής. Τα μεγάλα προγράμματα εκτεταμένης εφαρμογής μέτρων εκπαιδευτικής πολιτικής, όπως π.χ. Προγράμματα «καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού μαθητών από την εκπαίδευση» δεν είναι δυνατόν να αφήνονται στην αποκλειστική ακαδημαϊκή (θεωρητικός προσανατολισμός) και διαχειριστική δικαιοδοσία ενός μέλους ΔΕΠ (προσλήψεις, συμβάσεις, εντολές πληρωμών, παραλαβή παραδοτέων, κ.α.). Τα προγράμματα είναι «ιδρυματικά», από τη σύλληψή τους και την προκήρυξή τους. Από αυτή την άποψη, χρειάζεται να διέπονται από τις θεσμικές δεσμεύσεις λειτουργίας των αρμόδιων οργάνων (Τομέα, Εργαστηρίου, Τμήματος, Συγκλήτου). Σε ένα πρόγραμμα ιδρυματικό δεν είναι δυνατόν να εξουσιοδοτείται εν λευκώ ο επιστημονικός υπεύθυνος.
Το πρόβλημα είναι ότι τα πανεπιστήμια τα ενέταξαν μεν για τις εισφορές τους στις Επιτροπές Ερευνών αλλά δεν ενδιαφέρθηκαν για την προστασία του ιδρυματικού τους χαρακτήρα και την τήρηση των θεσμικών τους δεσμεύσεων.Ωστόσο, είναι προφανές ότι η άσκηση εξειδικευμένης εκπαιδευτικής πολιτικής για τις συγκεκριμένες ομάδες αναφοράς δεν είναι ακαδημαϊκή υπόθεση ή αρμοδιότητα των πανεπιστημίων. Είναι υπόθεση άσκησης κυβερνητικής πολιτικής και ενεργού εμπλοκής των αντίστοιχων δομών του εκπαιδευτικού συστήματος. Αυτές είναι οι δομές που εφαρμόζουν τα προγράμματα και όχι οι «εξωτερικοί» και περιφερόμενοι συνεργάτες, χωρίς καμία θεσμική δέσμευση. Ο μεγάλος αριθμός των εργαζομένων, εκτός των διορισμένων εκπαιδευτικών στα σχολεία, δεν ανήκαν στις δομές οργάνωσης της εκπαίδευσης. Ήταν εξωτερικοί συνεργάτες-συμβασιούχοι που δεν κάλυπταν «πάγιες και διαρκείς ανάγκες». Μάλιστα, όσοι εξ αυτών μονιμοποιήθηκαν πήραν θέσεις στις διάφορες υπηρεσίες των Πανεπιστημίων και όχι στις δομές υποδοχής των μαθητών Ρομά! Το ίδιο συνέβη και με σημαντικό τμήμα των εξοπλισμών! Οι εργαστηριακοί εξοπλισμοί ή οι δομές που δημιουργήθηκαν (αν δημιουργήθηκαν) δε θα έπρεπε να ανήκουν στις αντίστοιχες εκπαιδευτικές βαθμίδες και τις σχολικές μονάδες;Δηλαδή, τα πανεπιστήμια αξιοποίησαν τα κονδύλια που προβλέπονταν για την εκπαίδευση των μαθητών Ρομά με τρόπο που ευνοούσε τις δικές τους ανάγκες σε προσωπικό και εξοπλισμούς!
Υπάρχει άλλος δρόμος;
Θα ανέμενε κάποιος ότι ένα πρόγραμμα που εφαρμόζεται για 20 ολόκληρα χρόνια, με πολύ υψηλούς προϋπολογισμούς, να έχει δημιουργήσει και να έχει εγκαθιδρύσει τις απαραίτητες βιώσιμες δομές στην εκπαίδευση για την υποστήριξη της συστηματικής σχολικής φοίτησης (και όχι απλής εγγραφής) των παιδιών Ρομά και να έχει παραγάγει, σε συνέργεια με τα άλλα προγράμματα, εκπαιδευτικό υλικό, μεθοδολογία, τεχνογνωσία και κουλτούρα περιεκτικής εκπαίδευσης στο ελληνικό σχολείο. Οι εκπαιδευτικές εφαρμογές διαρκούν είκοσι χρόνια.
Φαίνεται ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα κατακερματίστηκε, με την ευθύνη και του Υπουργείου, με αποτέλεσμα να περιπλανιέται και να «ταξιδεύει», από πανεπιστήμιο σε πανεπιστήμιο, χωρίς να αποκτήσει τα θεσμικά χαρακτηριστικά του «ιδρυματικού» . Μαζί του ή γύρω από αυτό, περιφέρονταν, αφομοιώνοντας και αναπαράγοντας σιωπηρά ομόλογους τρόπους της Τσιγγάνικης κουλτούρας, πανεπιστημιακοί, ερευνητές, αξιολογητές, εξωτερικοί εμπειρογνώμονες (εσωτερικού και εξωτερικού), επιμορφωτές, προμηθευτές (γραφικής ύλης, Η/Υ, οπτικοακουστικών, μουσικών οργάνων, βιβλιοπώλες, κ.α.), φίλοι, εκδότες, τυπογράφοι, διαμεσολαβητές, δακτυλογράφοι, πληροφορικοί, εμψυχωτές, δημοσιογράφοι, διαχειριστές, γραμματείς, συγγραφείς, μουσικοδιδάσκαλοι, δάσκαλοι και δασκάλες, πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι, ιδιωτικοί υπάλληλοι, οπερατέρ, ελεγκτές, κ. α. Υπήρχαν και («ευάριθμοι») Τσιγγάνοι που εργάστηκαν και εργάζονται για πολλά χρόνια στο πρόγραμμα. Είναι αυτοί που, άθελά τους, αξιοποιήθηκαν για να προσφέρουν την ελπίδα στους Τσιγγάνους ότι «εδώ κάτι μπορεί να γίνει».
Όλο αυτό το πλήθος των εργαζομένων, με τους συντονιστές και τους επόπτες τους, πώς να τους ευαισθητοποιήσει κανείς, μέσα σε όλα αυτά, τις συμβάσεις, τα παραδοτέα και τους ελέγχους, ώστε να πετάξουν τα «χειρουργικά αποστειρωμένα γάντια» τους, όταν πλησιάζουν στους καταυλισμούς των « ‘ανέγγιχτων’ που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα»; Διευθυντής σχολείου μου έλεγε πως πολλοί νέοι, στην ηλικία, συνεργάτες των προγραμμάτων φοβούνται να πλησιάσουν στους καταυλισμούς. Θύματα ενός αθεράπευτου «φοβικού ρατσισμού»! Μάλλον,χρόνια τώρα, υιοθετούνταν μια μεθοδολογία διαπολιτισμικής παιδαγωγικής «εξ αποστάσεως»! Είναι αυτή που δεν ευνοεί και δεν εμπνέει ώστε οι συνεργάτες να συνάπτουν ουσιαστικές σχέσεις με αυτούς που υποτίθεται ότι θέλουν να προσελκύσουν στο σχολείο. Πώς, όμως, μπορούσαν να κάνουν ουσιαστικές σχέσεις εγγύτητας, αφού «…ποτέ δεν τους κάλεσαν σπίτι τους να φάνε μαζί το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα, που ποτέ δεν έβαλαν τα παιδιά τους να παίξουν με τα παιδιά τους… Δεν τους είδαμε ποτέ στους γάμους και στις κηδείες των τσιγγάνων, δεν τους συναντήσαμε ποτέ στις εκδηλώσεις και τις κινητοποιήσεις για τα δικαιώματα…»(1).
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να καταγράψει κανείς το είδος συμπαράστασης που επιδεικνύουν οι συνεργάτες του προγράμματος στα διάφορα τοπικά επεισόδια διωγμού, αποκλεισμού και κατασταλτικών συμπεριφορών εκ μέρους των αρχών σε βάρος των Ρομά. Έχει καταγραφεί κάποιο επεισόδιο που να αναφέρεται σε κινητοποιήσεις των Ρομά, με τη συμμετοχή συνεργατών του προγράμματος; Όπως διαβάζουμε «Όποιος δεν έχει ζωντανές παρτίδες με τους τσιγγάνους, είναι δύσκολο να καταλάβει σε τι απροσμέτρητο κοινωνικό βάθος ζούνε. Σε ποιο περιθώριο είναι καταδικασμένοι, τι περιφρόνηση βιώνουν και πόσο σχεδόν αδύνατο είναι να γίνουν ίσοι με τους «λευκούς» έχοντας να υπερπηδήσουν ένα δαιδαλώδες σύμπλεγμα αποκλεισμών»(2). Τελικά, η πλουσιοπάροχα αμειβόμενη πανεπιστημιακή τήβεννος των πανεπιστημιακών της εξ αποστάσεως διαπολιτισμικής παιδαγωγικής δεν προσφέρεται για την άρση αυτού του «περιθωρίου» και της «κοινωνικής περιφρόνησης». Μια εναλλακτική προσέγγιση, βέβαια, δεν προσφέρεται για «τεχνητά» παραδοτέα, συμβάσεις και συμβατικούς διαχειριστικούς ελέγχους. Είναι περισσότερο υπόθεση που μπορεί να εκφραστεί με αρχές κοινωνικού ακτιβισμού, δράσης και πράξης, κοινωνικής αλληλεγγύης και της κοινωνικής οικονομίας των πραγματικών αναγκών των ίδιων των Ρομά, παρά των ερευνητών, των εμπειρογνωμόνων και των πανεπιστημιακών. Τι σχέσεις μπορούν να κάνουν οι Ρομά με τα Πανεπιστήμια; Ο κ. Γαβρόγλου μόλις που άνοιξε (υποσχέθηκε) επιλεκτικά και δειλά, χωρίς εξετάσεις, τις πύλες ενδεικτικών ΑΕΙ και ΑΤΕΙ στους Ρομά!
Στα μεγάλα συμβατικά πανεπιστημιακά προγράμματα το παν είναι τα λεγόμενα «Τεχνικά Δελτία ΄Εργου » και η πορεία του «φυσικού αντικειμένου». Κι εδώ τα προβλήματα είναι διαφορετικά και πολλά. Πολλές οι συμβάσεις. Η γεωγραφική διασπορά των εργαζομένων είναι μεγάλη. Αντιλαμβάνεται κανείς τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, εφ όσον και αν χρειαστεί να ασχοληθούν συμβουλευτικά, εποπτικά ή ελεγκτικά, με αυτά τα προγράμματα, οι Επιτροπές Ερευνών των Πανεπιστημίων ή οι εξωτερικοί ελεγκτές διαχείρισης. Αλήθεια, τι θα κάνατε εάν ήσαστε μέλος της Επιτροπής Ερευνών και σας έφερναν μπροστά σας μια ημερήσια διάταξη με 60 θέματα, με τους σχετικούς φακέλους μπροστά σας; Έτσι, κι αλλιώς, η παρακολούθηση και ο έλεγχος είναι κι αυτά «εξ αποστάσεως», με βάσεις δεδομένων. Δύσκολα πλησιάζει κανείς τους Ρομά για να μάθει «από πρώτο χέρι», τι απέγινε, μετά από τόσα προγράμματα για «χάρη» τους!
Το Υπουργείο Παιδείας έχει προχωρήσει στη διαμόρφωση ειδικού σχεδίου για τις εκπαιδευτικές ανάγκες των παιδιών των προσφύγων και των μεταναστών, ανά ηλικιακή κατηγορία, αλλά και τις δυνατότητες που υπάρχουν για την ψυχοκοινωνική τους υποστήριξη και την εκπαίδευσή τους. Ίσως, έχει έρθει η «ευκαιρία» ώστε το Υπουργείο να επανεξετάσει δραστικά αυτό που γίνεται, 20 χρόνια τώρα, με τα χρηματοδοτούμενα προγράμματα «κοινωνικού αποκλεισμού». Σε μια εποχή που το κράτος πρόνοιας καταγγέλλεται και κατεδαφίζεται, με πρωτόγνωρους ρυθμούς, το Υπουργείο Παιδείας, μέσω χρηματοδοτήσεων του ΕΣΠΑ, αντιμετωπίζει τις κραυγαλέες αντιφάσεις της πολιτικής των προηγούμενων κυβερνήσεων. Την ίδια στιγμή που ακόμα και το δικαίωμα στη ζωή κλυδωνίζεται κι αμφισβητείται (βλ. αύξηση των κρουσμάτων αυτοκτονίας, απόπειρες, κατάθλιψη, εξαθλίωση, κ.α.) και υποβιβάζεται σε ατομική υπόθεση επιθυμίας, θέλησης και ικανότητας, μας προβληματίζει η εμμονή και η προβολή αρχών σεβασμού και αποθέωσης της διαφοράς, στη συγκεκριμένη συγκυρία. Όπως έχουμε υποστηρίξει και άλλοτε, σήμερα στο δημόσιο ελληνικό σχολείο, έχει αυξηθεί ο αριθμός των μαθητών, από μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα ή από οικογένειες-θύματα της «νέας φτώχειας» και της ανεργίας, με σοβαρά προβλήματα ασιτίας και στερήσεων, τόσο που τα φέρνει αντιμέτωπα με το φάσμα της σχολικής υποεπίδοσης, της σχολικής αποτυχίας, της διαρροής και της εγκατάλειψης. Έτσι, οι πληθυσμιακές ομάδες μαθητών που έχουν ανάγκη από πρόσθετη ειδική υλική, κοινωνική, συμβουλευτική και εκπαιδευτική υποστήριξη έχουν αυξηθεί σημαντικά. Μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι δεν έχει προτεραιότητα η «ετερότητα» όσο ο «κοινός παρονομαστής» των κοινωνικών και εκπαιδευτικών αναγκών των παιδιών που πλήττονται στη δίνη της κρίσης.
Κρίνουμε ότι είναι εκτός εποχής και αναποτελεσματικά τα ειδικά προγράμματα που απευθύνονται, αποκλειστικά και χωριστά, σε ειδικές κοινωνικές κατηγορίες μαθητών, τους μετανάστες, τους παλιννοστούντες, τους Ρομά, τους μουσουλμάνους, με εξαίρεση τη διδασκαλία της μητρικής τους γλώσσας. Μελέτη της REMACO(2005) στην οποία αναφερθήκαμε ήδη, αναφορικά με τα προγράμματα « Ένταξης παιδιών με πολιτισμικές και γλωσσικές ιδιαιτερότητες» έδειξε ότι αυτά παρουσιάζουν κοινά «μέσα εφαρμογής» των επιδιωκόμενων ανά έργο στόχων, όπως είναι τα μαθήματα ενισχυτικής διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας, η παραγωγή και χρήση ειδικών παιδαγωγικών και εκπαιδευτικών εργαλείων και υλικού για την διευκόλυνση εκμάθησης της γλώσσας και την κατανόηση των λοιπών μαθημάτων, η επιμόρφωση εκπαιδευτών, δράσεις ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης σε θέματα διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, στοχευμένες δράσεις παρέμβασης στις τοπικές κοινωνίες, κ.α.. Παρόλα αυτά, δεν αξιοποιήθηκαν οι συνέργειες που αναπόφευκτα δημιουργούνται μεταξύ των παραπάνω έργων. Δεν είμαστε αντίθετοι σε εστιασμένες επιμέρους εκπαιδευτικές παρεμβάσεις, υπέρ μαθητών/τριών που αντιμετωπίζουν προβλήματα πρόσβασης στην εκπαίδευση. Απλώς, τονίζουμε τις αντιφάσεις και τα όρια αυτών των παρεμβάσεων, σε συνθήκες γενικότερης εξαθλίωσης, ένδειας και αναξιοπρέπειας μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων. Έχουμε τη γνώμη ότι αυτές οι εστιασμένες παρεμβάσεις σε ειδικές κοινωνικές κατηγορίες μαθητών/τριών, εμπεριέχουν και τις προϋποθέσεις περιχαράκωσης, διάκρισης και αποκλεισμού τους, μια και η ειδική μεταχείριση εμπεριέχει ταυτόχρονα την υποτίμηση και τη μειονεκτική τους θέση. Η ίδια, δηλαδή, η ταξινόμησή τους σε ξεχωριστές και ιδιαίτερες κοινωνικές κατηγορίες τους εκθέτει σε διαδικασίες αφομοίωσης ή διάκρισης και αποκλεισμού.
Ένα εκπαιδευτικό μέτρο για το άνοιγμα του σχολείου σε όλους, χωρίς εξαιρέσεις, είναι αποτελεσματικότερο, όταν καταγράφει, ανιχνεύει, σχεδιάζει και παρεμβαίνει με ενιαίο πολιτικό παιδαγωγικό προσανατολισμό προς την κατεύθυνση της άμβλυνσης των όρων και συνθηκών, που εμποδίζουν μαθητές και μαθήτριες από μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα να έχουν συστηματική σχολική φοίτηση και θετική σχολική επίδοση. Μια τέτοια πολιτική παιδαγωγική επιλογή αμβλύνει τον κίνδυνο απομόνωσης και εγκλεισμού, καθώς προσφέρεται για την ανάπτυξη μορφών κοινωνικής αλληλεγγύης και σύσφιξης των σχέσεων ανάμεσα στα μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, που αντιμετωπίζουν, με τις όποιες διαφοροποιήσεις στην έκταση και στην ένταση, κοινά ως ένα βαθμό προβλήματα στη σχέση τους με το σχολείο. Η έξαρση του προσφυγικού επιβάλλει, ως ένα βαθμό, την ενιαία αντιμετώπιση των κοινών τους προβλημάτων.
Όσο οι Ρομά δεν μας εμπιστεύονται, ο απολογισμός θα είναι πενιχρός!
Μέσα σε όλα αυτά, δεν είναι να απορεί κανείς που, κάπου-κάπου ακούγονται και σχόλια για σπατάλες. Δε θα μπορούσαν να απουσιάζουν και ενδιαφερόμενες ΜΚΟ. Σε πρόσφατη συνέντευξη (Ιούνιος 2017), η κ. Θεοδωρικάκου υποστηρίζει ότι «το μεγαλύτερο πρόβλημα με τους Ρομά είναι πως όποιες δράσεις έλαβαν χώρα για το συμφέρον τους είχαν είτε επιδοματική κατεύθυνση είτε σπαταλήθηκαν χρήματα γι’ αυτούς χωρίς αυτούς… Έχουν δαπανηθεί πολλά ποσά, σε σημείο σπατάλης, για διάφορες ακαδημαϊκές έρευνες που αφορούν τους Ρομά, αλλά τίποτε ουσιαστικό δεν βγήκε από αυτές και κυρίως σε καμία περίπτωση δεν άλλαξε τη ζωή τους…» (http://www.efsyn.gr/arthro/i-klimaka-gia-tin-entaxi-ton-roma).
Ο Βασίλης Παϊτέρης, παλαιότερα (2013), είχε ισχυριστεί "Εσείς, 2-3 χρόνια τώρα μπήκατε στην κρίση και τα έχετε χαμένα. Δεν ξέρετε τι είναι να γεννιέσαι, να ζεις και να πεθαίνεις μέσα στην κρίση, όπως εμείς οι Τσιγγάνοι. Εμείς, για να μην πεινάμε, τραγουδάμε και χορεύουμε!" Κι αλλού: «Πολλά τα λεφτά που δίνονται αλλά δεν πιάνουν τόπο... Παίρνει τα λεφτά ένα υπουργείο και ετοιμάζει ένα υποτυπώδες πρόγραμμα για την εκπαίδευση… Κάτι, που στην πράξη αποδεικνύεται λάθος». Είναι αλήθεια, πως αυτό το ακούει κανείς συχνά από τσιγγάνους. (http://www.news.gr/ellada/koinonia/article/104835/paiterhs-oi-tsigganopateres-eferan-toys-roma-se-a.html).
Αλήθεια, τους Τσιγγάνους τους εμπιστεύεται κανείς; Εκείνοι μας εμπιστεύονται; Ένας τσιγγάνος, μέσα στην απόγνωσή του, για τις διακρίσεις που υφίστανται, μου εκμυστηρεύτηκε: «Οι εισαγγελείς και οι αστυνόμοι με το παραμικρό μπουκάρουν στους καταυλισμούς μας ! Δε μου λες; Γιατί δε μπουκάρουν στις τράπεζες, στα Δημαρχεία, στα Πανεπιστήμια, στα νοσοκομεία και στα ποδόσφαιρα κι αλλού;» Ακούει κανείς, εκεί, στα υψηλά κλιμάκια των διακριτών εξουσιών; Γιατί, οι Ρομά πιστεύουν κάτι τέτοιο; Σε τι βοηθάει να τους αφήνουμε με αυτή την αντίληψη για τα πράγματα; Πώς θα ενταχτούν σε ένα πρόγραμμα, όταν δεν εμπιστεύονται το σχεδιασμό και την εφαρμογή του, που είναι από τα πάνω κι από τα έξω, και ερήμην τους;
Σημείωσεις: (1) και (2): Στέλιος Ελληνιάδης, «Μια Τσιγγάνα στον ΣΥΡΙΖΑ, Παραλίγο». Δρόμος της Αριστεράς, Σάββατο,26.4.2014.