Στις 14 Ιουλίου 1970, μια μπάντα από το Λονδίνο, έβγαζε το πρώτο της LP.
Ήταν οι Supertramp και ο δίσκος, ήταν ο ομώνυμος, με το τριαντάφυλλο στο εξώφυλλο.
Η μπάντα τότε ήθελε να είναι progressive, βασικά. Ωστόσο, οι δύο βασικοί της, ο Ρικ Ντέιβις και ο Ρότζερ Χότζον, είχαν πολύ μεγάλες μουσικές διαφορές και εμπειρία. Ο πρώτος είχε κλασική, μπλουζ και τζαζ παιδεία. Ο δεύτερος, ήταν ένας τύπος που του άρεσε τρομερά η ποπ και ήταν και παιδί-θαύμα της μουσικής.
Αν σας αρέσει ο Τύπος, μπορείτε να τον στηρίξετε με μια συνδρομή ή δωρεά, εδώ:
Νομοτελειακά σχεδόν, όταν κλείστηκαν στο στούντιο για να γράψουν τον πρώτο τους δίσκο, οι πλακωμοί μεταξύ τους ήταν ατέλειωτοι.
Το αστείο είναι ότι έκλεισαν για τις ηχογραφήσεις τα Morgan Studios στο Γουάιλσντεν του Λονδίνου και ηχογραφούσαν αργά το βράδυ, προσπαθώντας να αποκαλύψουν και να οικειοποιηθούν τη «μαγεία» των Traffic και των Spooky Tooth, οι οποίοι επίσης έγραφαν εκεί, επίσης αργά.
Ωστόσο, οι τεχνικοί ήχου, αποκαμωμένοι από τους τσακωμούς των Ντέιβις-Χότζον με τον Ρίτσαρντ Πάλμερ, το τρίτο ιδρυτικό μέλος της μπάντας, αποκοιμόντουσαν στις κονσόλες.
Ο δίσκος καθαυτός ήταν κάπως αφελής. Είχε ενδιαφέρουσες συνθέσεις, όπως το Surely, που απόμεινε τελικά το μόνο που κράτησε η μπάντα στα best of και τις συναυλίες της, καθώς επίσης και το Words Unspoken και το Aubade.
Ωστόσο, το γενικό σύνολο ήταν τρομερά άνισο και το αποτέλεσμα ήταν ένα σχετικό «meh…», παρά τις καλές στιγμές.
Το εντυπωσιακό είναι ότι αρχικά ο δίσκος δεν αντιμετωπίστηκε άσχημα, αρχικά, αλλά αργότερα αναγνωρίστηκε ως καλλιτεχνική αποτυχία. Ο ίδιος ο Χότζον έλεγε αργότερα ότι «ήταν πολύ αφελές, αλλά είχαμε καλές προθέσεις».
Η συνέχεια για τους Supertramp ήταν σαφώς πιο ποπ και τρομερά επιτυχημένη: στο Crime of the Century ήταν μια φτασμένη art μπάντα και τελικά, στο Breakfast in America είχανε γράψει μαζεμένα, μερικά από τα πιο όμορφα κομμάτια του art pop –αν υπήρξε ποτέ αυτό- ρεύματος. Και γνώρισαν δυσθεώρητη εμπορική επιτυχία.