Η βελγική και η γερμανική αστυνομία πραγματοποίησαν σήμερα έφοδο στα κεντρικά γραφεία του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στις Βρυξέλλες.
Η αστυνομία κατάσχεσε έγγραφα από τη μεγαλύτερη πολιτική ομάδα της Ευρώπης, στο πλαίσιο έρευνας που διεξάγεται για φερόμενες διεφθαρμένες συναλλαγές από αξιωματούχο περιφερειακού γερμανικού κόμματος κατά την προεκλογική εκστρατεία για τις ευρωεκλογές του 2019.
Η έφοδος πραγματοποιείται εν μέσω μιας ξεχωριστής έρευνας της βελγικής αστυνομίας για την ξένη επιρροή στο εσωτερικό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία έχει οδηγήσει σε συλλήψεις βουλευτών και αξιωματούχων που κατηγορούνται για διαφθορά και έχει προκαλέσει αιτήματα για αναθεώρηση των μέτρων κατά της δωροδοκίας σε όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ.
Το ΕΛΚ δήλωσε ότι «συνεργάζεται με πλήρη διαφάνεια με τις εμπλεκόμενες αρχές, παρέχοντας όλες τις σχετικές πληροφορίες και έγγραφα».
Ο Hannes Grünseisen, εκπρόσωπος της εισαγγελίας στην πρωτεύουσα της Θουριγγίας, Ερφούρτη, δήλωσε ότι στόχος της έρευνας ήταν ο Μάριο Βόιχτ, ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών στη Θουριγγία. Ο Βόιχτ είχε συμβάλει καθοριστικά στην εκπόνηση της ψηφιακής εκστρατείας του ΕΛΚ για το 2019.
Από τον Σεπτέμβριο του 2022, οι Γερμανοί αξιωματικοί κατά της διαφθοράς ερευνούσαν τον Βόιτ ως ύποπτο για δωροδοκία σε επιχειρηματικές συναλλαγές.
Αξιωματούχος του ΕΛΚ δήλωσε ότι πρόκειται για «ζήτημα μεταξύ ενός εργολάβου που εργάστηκε για το ΕΛΚ κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2019 και ενός υπεργολάβου του στη Γερμανία».
Το ΕΛΚ είναι η μεγαλύτερη πολιτική ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με 175 από τα 705 μέλη του σώματος. Οι Χριστιανοδημοκράτες της Γερμανίας είναι μέλη του ΕΛΚ, συμπεριλαμβανομένης της προέδρου της Επιτροπής της ΕΕ Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Η πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Ρομπέρτα Μέτσολα και οι ηγέτες της Σουηδίας, της Ελλάδας, της Σλοβακίας, της Ιρλανδίας, της Ρουμανίας, της Κροατίας, της Λετονίας και της Κύπρου είναι επίσης μέλη της κεντροδεξιάς πολιτικής οικογένειας.
Σε δήλωση που μετέδωσαν τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης οι δικηγόροι του Βόιχτ, Norbert Scharf και Valentin Sitzmann, ανέφεραν ότι οι κατηγορίες των εισαγγελέων ήταν «αβάσιμες». «Ο πελάτης μας απέρριψε τις κατηγορίες ήδη από την αρχή της έρευνας», ανέφεραν.
Ο Grünseisen δήλωσε ότι οι ερευνητές στις Βρυξέλλες αναζητούσαν έγγραφα σχετικά με την ανάθεση μιας σύμβασης σε ένα διαδικτυακό πρακτορείο στην ανατολική πόλη Ιένα.
Πέρυσι το περιφερειακό νομοθετικό σώμα της Θουριγγίας ήρε την βουλευτική ασυλία του Βόιχτ, κατόπιν αιτήματος των εισαγγελέων. Τον Οκτώβριο του περασμένου έτους εισαγγελείς και αστυνομία πραγματοποίησαν έρευνα στο σπίτι και τα γραφεία του Βόιχτ.
Πηγή: FINANCIAL TIMES, POLITICO. Φωτογραφία: Facebook