Ο Θανάσης Οικονόμου, ελ. επαγγελματίας, πρώην βουλευτής Ιωαννίνων, ΚΕΑ ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, γράφει για την επικαιρότητα και τις κυβερνητικές επιλογές.
Λανθασμένη κυβερνητική επιλογή αποδεικνύεται πως τόσο η πανδημία, όσο και η ακρίβεια είναι παροδικά φαινόμενα και σύντομα θα αποτελούν παρελθόν. Το διαρκές τελευταίο μίλι προς την «ελευθερία» και η «απρόσβλητη» ελληνική οικονομία απογυμνώνουν την κυβέρνηση και τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Η έρευνα Τσιόδρα-Λύτρα και το τσουνάμι ακρίβειας το αποδεικνύουν πλήρως. Αλλά η κυβέρνηση συνεχίζει να βαδίζει στη λάθος κατεύθυνση, είτε γιατί είναι δέσμια των ιδεοληπτικών εμμονών της, προς χάριν των συμφερόντων των λίγων, είτε γιατί είναι παγιδευμένη στις αδυναμίες της.
Στις ποικίλες κρίσεις που βιώνουμε -υγειονομική, ενεργειακή, παραγωγική, δημοσιονομική- τοποθετούνται με έναν υπερφίαλο, αλαζονικό τρόπο αποτέλεσμα των πεποιθήσεων και της επιλεκτικής τους πολιτικής ώστε τα βάρη να τα σηκώνουν οι φτωχότεροι, προβάλλοντας και επικοινωνώντας ως πραγματικότητα, τους ευσεβείς πόθους και τον αυτοθαυμασμό τους.
Συνεπείς με αυτό το πνεύμα καταθέσαν πριν λίγες μέρες έναν προϋπολογισμό, που δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα μας. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές και δυτικές χώρες, που η κρατική παρέμβαση μεγιστοποιείται, λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας, η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατέθεσε έναν προϋπολογισμό περικοπών.
Μείωσε 880 εκατομμύρια τις δαπάνες για την υγεία, περιέκοψε κατά 1,7 δις τα προνοιακά προγράμματα, στον προϋπολογισμό δεν κατατέθηκε ούτε ένα μέτρο για την κατεπείγουσα ανάγκη ανακούφισης νοικοκυριών, επιχειρήσεων, αγροτών που απειλούνται από την ακρίβεια, την εκτίναξη των πρώτων υλών, την αύξηση του κόστους του ηλεκτρικού ρεύματος και των καυσίμων.
Δεν κατατέθηκε επίσης κανένα σχέδιο συγκεκριμένο που να δείχνει μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων τα επόμενα χρόνια, δεδομένου ότι το δεύτερο εξάμηνο του 2022 επιστρέφουμε στη δημοσιονομική πειθαρχία, εν μέσω πτώσης εισοδημάτων (σύμφωνα με τη Eurostat την δεύτερη χειρότερη στην ΕΕ, μετά τη Βουλγαρία), πληθωρισμό που θα ροκανίζει τα όποια εισοδήματα και δημόσιο χρέος που κινείται στο 200%.
Όσο για τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ, δεν θα φτάσουν ούτε στην πλειοψηφία των επιχειρήσεων, ούτε στην καθημερινότητα της οικονομίας, αλλά και σε κάθε περίπτωση οι εκταμιεύσεις καθυστερούν, έχει πέσει έξω κάθε πρόβλεψη.
Η «ανάπτυξη» που παρουσιάζει η κυβέρνηση, λόγω φτηνού δανεισμού, άρσης των δημοσιονομικών περιορισμών και του «μαξιλαριού» που βρήκε από την προηγούμενη κυβέρνηση, ήταν τα επιδόματα αναστολών, οι επιστρεπτέες και οι χορηγήσεις ημετέρων, μοιάζει περισσότερο με μια ακόμη fake αφήγηση, δεν έμεινε τίποτε, δεν άγγιξαν την καθημερινότητα και την πραγματική οικονομία, απεναντίας επανέφεραν στρεβλώσεις του παρελθόντος.
Πιο συγκεκριμένα, το 2020 έκλεισε με ύφεση, το 21 το ΑΕΠ υπολείπεται του 2019, ενώ ταυτόχρονα εκτοξεύτηκε το εμπορικό έλλειμμα δηλαδή όσο ανακτήθηκε το ΑΕΠ, έγινε με τους τρόπους και τις δομικές αδυναμίες που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία. Το 7,3 πρωτογενές έλλειμμα κατατέθηκε πως πρέπει να γίνει 1% το 2022, που σημαίνει περιορισμό ζήτησης 6%, με ταυτόχρονη καταγραφή αύξησης φορολογικών εσόδων 7,5%, δεδομένου ότι το 60% των φόρων είναι έμμεσοι, η επιβάρυνση θα είναι περεταίρω αδικία, πλήγμα των φτωχότερων. Όσο για τις παροχές, ούτε αποτελεσματικά ούτε δίκαια έγινε η κατανομή τους. Χαρακτηριστικό είναι η αδυναμία επιστροφής (και διαρκής απειλής) του μεγαλύτερου όγκου των επιστρεπτέων.
Ο προϋπολογισμός του 2022 όφειλε να είναι σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Καταρχάς να θωρακίζει τη δημόσια υγεία, και να ανακουφίζει τους πολίτες τόσο από τα συσσωρευμένα βάρη των 2 χρόνων της πανδημίας και να καταπολεμά την ακρίβεια.
Τόνωση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, διαγραφή μέρους χρεών που δημιουργήθηκαν στην πανδημία, ρύθμιση χρεών και πλαίσιο διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους, προστασία της πρώτης κατοικίας για τους πιο ευάλωτους, μείωση ειδικών φόρων κατανάλωσης, έκτακτη μείωση ΦΠΑ, επιδότηση κόστους ενέργειας, αύξηση κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ, μείωση ασφαλιστικών εισφορών του μισθωτού, ενίσχυση των νέων οικογενειών.
Η ανακούφιση δεν αρκεί, είναι όμως αναγκαία προϋπόθεση της ανάπτυξης. Της ανάπτυξης που έχει στο επίκεντρο τον άνθρωπο και την κοινωνία. Το σημερινό μοντέλο παράγει μόνο κρίσεις, οι παρούσες συνθήκες παγκόσμια και εγχώρια, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια νέα κατεύθυνση, πέρα από την αδικία, τις ανισότητες και τη μιζέρια.
Να ανακτήσουμε την εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας και στη χώρα μας, να κάνουμε τη μετάβαση, να συγχρονιστούμε με εκείνο το διεθνή βηματισμό που δεν αφήνει κανέναν άνθρωπο πίσω, με δίκαιη ανάπτυξη μπορούμε να πετύχουμε τον παραγωγικό μετασχηματισμό.
Είναι καθήκον και ευθύνη μας να δώσουμε απαντήσεις στα αδιέξοδα και τις αυταπάτες της συντηρητικής κυβέρνησης, να δώσουμε πολιτική διέξοδο στην οργή και την απογοήτευση της κοινωνίας. Να πείσουμε πως τα πράγματα στην πατρίδα μας μπορούν να γίνουν διαφορετικά, πιο ανθρώπινα.