Η ιστορία των μετονομασιών στην Ελλάδα είναι μακρά, ενδιαφέρουσα και πλέρια ιστορικών αποτυπωμάτων και πολιτικών σκοπιμοτήτων, ενίοτε.
Ο νομός Ιωαννίνων δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση, καθότι έμφορτος με το ιστορικό φορτίο του νεότερου ελληνικού κράτους.
Η βάση δεδομένων που δημιούργησε το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ) περιέχει 4.981 μετονομασίες οικισμών της Ελλάδας από τον 19ο έως τον 21ο αιών, αρκετές από τις οποίες βρίσκονται στην Ήπειρο, στους τέσσερις νομούς.
Τα μεγαλύτερα «κύματα» μετονομασιών παρατηρούνται τα έτη 1927-28, το 1954, την περίοδο 1961-63, αλλά και τη δεκαετία του ’80.
Στην πολύ ενδιαφέρουσα βάση δεδομένων, αναφέρονται σχεδόν όλες οι μετονομασίες με το ΦΕΚ με το οποίο επικυρώθηκαν.
Έτσι, η σημερινή Ελάτη μετονομάστηκε σε «Έλατα» το 1924, από Μπούλτσι και οι Λογγάδες το 1955 βαφτίστηκαν έτσι από Αρδομίτσα.
Το 1929, ο Κάτω Κάμπος έγινε Κάτω Πεδινά και η Αρσίστα, Αρίστη. Το 1928 τα Άνω Σουδενά ξανάγιναν Άνω Κάμπος, για να καταλήξουν Άνω Πεδινά τελικά.
Το 1928 προκύπτουν και τα Μάρμαρα, που αρχικά ονομάζονταν Σανδοβίτσα. Ένα χρόνο νωρίτερα, το Μικρό και το Μέγα Προσγόλι, μετονομάζονται σε Μικρό και Μεγάλο Περιστέρι.
Τα δε Σύβοτα άλλαξαν ονομασία δύο φορές: το 1927, όταν από Βώλια έγιναν Μούρτος και το 1940 που πήραν το σημερινό, επίσημο όνομά τους.
Η Μπράγια έγινε Κρανούλα το 1940 και η Ζαγόρτσα, Πολύγυρος με το ίδιο ΦΕΚ.
Δέκα χρόνια αργότερα, το Μικρό Μπισδούνι έγινε Άγιος Ιωάννης και το Μεγάλο Μπισδούνι, Ελεούσα. Το 1954 η Βάξια έγινε Δρίσκος και το 1984 η Δόλιανη ξαναπήρε το όνομά της, από το «Νέον Αμαρούσιον» όπως ήταν καταγραμμένη.
«Η ιδέα προέκυψε από την ανάγκη. Στο πλαίσιο του προγράμματος ‘Ιστορία των οικισμών της Ελλάδας’ που δημιουργήθηκε από τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΙΙΕ/ΕΙΕ) τη δεκαετία του 1980 μελετάμε τη γεωγραφία, τον πληθυσμό, τη διοικητική και οικονομική συγκρότηση των οικισμών του ελληνικού χώρου. Βρισκόμασταν λοιπόν καθημερινά απέναντι στο πρόβλημα της ταύτισης των χωριών διαφόρων περιοχών της Ελλάδας, αφού οι ονομασίες τους στο πέρασμα του χρόνου παρουσίαζαν μεγάλες διαφορές. Υπήρχαν ορισμένα εργαλεία που βοηθούσαν στην ταύτιση κυρίως επίσημες εκδόσεις, στατιστικές και χάρτες όμως αυτές ήταν διάσπαρτες, συχνά δύσχρηστες και κυρίως δεν επέτρεπαν να σχηματιστεί μια καθαρή και τεκμηριωμένη εικόνα του φαινομένου. Υπήρξε λοιπόν η ανάγκη για τη συγκρότηση ενός εργαλείου για εμάς και για κάθε άλλο ενδιαφερόμενο», επισημαίνει στο Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών ΕΙΕ, Δημήτρης Δημητρόπουλος.
Ο κ. Δημητρόπουλος αναφέρει επίσης ότι σκοπός των μετονομασιών διαχρονικά ήταν να εξελληνιστεί ο χάρτης ώστε να απαλειφθούν τα ξενικά, «κακόηχα» ονόματα.
«Έτσι χωρίς να εγκαταλειφθεί η προσπάθεια αναζήτησης αρχαίων γειτονικών τοπωνυμίων, αναζητήθηκαν απλώς ‘εύηχα και όμορφα ονόματα’, την αναζήτηση των οποίων ανέλαβε ειδική επιτροπή με τη συνδρομή καθηγητών πανεπιστημίων, αρχαιολόγων, τοπικών λογίων και στελεχών της Διοίκησης. Ήταν μια διαδικασία εργώδης, που δεν συνάντησε ουσιαστικά μεγάλες αντιδράσεις από τις τοπικές κοινωνίες, βρήκε όμως σοβαρό αντίλογο σε διανοούμενους που αντιτάχθηκαν σε αυτή την πρακτική που επιχειρούσε με διοικητικό τρόπο να απαλείψει όψεις της ιστορίας ενός τόπου», επισημαίνει ο κ. Δημητρόπουλος.
Με πληροφορίες από το ΑΠΕ/Ι. Καρδάρα