Ο Κώστας Νίτσος υπήρξε ένας από τους πιο ενδιαφέροντες ανθρώπους της ελληνικής δημοσιογραφίας, όταν ακόμα αυτό το επάγγελμα ήταν απαραίτητο για να λειτουργήσει ένα μέσο ενημέρωσης και πριν η βιομηχανία των ΜΜΕ το κηρύξει εχθρό της.
Γεννήθηκε στην Άρτα το 1920 και υπήρξε ένας ασυμβίβαστος με στυλ και παιδεία, μέχρι το τέλος της ζωής του, το 2015.
O Κώστας Νίτσος
Συμμετείχε ενεργά στην αντίσταση και στο ΕΑΜ, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα και την επόμενη μέρα έγινα αντάρτης πόλεων».
Διετέλεσε διευθυντής των «Νέων» στην πιο ιστορική τους εποχή, καθώς και της «Ελευθεροτυπίας» αργότερα και πάντα, θεωρούνταν ένας από τους «εφημεριδάδες» που μπορούσε να φτιάξει ή να σώσει ένα φύλλο. Ήταν επίσης από τους πρωτοστάτες της απεργίας του ’75 και της «Αδέσμευτης γνώμης», του απεργιακού φύλλου της πιο ιστορικής δημοσιογραφικής απεργίας στην Ελλάδα.
Ήταν όμως και κάτι άλλο: αγαπούσε τις τέχνες και το θέατρο και το 1961 δημιούργησε το «Θέατρο», ένα από τα πιο πρωτοποριακά και προοδευτικά περιοδικά για το χώρο.
Το «Θέατρο» λοιπόν, ψηφιοποιήθηκε. Την εργασία έφεραν σε πέρας το Φιλολογικό και η βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης και μπορείτε να βρείτε όλα τα τεύχη του, στο σύνδεσμο.
Η ύλη του περιοδικού αλλά και το στήσιμό του, οι συνεργασίες του, η θεματική του υπήρξαν υποδειγματικά για το πώς στήνεται ένα έντυπο πολιτιστικής ύλης, με πολιτική άποψη: ολόκληρα θεατρικά του Μαγιακόφσκι σε μεταφράσεις Άρη Αλεξάνδρου, άρθρα ανάλυσης από τύπος σαν τον Κάρολο Κουν, τον Βασίλη Ρώτα και τον Δημήτρη Μυράτ, αφιερώματα στο ξένο θέατρο, στήλες για δισκογραφία (ακόμα και για θεατρικά έργα ηχογραφημένα σε δίσκους, στα γερμανικά) και κινηματογράφο.
Επίσης, ο Νίτσος δεν «μάσαγε». Ιδού ένα μεταδιδακτορικό κείμενο που βάλει ευθέως κατά του Βαγγέλη Αβέρωφ και της ανοχής στους χουντικούς:
«Με τη Δικτατορία του '67, κάθε έντυπο που 'χε κυκλοφορήσει χωρίς λογοκρισία, για να μπορέσει να ταχυδρομηθεί έπρεπε, προηγουμένως, να ελεγχθεί μήπως ήταν ‘ανατρεπτικού περιεχομένου’. Η Υπηρεσία Ελέγχου Τύπου, μ' επικεφαλής κάποιον κύριο Ξιφτίλη, συνειδητά ή ασύνειδα, βρήκε -επιτέλους! - την ευκαιρία να βάλει τη φασιστική της βούλα, κατακούτελα στο Μπρεχτ! Πριν λίγες μέρες, κ' οι τρεις επικεφαλής της Χουντικής Λογοκρισίας -Ξιφτίλης, Βαμβακάς, Μελίστας- ‘επανήλθον εις το στράτευμα’. Ο κ. Αβέρωφ το βρήκε φυσικό. Σα να μην είχε τρέξει τίποτα. Έμενε όμως, εχτός απ' τ' άλλα, η σφραγίδα στο κούτελο του Μπρεχτ. Ανατριχιαστική, άσβηστη, ανεξίτηλη. Για να συμβολίζει το αίσχος της Εφταετίας. Και να επισφραγίζει τις ευθύνες εκείνων που ανάλαβαν να ‘μας επαναφέρουν’ στη ... Δημοκρατία. Για μας ήταν χρέος να την τυπώσουμε. Δε θελήσαμε έτσι να τιμήσουμε, μόνο, τη μνήμη του Μπρεχτ, είκοσι χρόνια από το θάνατό του. Θελήσαμε, περσότερο, να ενισχύσουμε τη δική μας μνήμη. Σαν Λαού και σαν Έθνους».
Η «Λαϊκή Σκηνή» στο Αγρίνιο-ο Κοτζιούλας είναι ο μεσαίος στην πάνω σειρά
Στο τεύχος 53-54, το «Θέατρο» κάνει αφιέρωμα στον Γιώργο Κοτζιούλα, τον ΕΛΑΣίτη ποιητή από την Πλατανούσα, πρωτεργάτη της «Λαϊκής Σκηνής» του βουνού: «Είμαστε στο 1944, έβγα χειμώνα, στα ριζά των Τζουμέρκων. Η έδρα του κλιμακίου ΕΛΑΣ Ηπείρου-Δυτ. Στερεάς βρίσκεται στο Βουργαρέλι» περιγράφει στο αφιέρωμα, ξεκινώντας την αφήγηση για την ίδρυση του «θεάτρου του βουνού» και το πρώτο έργο που γράφτηκε, για να παιχτεί στην επέτειο της 25ης Μαρτίου, «Το καινούργιο ‘21», αλλά και το ρόλο που έπαιξε ο υποστράτηγος του ΕΛΑΣ Γεράσιμος Αυγερόπουλος στη δημιουργία της σκηνής.
Το «Θέατρο» είναι ένα καλό δείγμα μιας διαφορετικού τύπου δημοσιογραφίας, θεματικής, αλλά και πλέριας ταυτόχρονα. Η εξαιρετική δουλειά του Πανεπιστημίου Κρήτης τη διατηρεί και την προσφέρει στο κοινό για μια ανάγνωση που μόνο χαμένη δεν πάει.