Αυτές τις μέρες, το ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων παρουσιάζει κάτι που δεν είχε παρουσιάσει, σίγουρα τα τελευταία χρόνια, αλλά και αρκετά ακόμα, στο βάθος του χρόνου: μια εντελώς δική του παραγωγή, ένα έργο φτιαγμένο από το μηδέν, μια παράσταση που αναφέρεται στην ίδια την πόλη.
Τα «801,5m» είναι ένα «θέατρο-ντοκουμέντο». Είναι επίσης μια σκληρή παράσταση, την οποία πρέπει να δείτε.
To έργο είναι από εκείνα τα πολιτισμικά δεδομένα που πρέπει να κριθούν, πρώτα ως κομμάτια του τόπου και του χρόνου τους και μετά ως τεχνικά-καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά και λεπτομέρειες.
Τα 801,5 μέτρα είναι η απόσταση από τον κεντρικό δρόμο του Κατσικά, μέχρι το σημείο όπου βρέθηκε το άψυχο σώμα του Βαγγέλη Γιακουμάκη στις 15 Μαρτίου 2015, Κυριακή πρωί.
Είναι η επίσης η παράσταση που υποβάλλει το κοινό της σε μια διαδικασία που η πόλη των Ιωαννίνων πέρασε μεν ως σοκ, αλλά ξεπέρασε πολύ εύκολα, φαινομενικά τουλάχιστον.
Η άδικη απώλεια ενός νέου ανθρώπου ως αποτέλεσμα ενός συνόλου αποδεκτών ή ανεκτών συμπεριφορών, όχι αυτών που διαβαθμίζουν το όριο από την «κανονικότητα» στο ποινικά κολάσιμο, αφήνει κοινωνικές πληγές ανοιχτές, να κακοφορμίζουν κάτω από τη λήθη. Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το άδικο και τη λύτρωση της δικαιοσύνης, μια αντίθεση που χαράζει βαθιά ξανά την ελληνική κοινωνία τις τελευταίες μέρες, μετά την απώλεια πολλών νέων ανθρώπων στα Τέμπη, αφήνει και τα ερωτήματα ανοιχτά.
Και αυτά, τα ξαναθυμίζουν τα 801,5 μέτρα. Μέσα σε μια ώρα και κάτι, η αίθουσα του Καμπέρειου μετατρέπεται σε ντουλάπα για το «μαρτύριο-τζουκμπόξ» που αν δεν το ξέρετε, είναι μια κανονικότητα αν βρεθείς ως φαντάρος σε καμιά σκληρή μονάδα, σε κανένα ειδικό κέντρο εκπαίδευσης για λοχίες, ευζώνους κ.ο.κ. Αυτά τα παραδείγματα «πλάκας» έχεις, σε αυτά συμμετέχεις…
Η παράσταση είναι ενοχλητική. Οι ήχοι (μια πολύ προσεγμένη δουλειά) βάζουν τους θεατές στη μέση και δεν τους-τις αφήνουν να εφησυχάσουν. Οι φωνές, είναι οι φωνές που μας περιτριγυρίζουν κάθε μέρα: στην τηλεόραση, στη διασκέδαση, στην αέναη προβολή «της βαριάς βιομηχανίας μας, του τουρισμού», παντού. Μια μόνιμη επιτηδευμένη ενόχληση, για να έρθει ο θεατής σε μια θέση ενός άλλου…
Από τη στιγμή που μπαίνεις στην αίθουσα, είσαι κομμάτι της παράστασης. Και όταν αυτή σε αφήνει τελικά να φύγεις, στο τέλος της, σβήνοντας τα φώτα, έχεις μια αίσθηση «και τώρα τι γίνεται;».
Η παράσταση είναι δύσκολη. Η προσέγγιση του θέματος ερεθίζει τα πιο ευαίσθητα αντιληπτικά αισθητήρια. Η διπολική φάση μας, από την τρομερή ευφορία και το «όλα πάνε καλά, σαρώνουμε» ως άνθρωποι, χώρα, ελληνικό dna και άλλες τέτοιες αηδίες, μέχρι τη συλλογική τραγωδία που βιώνουμε όλο και συχνότερα, αναπτύσσεται πλέον σε συχνότητες όλο και πιο κοντινές. Αυτό ενυπάρχει στην παράσταση, με την «ένταση δια της επαναλήψεως», την προσδοκία και την ελπίδα που διαψεύδονται και τους ήχους. Αυτούς τους βασανιστικούς ήχους.
Το έργο είναι καλό. Είναι δύσκολο και επίπονο, αλλά γι αυτό θα πρέπει να το δούνε όσο το δυνατόν περισσότεροι-ες, γιατί υπενθυμίζει ότι το τραύμα δεν επουλώνεται απλά με τον καιρό.
Και εν τέλει, η τέχνη δεν δημιουργήθηκε ποτέ για να είναι μόνο «εύκολη», χαριτωμένη και αναβλύζουσα φρεσκάδα καινούργιων σεντονιών…
(photo credit: Β. Λαγδάς)
Info
801,5m
Πέμπτη-Κυριακή έως και τις 9 Απριλίου, 21.15 στο Καμπέρειο
Σκηνοθεσία/σύλληψη ιδέας: Χάρης Πεχλιβανίδης
Σύμβουλος δραματουργίας: Κορίνα Βασιλειάδου
Σκηνογραφία: Χρήστος Κόλλιας
Μουσική: Δημήτρης Καραγέωργος
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Ενδυματολογία: Αφροδίτη Μήτση
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρία Κεβρεκίδου
Graphic design: WOW Branding & Design
Παίζουν:
Αφροδίτη Αθανασιάδου
Μαρία Αποστολακέα
Κίκα Ζαχαριάδου
Γιάννης Κοντός
Φάνης Κοσμάς