Η Τράπεζα Ηπείρου κατάφερε να αντέξει στα δύσκολα χρόνια της κρίσης λόγω των στρατηγικών θεσμικών επενδυτών. Χωρίς αυτούς, η συνεταιριστική αυτή τράπεζα μπορεί να έκλεινε. Οι στρατηγικοί θεσμικοί επενδυτές ήταν αυτοί που έδωσαν το 2015 στην τράπεζα την απαραίτητη κεφαλαιακή επάρκεια, την οποία δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει μέσω των προσπαθειών της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου.
Εν έτει 2020, τα μεγέθη της, μια κάθε άλλο παρά αμελητέα ρευστότητα 60 εκατ. ευρώ και η πορεία της οικονομίας, επιτρέπουν στην τράπεζα να είναι έτοιμη για την επόμενη μέρα και να κάνει ήδη το πρώτο της βήμα: το άνοιγμα ενός νέου καταστήματος στη Φιλιππιάδα, το το οποίο εγκαινιάζεται αύριο. Σε μια εποχή που οι συστημικές τράπεζες κλείνουν το ένα κατάστημα μετά το άλλο, η Τράπεζα Ηπείρου ακολουθεί τον αντίθετο δρόμο, πιστή στη φιλοσοφία της ότι μια τράπεζα πρέπει να είναι κοντά στον επιχειρηματία και να μην είναι απρόσωπη.
«Τα εγκαίνια του πρώτου νέου τραπεζικού καταστήματος που ανοίγει στην Ήπειρο μετά από πολλά χρόνια, καθώς και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, θεωρώ ότι είναι ένα γεγονός κομβικής σημασίας. Το κατάστημα αυτό έρχεται να καλύψει σε μια περιοχή με ιδιαίτερη δυναμική στον πρωτογενή τομέα, το κενό που αφήνει το καθημερινό κλείσιμο καταστημάτων των συστημικών τραπεζών» τόνισε ο πρόεδρος της τράπεζας Κώστας Ζωνίδης, σε σημερινή συνέντευξη Τύπου (ενώπιον όχι μόνο τοπικών ΜΜΕ αλλά και αθηναϊκών).
Σήμερα, η Τράπεζα Ηπείρου μετράει 8 καταστήματα, ενώ σε αυτά απασχολούνται 84 εργαζόμενοι. Για το 2020, υπάρχουν όμως κι άλλα σχέδια: η επέκταση της τράπεζας σε γειτονικές της Ηπείρου περιοχές αλλά και στην Αθήνα. Η Τράπεζα Ηπείρου δηλώνει έτοιμη να ανοίξει νέα καταστήματα μόλις δοθεί το πράσινο φως. Αυτό που περιμένει είναι το θεσμικό πλαίσιο για την έγκριση λειτουργίας της τράπεζας εκτός Ηπείρου –κάτι που θεωρεί ότι είναι θέμα χρόνου.
Ο εντεταλμένος εκτελεστικός σύμβουλος της Τράπεζας Ηπείρου Βασίλης Τσουκανέλης μίλησε για τα όσα κατάφερε η τράπεζα τα προηγούμενα χρόνια. «Η Τράπεζα Ηπείρου είναι η μοναδική τράπεζα που από την αρχή της κρίσης μέχρι και την έξοδο από αυτήν το 2019, όχι μόνο επιβίωσε και μάλιστα χωρίς καμία κρατική στήριξη, αλλά σήμερα είναι υπερδιπλάσια σε όλα της τα μεγέθη σε σχέση με τα τέλη του 2009. Σε ενεργητικό, καταθέσεις, κερδοφορία, κτιριακές και υλικοτεχνικές υποδομές, δίκτυο καταστημάτων, συνεταίρους, πελάτες αλλά και προσωπικό» τόνισε. Ανέφερε επίσης ότι η τράπεζα διαθέτει έναν από τους καλύτερους δείκτες χορηγήσεων προς καταθέσεις, ενώ έχει προχωρήσει και συνεχίζει να προχωρά τον εκσυγχρονισμό των υπηρεσιών της.
Ο διευθύνων σύμβουλος Ιωάννης Βιουγιούκας, στην τοποθέτησή του, έδωσε έμφαση στην αντίληψη με την οποία κινείται η τράπεζα όσον αφορά την επιχειρηματικότητα. Μια αντίληψη που, όπως είπε, διαφοροποιεί την Τράπεζα Ηπείρου από τις συστημικές τράπεζες. «Κάθε επιχείρηση είναι ξεχωριστή και απαιτείται εξατομικευμένη ανάλυση για κάθε περίπτωση. Δεν συμμεριζόμαστε την καταναλωτική λογική άλλων τραπεζών που προωθούν τυποποιημένα προϊόντα με αίτηση δανείου μέσω κινητού τηλεφώνου» τόνισε ο κ. Βιουγιούκας, ο οποίος βρίσκεται στη θέση του διευθύνοντα συμβούλου από το καλοκαίρι.
Και οι τρεις, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, ανέφεραν ότι πρωταρχικός στόχος είναι να γίνει η Τράπεζα Ηπείρου η τράπεζα της πρώτης επιλογής για μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Τόσο ο κ. Ζωνίδης όσο και ο κ. Τσουκανέλης δεν έκρυψαν πάντως για άλλη μια φορά την ενόχλησή τους που η τοπική αυτοδιοίκηση δεν στηρίζει όσο θα έπρεπε την τράπεζα. «Δεν είναι και η καλύτερη συνεργασία» είπε ο πρόεδρος της τράπεζας, με τον κ. Τσουκανέλη να διευκρινίζει ότι «με άλλους Δήμους συνεργαζόμαστε και με άλλους όχι. Με το νέο θεσμικό πλαίσιο, τα διαθέσιμα των Δήμων πηγαίνουν στην Τράπεζα της Ελλάδας. Ωστόσο απαιτούμε πια τα υπόλοιπα διαθέσιμα (για λειτουργικά κ.λπ.) να περνάνε μέσα από την Τράπεζα Ηπείρου».