Στο εκλογικό πολιτικό παιχνίδι, δεν είναι όλοι-ες αυτοί που εκλέγονται δημοφιλείς. Αρκετοί-ες εξυπηρετούν έναν απώτερο σκοπό ως «τυφεκιοφόροι» του κόμματος, μιας ομάδας πίεσης, ενός άλλου υποψηφίου που φτιάχνει τον εσωκομματικό «στρατό» του, ακόμα και μιας εσωκομματικής αντιπαράθεση που πρέπει να βγάλει κάποιον-α εκτός παιχνιδιού. Τέτοια περιστατικά συμβαίνουν διαχρονικά παντού στην Ελλάδα, όπου συνήθως οι ομάδες πίεσης διαμορφώνουν τα εκλογικά συστήματα (δείτε τι γίνεται τώρα με την τοπική αυτοδιοίκηση) και φυσικά, και στα Γιάννενα.
Στις Κυκλάδες, η βουλευτής της ΝΔ Κατερίνα Μονογυιού μοιάζει να είναι μια τέτοια περίπτωση. Δεύτερη σε σταυρούς, πίσω από τον «παλιό» Γιάννη Βρούτση, ο οποίος όμως δύσκολα θα επωμιζόταν αποκλειστικά μια ερώτηση, όπως αυτή που κατέθεσε η κα Μονογυιού στη Βουλή πριν από μερικές μέρες.
Η βουλευτής Κυκλάδων της ΝΔ λοιπόν, κατέθεσε ερώτηση προς την υπουργό Παιδείας Νίκη Κεραμέως, ζητώντας ουσιαστικά να μονιμοποιηθεί η τηλεκπαίδευση σε μικρά νησιά, υποκαθιστώντας, όχι μόνο τους εκπαιδευτικούς και τις σχολικές μονάδες που ενδεχομένως να μην υπάρχουν, αλλά και την έννοια του σχολείου.
Το ωραίο στην υπόθεση όμως είναι ότι η ερώτηση μοιάζει με «πάρε-βάλε» πάσα στην ηγεσία του υπουργείου, που, στην έτσι και αλλιώς ποσοτική αποκλειστικά διαχείριση ενός ποιοτικού ζητήματος, της παιδείας, χρησιμοποίησε την τηλεκπαίδευση ως πλήρες υποκατάστατο της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Η τηλεκπαίδευση δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη φυσική παρουσία, ούτε των μαθητών-τριών, ούτε των εκπαιδευτικών, γιατί δεν μπορεί να υπηρετήσει το σκοπό της σχολικής κοινότητας. Είναι πρακτικά αδύνατο και είναι εντελώς αντιεπιστημονική η περί του αντιθέτου αντίληψη. Με τα πρόσφατα επικοινωνιακά μέσα της κας Κεραμέως, είναι η «κοινή λογική».
Όπως κοινή λογική είναι ότι δεν πρέπει ένας εκπαιδευτικός να συνταξιοδοτείται ως αναπληρωτής ή να εξαναγκάζεται να αλλάξει όλη τη ζωή του στα 35 και στα 40, μπαίνοντας για πρώτη φορά σε σχολείο.
Κοινή λογική είναι ότι ένας καθηγητής και μια καθηγήτρια πρέπει να διδάσκουν σε μια σχολική μονάδα ή τουλάχιστον, να μην είναι αναγκασμένοι να κάνουν δρομολόγια καθημερινά μεταξύ των ίδιων των σχολείων τους, ανά ώρα διδασκαλείας.
Κοινή λογική επίσης είναι ότι τα παιδιά πρέπει να χτίζουν σχέση και εμπιστοσύνη, τη «σχολική κανονικότητά» τους με έναν εκπαιδευτικό, από την αρχή της χρονιάς μέχρι το τέλος και όχι όποτε θυμάται το υπουργείο ότι υπάρχουν κενά.
Κοινή λογική είναι ότι μια προσπάθεια με μαζικά τεστ στα σχολεία, μεγαλύτερες αίθουσες, περισσότερους-ες εκπαιδευτικούς, ίσως θα μπορούσε να κρατήσει τα σχολεία ανοιχτά εξαρχής, αντί η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας να τα ανοιγοκλείνει και να εκτεθεί ανεπανόρθωτα -ακόμα και στα μάτια πολιτικών της συγγενών- με υποθέσεις όπως οι μάσκες-αερόστατα, οι πλατφόρμες που έπεφταν ή και να την εκθέσει η τεχνολογική ένδεια του ιδιωτικού τομέα στις τηλεπικοινωνίες. Πόσες φορές ακούστηκε το «δεν σας ακούω» ή το «με ακούτε» ή ακόμα, πόσες φορές αυτό ήταν μια πρόφαση για «σκασιαρχείο» από μια έτσι και αλλιώς ανήμπορη παιδαγωγικά διαδικασία, παρά τις προσπάθειες των εκπαιδευτικών;
Η τηλεκπαίδευση δεν είναι λύση. Όπως λύση δεν είναι και η αστυνομία στα πανεπιστήμια. Το υπουργείο όμως έχει μια συγκεκριμένη πολιτική στόχευση, που την υπηρετούν όλες οι αποφάσεις του, καθώς και οι ερωτήσεις της κας Μονογυιού: Να ανοίξει την εκπαίδευση ως μια νέα αγορά. Και αυτό, θα είναι ολέθριο για την ελληνική κοινωνία, μεσοπρόθεσμα.