Η τηλεκπαίδευση, η οποία είναι η βασική μέθοδος εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες, στην Ελλάδα, τους περισσότερους από τους 13 τελευταίους μήνες, είναι ένα ανοιχτό κεφάλαιο, συχνά πρόβλημα και σίγουρα, μια πρόσκαιρη και ενδιάμεση λύση για την εκπαιδευτική διαδικασία, που δεν πρέπει ποτέ να υιοθετηθεί ως βασική, σε «κανονικές» εποχές.
Πολύ συχνά έχει γίνει επίδικο πολιτικής αντιπαράθεσης. Το Υπουργείο Παιδείας επιμένει ότι όλα έχουν πάει άριστα ή σχεδόν άριστα, οι εκπαιδευτικοί έχουν αρκετές ενστάσεις και υποσημειώσεις.
Το Κέντρο Μελετών και Τεκμηρίωσης της ΟΛΜΕ προχώρησε σε μια έρευνα για την τηλεκπαίδευση, η οποία έγινε από τις 19 Ιανουαρίου ως τις 10 Φεβρουαρίου 2021, σε 4.324 εκπαιδευτικούς δευτεροβάθμιας, οι 87 από την Ήπειρο.
Καταρχάς, η έρευνα εντοπίζει τα προβλήματα: Χωρίς καμία έκπληξη, το συνηθέστερο και μεγαλύτερο ήταν οι συνδέσεις στο ίντερνετ, σε ποσοστό 57,9%. Οι εταιρίες έχουν επανειλημμένα αποτύχει στην Ελλάδα, να προσφέρουν ποιοτικές συνδέσεις σε αντίστοιχες τιμές και συνήθως, υπερκοστολογούν κακές ή το πολύ, μέτριες συνδέσεις. Η τηλεκπαίδευση και τηλεργασία απλά ανέδειξε τη «γύμνια».
Το αμέσως επόμενο πρόβλημα ήταν τα προσωπικά μέσα. Το 50,1% των ερωτηθέντων απάντησε ότι ή δεν είχαν τα απαραίτητα/επαρκή/κατάλληλα μέσα ή ότι δεν χρηματοδοτήθηκαν επαρκώς. Έτσι και αλλιώς, τα διαβόητα vouchers του Υπουργείου Παιδείας ξεκίνησαν να διατίθενται μόλις πριν από μερικές ημέρες, ενώ η σχολική χρονιά έχει μπει στην τελική ευθεία…
Άλλο ενδιαφέρον σημείο της έρευνας, είναι ο χρόνος που απαιτεί η προετοιμασία: Υπερπολλαπλάσιος της δια ζώσης εκπαίδευσης, εκτίμησε η συντριπτική πλειοψηφία των εκπαιδευτικών, οι 8 στους 10.
Το 49% εκτιμάει αρνητικά τη συνολική εμπειρία, ουδέτερα το 30,8% και θετικά, το 20,2%.
Ακόμα: Οι 7 στους 10 αναφέρουν ότι δεν είχαν επιμορφωθεί πριν ξεκινήσει η τηλεκπαίδευση και όταν τελικά αυτό έγινε, το αποδίδουν στους συντονιστές εκπαιδευτικού έργου του κλάδου τους και στα πανεπιστήμια και πολύ λιγότερο στο υπουργείο.
Οι περισσότεροι-ες πάντως, «βρήκαν άκρη» με προσωπική ενασχόληση.
Η άποψη για το πώς λειτούργησε η τηλεκπαίδευση στο σχολείο τους, το 39,1% αποφάνθηκε «αρκετά», το 31,9% «μέτρια» και το 19,3% «πολύ καλά».
Ακόμα: Πάνω από τους μισούς, άλλαξαν το σύνολο των παιδαγωγικών μεθόδων και πρακτικών, σε σχέση με τη διαδικασία στην τάξη.
Το 43% θεωρεί ότι τα εργαστηριακά μαθήματα στα ΕΠΑΛ δεν μπορούν να υλοποιηθούν αποτελεσματικά και το 40,2% πιστεύει ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί ελάχιστα. Αντίστοιχα είναι και τα ποσοστά για μαθήματα όπως η γυμναστική και τα καλλιτεχνικά.
Σε θέματα κάλυψης της ύλης, οι εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι η τηλεκπαίδευση καλύπτει λιγότερη, από ό,τι στο μάθημα στην τάξη.
Στα πιο ουσιαστικά: Οι εκπαιδευτικοί θεωρούν σε συντριπτικό ποσοστό (87,2%) ότι οι μαθητές-τριες αφομοιώνουν λιγότερο την ύλη, με την τηλεκπαίδευση.
Ακόμα, πιστεύουν ότι δεν μπορεί να είναι αντικειμενική η αξιολόγηση των μαθητών φέτος, παρότι θεωρούν σε ποσοστό 44% θεωρούν ότι η συμμετοχή των μαθητών-τριών στην τηλεκπαίδευση είναι «σχετικά καλή».
Οι εκπαιδευτικοί προειδοποιούν ότι η τηλεκπαίδευση άνοιξε το χάσμα των ανισοτήτων, εις βάρος ειδικά των ευάλωτων ομάδων και επίσης δημιουργεί:
- εμπόδια στην αλληλεπίδραση ανάμεσα σε εκπαιδευτικούς και μαθητές-τριες: 82,8%
- εμπόδια στην αλληλεπίδραση των μαθητών-τριών μεταξύ τους: 77,3%
- επιπλέον εκπαιδευτικές απαιτήσεις με τις οποίες επιφορτίζονται εκπαιδευτικοί και μαθητές-τριες: 72,7%
- εμπόδια στην ομαλή κοινωνικοποίηση των παιδιών: 87,7%
Τέλος, σύμφωνα με την έρευνα, οι εκπαιδευτικοί θεωρούν κατά σειρά απαραίτητα μέτρα τη μείωση αριθμού μαθητών, τα επαναλαμβανόμενα τεστ, την αύξηση του προσωπικού καθαριότητας, των δρομολογίων για τη μεταφορά στα σχολεία κ.ο.κ.