dodoni back
ΓΙΑΝΝΕΝΑ

Συντεχνίες. Οι βυρσοδέψες των Ιωαννίνων σε έναν κόσμο που αλλάζει

Εικόνα του άρθρου Συντεχνίες. Οι βυρσοδέψες των Ιωαννίνων σε έναν κόσμο που αλλάζει
ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: Κύριος Τύπος
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 26/03/2023, 20:00
ΓΙΑΝΝΕΝΑ - ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΟΝ «ΤΥΠΟ»

Της Αγγελικής Ντίνου, αρχειονόμου

Το συντεχνιακό σύστημα, γνωστό ήδη από το Βυζάντιο, γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη τον 17ο και 18ο αιώνα σε πολλές πόλεις της βαλκανικής χερσονήσου. Οι συντεχνίες αποτέλεσαν έναν οικονομικό και κοινωνικό θεσμό που απέκλειε ουσιαστικά την κρατική παρέμβαση, προάσπιζε τα συμφέροντα των μελών από τον ελεύθερο ανταγωνισμό, εξασφάλιζε τη διάθεση των προϊόντων στην αγορά και παρείχε κοινωνική πρόνοια στους συντέχνους. 

Για να γίνει κάποιος μέλος συντεχνίας και να έχει το δικαίωμα να αποκτήσει δικό του εργαστήρι, έπρεπε να μαθητεύσει κοντά στον αρχιτεχνίτη, πρώτα ως τσιράκι και στη συνέχεια ως κάλφας, δοκιμασία που απαιτούσε πολύ χρόνο, κόπο και υπομονή.

Το τσιράκι, μαθητούδι (ciraklic), από τη στιγμή που προσλαμβανόταν  από τον αρχιτεχνίτη, εξαρτιόταν απόλυτα από αυτόν και δεν μπορούσε να τον εγκαταλείψει, αν δεν τελείωνε ο συμφωνημένος χρόνος μαθητείας, έστω και αν ήταν δυσαρεστημένο από το αφεντικό του. Η υποχρεωτική μαθητεία διαρκούσε σχεδόν τρία χρόνια και ουσιαστικά επρόκειτο για άμισθη πρακτική άσκηση.

Στη συνέχεια ο μαθητευόμενος περνούσε στο στάδιο του κάλφα (kalfalik), το οποίο του εξασφάλιζε  μια καλύτερη κοινωνική και επαγγελματική θέση. Ο κάλφας πρόσφερε σημαντικό έργο στον εργοδότη του χωρίς όμως την ανάλογη αμοιβή, γεγονός που λειτουργούσε ανασταλτικά στη γρήγορη εξέλιξή του.  

Μετά και από αυτό το στάδιο εκπαίδευσης, ο κάλφας αποκτούσε τον τίτλο του αρχιτεχνίτη. Η απονομή του τίτλου, που γινόταν με ειδική τελετουργία, του εξασφάλιζε την ανεξαρτησία του και το δικαίωμα συμμετοχής στην κοινότητα της συντεχνίας. Η απόκτηση του τίτλου βέβαια συναντούσε ενίοτε σοβαρές δυσκολίες εξαιτίας των κλειστών θέσεων της συντεχνίας και της προτεραιότητας που δινόταν σε συγγενείς της εξεταστικής επιτροπής.

Οι συντεχνίες γνώρισαν έντονη δραστηριότητα στην πόλη των Ιωαννίνων στο τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Η γεωγραφική θέση της πόλης ως ενδιάμεσος σταθμός εμπορικών δρόμων, ευνοούσε τη διακίνηση των προϊόντων σε πόλεις της Ιταλίας και της κεντρικής Ευρώπης. Ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, τα Γιάννενα διέθεταν μία από τις πλουσιότερες αγορές των Βαλκανίων σε αγροτικά, εμπορικά και βιοτεχνικά προϊόντα, φιλοξενούσαν τέσσερα προξενεία μεγάλων ευρωπαϊκών Δυνάμεων, Γαλλίας, Αγγλίας, Ρωσίας και Αυστρίας, και αποτελούσαν πόλο έλξης ευρωπαίων περιηγητών και λογοτεχνών.

Για την περίοδο αυτή, ο καθηγητής Γ. Παπαγεωργίου, καταγράφει 33 οργανωμένες συντεχνίες Γιαννιωτών εμπόρων, βιοτεχνών και άλλων επαγγελματιών. Οι πιο σημαντικές από αυτές ήταν η συντεχνία των Τζαρτζήδων, υφασματεμπόρων που συγκροτούσαν την πιο πλούσια συντεχνία της πόλης. Η συντεχνία των Μερτζάρηδων, ισχυρή οικονομική συντεχνία λιανικού εμπορίου, των Γουναράδων, των Βυρσοδεψών ή Ταμπάκων και άλλες.

Τα εργαστήρια των συντεχνιών απλώνονταν στους δρόμους της γιαννιώτικης αγοράς απέναντι από το κάστρο και κοντά στη λίμνη. Κάθε συντεχνία είχε τα εργαστήριά της και διέθετε τα προϊόντα της σε συγκεκριμένο δρόμο, ο οποίος έπαιρνε και την αντίστοιχη ονομασία, όπως για παράδειγμα ταμπάκικα, κριθαροπάζαρο κλπ.

Ωστόσο τα γεγονότα του 19ου αιώνα είχαν ολέθρια αποτελέσματα για το εμπόριο. Η πολιορκία του Αλή πασά, που ξεκίνησε από τον Αύγουστο του 1820 και διήρκησε ενάμισι χρόνο, η ελληνική επανάσταση που ξέσπασε στο μεταξύ, η βαθιά οικονομική κρίση της οθωμανικής αυτοκρατορίας και οι προσπάθειές της για διοικητική μεταρρύθμιση, οι επιπτώσεις των επαναστατικών κινημάτων εκείνης της περιόδου, η ληστεία που έκανε την εμφάνισή της στις παραμεθόριες περιοχές της Ηπείρου εξαιτίας της έκρυθμης αυτής κατάστασης, το παλιό οδικό δίκτυο, οι φορολογικές επιβαρύνσεις για τη διεξαγωγή του πολέμου, είχαν σαν αποτέλεσμα την πτώση του εμπορίου και ακολούθως τον οικονομικό μαρασμό των συντεχνιών.

Παρά τη μικρή ανάκαμψη που ακολούθησε, οι συντεχνίες τελικά δεν κατάφεραν να επιβιώσουν σε έναν κόσμο που άλλαζε. Το τελειωτικό χτύπημα επέφερε η εισαγωγή των ευρωπαϊκών βιομηχανικών προϊόντων στην ηπειρωτική αγορά και η έλλειψη οικονομικών πόρων για τη σταδιακή εκβιομηχάνιση των Γιαννιωτών εμπόρων.

Μετά την ενσωμάτωση και των Νέων Χωρών στο ελληνικό κράτος το 1913, η οργάνωση των επαγγελματιών σε σωματεία έπρεπε να προσαρμοστεί στις καινούριες απαιτήσεις. Το συντεχνιακό μοντέλο που είχε αναπτυχθεί σε ένα πλαίσιο κοινωνικής αλληλεγγύης δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα νέα δεδομένα που διαμόρφωνε η εισαγωγή της μισθωτής εργασίας και ο οικονομικός ανταγωνισμός.

Ο νόμος 281 του 1914 απαγόρευσε ουσιαστικά τις μικτές συντεχνίες, τις ενώσεις δηλαδή που είχαν ως μέλη τους τόσο εργάτες όσο και εργοδότες. Τα επαγγελματικά σωματεία θα έπρεπε να είναι σωματεία αμιγώς εργοδοτών ή εργαζομένων. Τα ιδρυτικά τους μέλη έπρεπε να ασκούν το ίδιο ή συναφές επάγγελμα και αποκλειστικός τους σκοπός να είναι η προστασία και η προαγωγή των οικονομικών ή επαγγελματικών συμφερόντων τους.

Σύμφωνα με τα αρχειακά τεκμήρια, το 1922 υπάρχει ήδη σωματείο των Υπαλλήλων Βυρσοδεψών Ιωαννίνων με την επωνυμία: «Άγιοι Ανάργυροι», το οποίο διακρίνεται από το σωματείο των εν Ιωαννίνοις Βυρσοδεψών «Η Θεοτόκος».

Στο καταστατικό των «Αγίων Αναργύρων», μέλη του σωματείου γίνονταν οι εργάτες των βυρσοδεψών της πόλης των Ιωαννίνων που είχαν συμπληρώσει το 16ο έτος της ηλικίας τους, «αδιακρίτως φύλου». Το ότι οι γυναίκες μπορούσαν να συμμετέχουν ως μέλη των συντεχνιών δε σημαίνει ότι βρίσκονταν σε ισότιμη θέση με τους άντρες. Σαφώς οι συντεχνίες παρέμεναν ανδροκρατούμενες και αν σε κάποιες περιπτώσεις αναφέρονταν γυναίκες ως μέλη των συντεχνιών, επρόκειτο, τις περισσότερες φορές, για συζύγους ή κόρες των αρχιτεχνιτών. Όταν κάποιο μέλος της συντεχνίας γινόταν εργοδότης, έπαυε να αποτελεί μέλος αυτού του σωματείου.

Η Συντεχνία των υπαλλήλων Βυρσοδεψών Ιωαννίνων «Οι Άγιοι Ανάργυροι» το 1930 αριθμούσε 66 μέλη ενώ το 1937 μειώνονται στα 24. Πραγματοποιούσε δε τις συνελεύσεις της στην αίθουσα του «Καταστήματος Βαγενά», ή στην αίθουσα του Εργατικού Κέντρου Ιωαννίνων.

Πόροι της συντεχνίας αποτελούσαν οι συνδρομές των μελών, οι δωρεές υπέρ της συντεχνίας και τα κληροδοτήματα. Η μηνιαία συνδρομή των μελών ανέρχονταν σε εβδομαδιαία εισφορά 50 λεπτών. Σύμφωνα με τα πρακτικά της Γενικής Συνέλευσης της συντεχνίας, η κινητή περιουσία της περιοριζόταν  σε «μία τράπεζα» και μία σημαία ενώ στερούνταν ακίνητης περιουσίας. Το 1940 το ταμείο του συλλόγου αριθμούσε 1.734,75 δραχμές.

Η συντεχνία των υπαλλήλων βυρσοδεψών τελούσε την επετειακή της εκδήλωση την πρώτη Κυριακή μετά τη γιορτή των Αγίων Αναργύρων στο χωριό Στρούνι (Πέραμα) στον ιερό ναό των Αγίων Αναργύρων. Η εκδήλωση γινόταν με ατομικές δαπάνες των μελών τα οποία ήταν υποχρεωμένα να παρίστανται.

«Η Θεοτόκος» ήταν το σωματείο των βυρσοδεψών εργοδοτών. Το 1934 αριθμούσε 19 μέλη ενώ το 1939 μόλις 16. Πραγματοποιούσε τις Γενικές της Συνελεύσεις στα Γραφεία του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Ηπείρου. Το σωματείο οργάνωνε φιλολογικές, μουσικές, καλλιτεχνικές και χορευτικές εσπερίδες και όριζε έκτακτες εισφορές των μελών  για τη συγκέντρωση εσόδων. Το 1938 στο ταμείο του σωματείου καταγράφονται 1.104 δραχμές. Τελούσε την «ετήσιαν αυτού πανήγυριν»  την 1η  Φεβρουαρίου κάθε έτους στην Ιερά Μητρόπολη Ιωαννίνων.

Η βυρσοδεψία αποτέλεσε σημαντική οικονομική δραστηριότητα, μεταποιητική και εμπορική, για τη ζωή της πόλης. Η κτηνοτροφική ενδοχώρα της Ηπείρου τροφοδοτούσε διαρκώς τους βυρσοδέψες με δέρματα απαραίτητα για την κατασκευή προϊόντων υπόδησης και ένδυσης. Στο τέλος του 19ου αιώνα οι βυρσοδέψες προσπάθησαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της ευρωπαϊκής αγοράς και να ανταγωνιστούν την ταχεία παραγωγή των χημικά κατεργασμένων δερμάτων. Η τοπική βυρσοδεψία εγκατέλειψε τη χρονοβόρα κατεργασία του δέρματος που είχε μεγάλο κόστος και ενσωμάτωσε καινοτόμες τεχνολογίες και νέες ύλες, αλλάζοντας έτσι την παραδοσιακή τεχνική.

Στα Γιάννενα, σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο, μαρτυρείται από νωρίς το εξαγωγικό εμπόριο δερμάτων που ακολουθεί το εμπορικό δίκτυο μεταφορών μέσω των ηπειρωτικών λιμανιών, Πρέβεζα, Σαγιάδα, Άρτα (Σαλαώρα) και στη συνέχεια,  μέσω χερσαίων διαδρομών, προς το εσωτερικό της οθωμανικής αυτοκρατορίας και τις ευρωπαϊκές αγορές.

Ωστόσο, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος άλλαξε τα δεδομένα των εμπορικών συναλλαγών. Σύμφωνα με αναφορά  του Εμπορικού Συλλόγου Ιωαννίνων «Γεώργιος Σταύρος», πριν από τον πόλεμο μεγάλος αριθμός ακατέργαστων δερμάτων συγκεντρωνόταν στα Γιάννενα, τα περισσότερα από τα οποία αποστέλλονταν στην Τεργέστη και από εκεί διοχετεύονταν σε άλλες αγορές της Ευρώπης. Μετά όμως την κήρυξη του πολέμου τα δέρματα από τις περιοχές της Ηπείρου συγκεντρώνονταν κατευθείαν στο λιμάνι του Πειραιά που είχε αρχίσει να εξελίσσεται σε κέντρο μεταφορικού εμπορίου. 

Σε αυτές τις συνθήκες ο Γενικός Διοικητής Ηπείρου (Γ.Δ.Η.) φαίνεται να παίζει σημαντικό διαμεσολαβητικό ρόλο στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας. Η πρόταση των ιταλικών προξενικών αρχών για ανταλλακτικό εμπόριο μεταξύ των δύο αυτών χωρών βρίσκει ευμενή ανταπόκριση από τον Γ.Δ.Η. Η εισαγωγή ιταλικών προϊόντων στην Ήπειρο είχε ήδη παρουσιάσει σημαντική άνοδο από τις αρχές του 20ου αιώνα εις βάρος του αυστριακού και αγγλικού εμπορίου.

Καθώς το εμπόριο λειτουργεί και ως μέσο προπαγάνδας εξυπηρετώντας και πολιτικές σκοπιμότητες, ο Γενικός Διοικητής αντιλαμβάνεται και υποστηρίζει τον «απώτερον πολιτικόν σκοπόν» της πρότασης η οποία θα εγκαινιάσει την έναρξη φιλικών εμπορικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, «αρχομένων τούτων από Ηπείρου». Τα ανταλλακτέα είδη θα είναι εξαγωγή ακατέργαστων δερμάτων από την Ήπειρο και εισαγωγή ειδών, των οποίων παρατηρείται «μεγίστη έλλειψις γενικώς εν Ελλάδι. Ήτοι υαλικά εν γένει, μαγειρικά σκεύη, λαμπτήρες ηλεκτρικοί» επίσης υφάσματα, ιατρικά είδη και ό, τι άλλο είναι σε έλλειψη στην περιφέρεια της Ηπείρου. 

Παρόλο που οι βυρσοδέψες των Ιωαννίνων επεκτάθηκαν και σε συμπληρωματικές δραστηριότητες όπως η υποδηματοποιία, δεν κατάφεραν ωστόσο να περάσουν στο στάδιο της εκβιομηχάνισης και να ανταποκριθούν στον ανταγωνισμό των ευρωπαϊκών προϊόντων.

«Κι οι ταμπάκοι δεν πρόφτασαν κι αυτοί να ιδούνε τι γίνεται γύρω τους, τι ν’ άλλαξε κ’ η δουλειά στα ταμπάκικα όλο και χειρότερα πήγαινε. Σεβρά, λουστρίνια, αδιάβροχα τα φέρναν απόξω, φτηνότερα και καλύτερα δουλεμένα, ακόμα και τις βακέτες και τα σολοδέρματα. Δυο – τρεις παλιοί δερματέμποροι στο παζάρι της πόλης το βρήκανε συμφερότερο, αντίς να παιδεύονται με τους ταμπάκους, να μαζώνουνε τα τομάρια και να τα στέλνουν ακατέργαστα στην Ιταλία, στη Μασσαλία, ακόμα και στη Σύρα, για να τ’ αργαστούν εκεί. Με τις μηχανές.

... Οι σάλπιγγες των νέων καιρών γκρέμιζαν από θεμέλια τα τείχη της ταμπάκικης Ιεριχώς μέσα σε πανδαιμόνιο από ουρλιαχτά μηχανών».


Βασική βιβλιογραφία: 

-Ευάγγελος Δημητριάδης, το Βιλαέτι το Ιωαννίνων κατά τον 19ο αιώνα. Γιάννενα. Από την «πόλη – παζάρι» στην «πόλη – πρακτορείο», Θεσσαλονίκη 1993.

-Γεώργιος Παπαγεωργίου, Οι συντεχνίες στα Γιάννενα κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα, Ιωάννινα 1984

-Βασιλική Ρόκου, Τα βυρσοδεψεία των Ιωαννίνων. Από το εργαστήριο στο «Εργοστάσιο» της βιοτεχνικής πόλης, Αθήνα 2004

-Το απόσπασμα, στο τέλος του κειμένου, είναι από το βιβλίο του Δημήτρη Χατζή, Το τέλος της μικρής μας πόλης, Αθήνα 1984.

 

*Το κείμενο αυτό γράφηκε με αφορμή το αρχειακό υλικό σχετικά με τα σωματεία των βυρσοδεψών και τη δράση τους στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα που παρουσίασαν τα ΓΑΚ-Ιστορικό Αρχείο Ηπείρου στο πλαίσιο της έκθεσης «Πρωτεϊκές μεταμορφώσεις του δέρματος»

 ** Photo credit: Άγγελος Καλογερίδης, Τα ταμπάκικα των Ιωαννίνων το 1948

ΣΧΟΛΙΑ
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
Ντοτη3