Ο καθηγητής Γιώργος Μαυρογιώργος, γράφει για τους πανεπιστημιακούς, με επίκαιρες αφορμές.
Η εκπαίδευση ως θέμα «διαλόγου» είναι ανοιχτό σε όλους/ες, καθώς όλοι/ες, σχεδόν, λίγο ή πολύ, έχουμε εμπειρία εκπαίδευσης από τα πολλά και διάφορα «θρανία» ή αμφιθέατρα ή εργαστήρια που περάσαμε, με τη διαδρομή μας στην εκπαίδευση. Ο διάλογος για την εκπαίδευση, δηλαδή, είναι ένας δείκτης άτυπης συμμετοχικής δημοκρατίας, έστω και μερικής. Όλοι/ες μας έχουμε άποψη για τα εκπαιδευτικά. Είναι, ακριβώς, αυτό το στοιχείο του «προσιτού» που, αντικειμενικά, εκθέτει το πεδίο συζήτησης σε απλοϊκές και αυτονόητες παραδοχές, συγχύσεις, ασάφειες και «εξαιρετικούς» ισχυρισμούς που δε συνοδεύονται από αντίστοιχες ισχυρές και εξαιρετικές ενδείξεις.
Οι εξουσιαστικοί μηχανισμοί το αξιοποιούν ιδιαίτερα αυτό το στοιχείο, όταν επιδιώκουν να κάνουν ιδεολογική διαχείριση των πολιτικών που ασκούν και να προβάλλουν το επιχείρημα της «ευρείας διαβούλευσης» και της «συναίνεσης».
Εκείνο που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι η ευκολία με την οποία μια κατηγορία πανεπιστημιακών, αν και έχουν αντικείμενο σπουδής, έρευνας και διδασκαλίας που δεν έχει συνάφεια με τις «Επιστήμες της Εκπαίδευσης», δημοσιεύουν, κατά καιρούς, θα έλεγα πολύ συχνά, κείμενα στον τύπο πάνω σε διάφορα πολύ εξειδικευμένα ζήτημα της εκπαίδευσης. Δε δημοσιεύουν, δηλαδή, κείμενα που έχουν να κάνουν με τις έρευνές τους και τη διδασκαλία τους στο πανεπιστήμιο. Ίσως, θεωρούν ότι τα θέματά τους δεν προσφέρονται για το ευρύ αναγνωστικό κοινό. Βρίσκουν, μάλλον, την εκπαίδευση προνομιακό και πρόσφορο πεδίο, για να επιδίδονται πολύ συχνά σε αναλύσεις με τη θεσμική ιδιότητα του πανεπιστημιακού Έτσι, ίσως, εξηγείται το γεγονός ότι, όταν υπογράφουν τα κείμενα που δημοσιεύουν, αποφεύγουν να αναφέρουν το αντικείμενο το οποίο μελετούν και διδάσκουν! Καταφεύγουν στον τίτλο του «πανεπιστημιακού», έτσι γενικώς και αορίστως, ή τον τίτλο του πρύτανη, νυν ή πρώην ή και πρώην υπουργού Παιδείας.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του κ. Γ. Μπαμπινιώτη, του γνωστού πανεπιστημιακού λεξικογράφου- γλωσσολόγου, που, αν και στο βιογραφικό δηλώνει «Τακτικός Καθηγητής τής έδρας τής Γλωσσολογίας τού Πανεπιστημίου Αθηνών (1973-2006)», επιλέγει να είναι, χρόνια τώρα, παρών στην «πιάτσα» των παιδαγωγούντων πανεπιστημιακών! Έχει δημοσιεύσει πολλά κείμενα και παρεμβάσεις –προτάσεις που δεν αποκλείεται να νιώθει και ο ίδιος ότι είναι και Παιδαγωγός. Είναι και τα «Αρσάκεια», βλέπετε, και δεν αποκλείεται να έχει επιβάλει στο διδακτικό προσωπικό την «αρσάκεια» παιδαγωγική αρχή της αριστείας. Βρίσκω άξια σχολιασμού την παραπάνω παρα-θεσμική επίκληση του «τακτικού καθηγητή» της «έδρας»(sic!)! Είναι μια μορφή συμβολικής συντηρητικής αντίστασης στην κατάργηση της εξουσίας της έδρας, που έχει συντελεστεί ήδη από το 1982!
Τελευταία, η πανδημία και οι κυβερνητικές ανακοινώσεις για lock down, delivery, take away, κ. α. τον έχουν ανακαλέσει στο «στοιχείο του»! Δηλώνει ότι, σε αυτή τη συγκυρία, επιλέγει να «λειτουργήσει ως μια αδύναμη φωνή της “γλωσσικής συνείδησής” μας» και να επιμένει να επαναλαμβάνει πως «Για να αντέξουν γλωσσικά και να μην αλλοιωθούν οι μικρές (δηλ. οι ολιγότερο ομιλούμενες) γλώσσες χρειάζονται μεγάλες αντοχές!» Ρίχνει και μια παρενθετική ειρωνεία παρότρυνσης προς τους ελεύθερους σχολιαστές,με τον ακόλουθο σχολιασμό: «(Οι «εραστές τής γλωσσικής πλάκας», που βρίθουν στην χώρα μας λόγω περιορισμένης γλωσσικής ευαισθησίας, ας συνεχίσουν την πλάκα τους, είναι χρήσιμη κι αυτή για να μετράμε τα όρια τής ένοχης ανοχής μας)» («Τα ΝΕΑ»,13.12.2020).
Προφανώς, το κίνητρο ορισμένων πανεπιστημιακών με τις δημοσιεύσεις τους στον τύπο, σε θέματα τα οποία δεν εμπίπτουν στο ερευνητικό τους αντικείμενο, δεν είναι η «επιστημονική συμβολή» στη δημόσια συζήτηση όσο είναι η δημοσιότητα και οι δημόσιες σχέσεις, μέσα από τις οποίες, ενδεχομένως, να διεκδικούν τον τίτλο του «διανοούμενου». Μόνο, που, ξεχνούν ότι οι διανοούμενοι «φυτρώνουν εκεί που δεν τους σπέρνουν» ως κριτικοί της εξουσίας που έχουν μια μαχητική ταυτότητα, όπως αυτή αναδύεται μέσα από διεργασίες κοινωνικού ακτιβισμού, παρέμβασης και αναγνώρισης. Όπως μας διευκρινίζει ο Edward W. Said («Διανοούμενοι και εξουσία» εκδόσεις SCRIPTA, Αθήνα 1999), ο διανοούμενος «λόγω της θέσης του, οφείλει να θέτει ενοχλητικά ερωτήματα σε δημόσιο επίπεδο, να αντιπαρατίθεται στην ορθοδοξία και τον δογματισμό -και όχι να αποτελεί την πηγή τους- να αντιστέκεται στη στρατολόγησή του από διάφορες κυβερνήσεις ή τις μεγάλες επιχειρήσεις…». Είναι προφανές ότι στην περίπτωσή μας δεν έχουμε να κάνουμε με διανοούμενους αλλά με διεκδικητές της ιδιότητας του διανοούμενου. Ο Καστοριάδης (("Ο Θρυμματισμένος Κόσμος", Εκδόσεις Ύψιλον,1999) γράφει: «Διανοούμενος; Ουδέποτε συμπάθησα (ούτε αποδέχτηκα για λογαριασμό μου) αυτόν τον όρο, και για λόγους αισθητικούς, εξαιτίας της άθλιας και αμυντικής υπεροψίας που αυτός ο όρος προϋποθέτει, άλλα και για λόγους λογικούς· ποιος δεν είναι διανοούμενος;…». Διατυπώνει, παρόλα αυτά, το αίτημα για «επαναθέσμιση μιας αυθεντικής αποστολής του διανοουμένου» και της «κριτικής του λειτουργίας», καθώς η διαύγαση και η κριτική αποτελούν καθήκον, περισσότερο παντός άλλου, εκείνου πού εξ επαγγέλματος και ως εκ της θέσεώς του μπορεί να αποστασιοποιηθεί από το καθημερινό και το πραγματικό: του διανοουμένου. Εκείνου πού βρίσκεται σε απόσταση, όσο τούτο είναι δυνατόν, και από τον ίδιο τον εαυτό του».
Τις παραπάνω σκέψεις τις επαναφέρω με αφορμή μια πρόσφατη δημοσίευση στο «Βήμα της Κυριακής»(13.12.2020,«Νέες Εποχές») άρθρου με τίτλο «Προτάσεις για το Λύκειο και το σύστημα πρόσβασης στα ΑΕΙ». Το «εξεταστικό» είναι ένα θέμα αρκετά σύνθετο, ανοικτό και προσφιλές στην αρένα της πολιτικοιδεολογικής σύγκρουσης για την εκπαίδευση και στην εκπαίδευση. Αν και προσφιλές και πολυσυζητημένο δεν είναι εύκολο να καταλήγει κανείς σε «Προτάσεις», εκτός και είναι επιδέξιος στην ανάσυρση και την «κοπτοραπτική» ετερόκλητων απόψεων που έχουν κατά καιρούς κατατεθεί στο «σκουπιδότοπο» που έχουν αφήσει οι αλλεπάλληλοι γύροι πολύχρονων διαλόγων. Δεν αποκλείεται να καταφεύγει κανείς και σε επίλεκτη ελληνόγλωσση βιβλιογραφία, χωρίς ανάγκη να δηλώνει τις πηγές του.
Η ακατάσχετη «προτασεολογία» είναι, βέβαιο, χαρακτηριστικό στοιχείο στον «εθνικό διάλογο διαρκείας». Μάλιστα, ένα κείμενο που δεν καταλήγει σε προτάσεις θεωρείται ότι δεν εξασφαλίζει καλές προϋποθέσεις στην υποδοχή του. Ανάλυση που δεν καταλήγει σε προτάσεις αντιμετωπίζεται ως ελλειμματική και «κολοβή». Το παραπάνω άρθρο δεν είναι το μοναδικό. Ο ίδιος συγγραφέας, πρόσφατα, έχει δημοσιεύσει, άλλα δύο, τουλάχιστον, κείμενα, με τίτλο: «Ποίηση και Εξετάσεις» το ένα. Το άλλο «Οι δάσκαλοι πεθύμησαν τους μαθητές τους»! Ξέρουμε, βέβαια, ότι έχουμε να κάνουμε και με πανεπιστημιακό που προβάλλει εαυτόν και ως λογοτέχνη-ποιητή. Κάθε φορά που εξέδιδε το λογοτεχνικό του πόνημα φρόντιζε να το κοινοποιεί με πλήρη ενημέρωση και στους φοιτητές του. Ως (πρώην) πρύτανης και μέλος ΔΕΠ του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης εξασφάλιζε ώστε ορισμένες εκδηλώσεις, στις οποίες συμμετείχε να πλαισιώνονται με μουσικό πρόγραμμα «μελοποιημένων ποιήματων» του από τη «Χορωδία του ΠΤΔΕ» Ιωαννίνων. Χαρακτηριστική ήταν η τιμητική εκδήλωση που είχαν οργανώσει από κοινού και προς τιμήν του η «Ένωση» και ο «Σύνδεσμος» Αποφοίτων Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς, «για την προσφορά του στα Γράμματα και τον Πολιτισμό της Ηπείρου», αν και δεν είναι μέλος. Οι διάφορες και ποικίλες εκδηλώσεις είναι μια άλλη σημαντική πτυχή της πολυσχιδούς δημόσιας κινητοποίησης των πανεπιστημιακών που επιδιώκουν να φιλοτεχνούν το προφίλ του «δημόσιου διανοούμενου».
Δεν πρόκειται να καταπιαστώ με την ουσιαστική κριτική του συγκεκριμένου άρθρου ή των άρθρων του, καθώς, λόγω αντικειμένου έρευνας και διδασκαλίας, θα ήταν άκομψο να επιδοθώ σε μια εύκολη κατεδάφιση των ανεπεξέργαστων αυτονόητων παραδοχών που φιλοξενούνται σε κείμενα αυτού του είδους. Θα περιοριστώ στην ανάδειξη μιας παθογένειας που προκαλούν ορισμένοι πανεπιστημιακοί που για να συγκροτήσουν το προφίλ του «δημόσιου διανοούμενου» καταστρατηγούν στοιχειώδεις αρχές ακαδημαϊκής δεοντολογίας,.
Το συγκεκριμένο κείμενο έχει ειδική βαρύτητα. Δυο μόλις ημέρες, μετά τη δημοσίευσή του (15.12.2020), διαβάζω πως στο f/b έχει καταγράψει 717 «μου αρέσει» και 87 διθυραμβικά σχόλια του τύπου «Συγχαρητήρια, κύριε πρύτανη! Εξαιρετικό! Η προσφορά σας στην εκπαίδευση σημαντική» ή «Συγχαρητήρια!! Μας κάνεις υπερήφανους». Δε γνωρίζω εάν και κατά πόσο αυτές οι ενδείξεις αποτυπώνουν την πραγματική απήχηση του συγγραφέα και των απόψεών του στους πολυπληθείς φίλους του f/b. Σίγουρα, έχουμε να κάνουμε με ένα ιδιαίτερο «φαινόμενο». Πρόκειται για «λαοθάλασσα» φίλων του f/b με άμεσα αντανακλαστικά ετοιμότητας. Ίσως, να είναι και θέμα του υποχρεωτικού μας εγκλεισμού. Δεν αποκλείεται να έχουμε και ενδείξεις απλοϊκών κολακευτικών μας πρακτικών που είναι κυρίαρχες στα διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Είμαι χρήστης του f/b αλλά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, απολαμβάνω το προνόμιο του να είμαι «μπλοκαρισμένος» απ τη μεριά του πρώην πρύτανη, ώστε να μη μπορώ να επισκέπτομαι τον «τοίχο» του και να σχολιάζω. Το κείμενο παρά ταύτα, το έχω στη διάθεσή μου.
Ο συντάκτης είναι ξεχωριστός. Πρόκειται για καθηγητή πανεπιστημίου που έχει ως ακαδημαϊκό αντικείμενο έρευνας και διδασκαλίας την «Ελληνική Φιλολογία με έμφαση στις Κλασικές Σπουδές και την Παιδική Λογοτεχνία»! Έτσι, όπως το διαβάζετε, ακριβώς! Είναι από εκείνα τα "τρικούβερτα" και δυσπρόσιτα γνωστικά αντικείμενα που δεν τα συναντάς σε συναφή πανεπιστημιακά τμήματα, παγκοσμίως. Είναι κομμάτι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να συνδυάζεις έρευνα και διδασκαλία στην Ελληνική Φιλολογία, τις Κλασικές Σπουδές και την Παιδική Λογοτεχνία! Είναι απορίας άξιο πώς οι εξωτερικοί αξιολογητές της ΑΔΙΠ/ΕΘΑΑΕ δεν εντόπισαν αυτόν απίστευτο ακαδημαϊκό εκτροχιασμό του να είσαι πανεπιστημιακός σε πολλά και ετερόκλητα γνωστικά αντικείμενα. Και, μάλιστα, όταν είσαι επικεφαλής της λεγόμενης ΜΟΔΙΠ του πανεπιστημίου στο οποίο συνέβαινε να είσαι και πρύτανης.
Η παραπάνω δυσκολία αποτυπώνεται αποκαλυπτικά στα προσφερόμενα μαθήματα, όπως αυτά εμφανίζονται στο βιογραφικό: Διδακτική της γλώσσας (υποχρεωτικό), Eισαγωγή στο Nεοελληνικό Λόγο (υποχρεωτικό), Eισαγωγή στη Γλωσσολογία (κατ' επιλογήν υποχρεωτικό), Παιδική Λογοτεχνία με έμφαση στην Παιδική ποίηση (κατ' επιλογήν υποχρεωτικό), Νεοελληνική Γλώσσα - Γραπτός Λόγος, Διγλωσσία - Δίγλωσση εκπαίδευση. Εδώ, αίφνης, έχει εξαφανιστεί η ελληνική φιλολογία όσο και οι κλασικές σπουδές και «παρακολουθούμε» Διδακτική της γλώσσας(!), Γλωσσολογία (!), Παιδική Λογοτεχνία και Διγλωσσία- Δίγλωσση εκπαίδευση(!). Πρόκειται για προφανή πρώτης τάξεως ακαδημαϊκή «ανορθογραφία».
Τώρα μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί το κείμενο το υπογράφει ως «πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Δεν αποκλείεται αυτό να συνδέεται με μια διάχυτη και εσφαλμένη αντίληψη, σύμφωνα με την οποία, η θέση του πρύτανη είναι η ύψιστη δυνατή ακαδημαϊκή αναρρίχηση και βαθμίδα. Πολλές φορές είχα ακούσει την ευχή: «Άντε και πρύτανης, τώρα!». Τους εξηγούσα ότι η θέση είναι καθαρά «διοικητική» και όχι «ακαδημαϊκή». Γιατί, λοιπόν, ένας πανεπιστημιακός να υπογράφει τα κείμενά του ως «πρώην πρύτανης»; Αρνείται την ιδιότητα του πανεπιστημιακού ερευνητή και δασκάλου, για χάρη μιας «πρώην διοικητικής ιδιότητας»; Δεν αποκλείεται η αναφορά στην πρώην διοικητική ιδιότητα, αν και έχει αναλωθεί λόγω «ημερομηνίας λήξεως», να θεωρεί ότι προσδίδει πρόσθετο κύρος στο ακαδημαϊκό στάτους. Μόνο που το ακαδημαϊκό κύρος δεν είναι υπόθεση ενός τέτοιου περίτεχνου διοικητικού καμουφλάζ. Δεν αποκλείεται, στην περίπτωσή μας να συντρέχει και ένας άλλος λόγος: υπογράφοντας ως «πρώην πρύτανης» υποδηλώνεις την κεκτημένη «ύψιστη ακαδημαϊκή σου αναγνώριση» και, ταυτόχρονα, αποφεύγεις το σκόπελο της υπογραφής με την αναφορά στην ιδιότητα του καθηγητή με αντικείμενο την «Ελληνική Φιλολογία με έμφαση στις Κλασικές Σπουδές και την Παιδική Λογοτεχνία»! Σίγουρα, μπορείς να αποδείξεις ότι είσαι και ελέφαντας, όταν μπορείς να ανταποκρίνεσαι στο αχανές πεδίο της Ελληνικής Φιλολογίας», έστω και με έμφαση στις «Κλασικές Σπουδές». Εδώ σε θέλω τώρα: Πώς να καταφέρεις να συνδέεις- και να το αντέχεις- τις «Κλασικές Σπουδές» με την «Παιδική Λογοτεχνία»! Και, μάλιστα, σε ένα Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης! Μια και υπογράφει, για δικούς του λόγους, με την ιδιότητα του πρώην πρύτανη(υπήρξε και πρώην αντιπρύτανης), ως πρώην πανεπιστημιακός στο ίδιο πανεπιστήμιο, έχω μια απορία: Πώς εξηγείται το γεγονός ότι στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων αξιωθήκαμε, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, να έχουμε δύο πρυτάνεις μέλη ΔΕΠ που προέρχονταν από το ίδιο Παιδαγωγικό Τμήμα; Τόσα Τμήματα διέθετε το Πανεπιστήμιο, δεν υπήρχαν άλλοι ικανοί για το ύπατο πανεπιστημιακό διοικητικό αξίωμα…που σε συνοδεύει και μετά την «ημερομηνία λήξεως»; Κύριε (πρώην) πρύτανη, τι λέτε για όλα αυτά;