Στις 17 Φεβρουαρίου του 1975, κάποιος έβαλε τη μουσική στην πρίζα. Πέντε αλάνια (κυριολεκτικά) από το Σίντνεϊ, από τη σκωτσέζικη κοινότητα της πόλης, κυκλοφόρησαν, μόνο στην Αυστραλία τότε, το High voltage.
Ήταν το πρώτο άλμπουμ των AC/DC.
Ένας από τους ανθρώπους που η μουσική τους γνώμη είναι απόλυτα σεβαστή, έχει πει ότι «οι AC/DC είναι σαν να πηγαίνεις στα μπουζούκια του ροκενρόλ». Δεν έχει άδικο, καθώς στη μουσική των AC/DC πρώτα ερχόταν η αδρεναλίνη και τα παιδιά ήταν τέρμα λαϊκά.
Το 1975 ο Άνγκους Γιανγκ, ο ένας από τους δύο κιθαρίστες, ήταν μόλις 20 χρονών και φόραγε τα σχολικά του. Ο αδερφός του, ο ευφυής (και μακαρίτης πλέον) Μάλκολμ, ήταν λίγο μεγαλύτερος. Ένας ακόμα αδερφός από τη μεγάλη τους οικογένεια ήταν ο «Friday on my mind» Τζωρτζ Γιανγκ, που θα έκανε την παραγωγή.
Στα φωνητικά, μετά από μερικές δοκιμές, είχε προσληφθεί το λαϊκότατο τέκνο της σκωτσέζικης αποδημίας, ο Μπον Σκοτ, ο οποίος ήταν γενικώς «κακά νέα», αλλά και κανονική υψηλή τάση στα μικρόφωνα.
Η μπάντα διάλεξε έναν «κράχτη» για το δίσκο, το Baby, please don’t go του Μπιγκ Τζο Γουίλιαμς, αλλά γρήγορα, το κομμάτι επισκίασαν οι δικές της συνθέσεις: She’s got balls, You ain’t got a hold on me, Soul stripper, ήταν μόνο μερικά ενδεικτικά της κατάστασης. Οι αφοι Γιανγκ έκαναν θαύματα με τις κιθάρες, ο Σκοτ προκαλούσε τα πάντα στη φωνή, οι Ρουντ/Έβανς δεν ήταν ακόμα μέλη του γκρουπ, αλλά μπήκαν πολύ νωρίς.
Το High Voltage ήταν τόσο δυναμικό που έβγαλε τους AC/DC από την Αυστραλία. Μόλις οκτώ μήνες αργότερα, ακολούθησε το TNT, όπου πλέον δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία.
Η υψηλή τάση είχε έρθει για να μείνει.