Πριν από μισό αιώνα, μια μπάντα από το Λονδίνο κυκλοφορούσε τον όγδοο δίσκο της και συνάμα, τον πολλοστό διαφορετικό από τους προηγούμενους.
Οι Deep Purple πήγανε ξανά στο mobile studio των Rolling Stones στο Μοντρέ (αν δεν ξέρετε περί τίνος πρόκειται, κόβεστε στο μάθημα «Εισαγωγή στην ιστορία του ροκενρόλ»), αλλά με διαφορετική σύνθεση, καθώς είχανε μπει στη Mk III εποχή τους.
Η μπάντα έβγαινε από μια θριαμβευτική τριετία, με άπειρες πωλήσεις, άπειρες επιτυχίες, χιτς ακόμα και από μέτρια άλμπουμ που έβγαιναν υπό την πίεση των μάνατζερς.
Αντί για ένα διάλειμμα όμως, ήρθε η κρίση.
Ο Ίαν Γκίλαν, η πιο χαρακτηριστική φωνή του αγγλικού χαρντ ροκ, είχε εγκαταλείψει τη μπάντα το καλοκαίρι του ’73. Ο δε Μπλάκμορ, ο πιο στριμμένος βιρτουόζος μετά τον Ρόμπερτ Φριπ, είχε ουσιαστικά απολύσει τον μπασίστα Ρότζερ Γκλόβερ (μια άλλη εκδοχή λέει ότι έφυγε μόνος του), περίπου την ίδια περίοδο.
Οι τρεις εναπομείναντες όμως, Λορντ, Πέις και Μπλάκμορ, είχανε την ικανότητα του Γιώργου Μπαρτζώκα στην επιλογή «παιχτών»: Πρώτος, ήρθε ο 23χρονος τότε Γκλεν Χιουζ, που τον έχουμε δει και στα Γιάννενα, αρχικά για να αναλάβει και τα φωνητικά, εκτός του μπάσου.
Επίσης, οι DP είχανε κάνει κρούση στον Πωλ Ρότζερς των Free, ο οποίος αρνήθηκε γιατί ήδη είχε φτιάξει τους Bad Company. Κατέληξαν λοιπόν στον παντελώς άγνωστο τότε, επίσης 23χρονο, τον Ντέιβιντ Κόβερντεϊλ (που επίσης έφτασε μέχρι τα Γιάννενα η χάρη του).
Γενικώς, σε αυτά τα 50 χρόνια, το Burn έχει ακουστεί τουλάχιστον δύο φορές στα Γιάννενα, από τους φυσικούς του δημιουργούς.
Στις 15 Φεβρουαρίου 1974 λοιπόν, η μπάντα έβγαλε τον πρώτο από τους δύο δίσκους αυτής της σύνθεσης, το Burn.
Στο σύμπαν των Purple, το Burn ήταν περίπου ό,τι και το Heaven and Hell για τους Sabbath. Ήταν ένας επικός δίσκος, καλύτερος της μπάντας από την εποχή του Machine Head, χωρίς την τρομερή ματσίλα στις συνθέσεις, με κάπως πιο φάνκι τόνους (αποτέλεσμα της επιρροής των δύο νέων) και μερικά χαρακτηριστικά κομμάτια: Το Mistreated για παράδειγμα, αλλά και το ομώνυμο rollercoaster που άνοιγε και τον δίσκο. Μαζί, αυτά τα δύο διαρκούσαν πάνω από 13 λεπτά, με τον Μπλάκμορ να καλπάζει στην κιθάρα.
Τα πιο ενδιαφέροντα όμως ήταν στα υπόλοιπα κομμάτια. Ο Τζον Λορντ, ένας από τους μεγαλύτερους μαέστρους αυτού του μουσικού είδους, αγαπούσε ιδιαίτερα μπάντες όπως οι Band (#διπλής), όπως και ο Χιουζ το ίδιο. Το Might Just Take your Life λοιπόν, προσωπική επιλογή του γράφοντα από τον δίσκο, είναι μια επιρροή κατευθελίαν από το Chest Fever.
Επίσης, το You Fool No One, πέραν της στιχουργικής αντρίλας του Κόβερντεϊλ (αμάν ρε άνθρωπε με τις χυλόπιτες που έχεις φάει), είναι ένα έπος τυμπάνων, με τον Ίαν Πέις να παίζει για τρεις ντράμερ μαζί, κάτι που άλλωστε το συνηθίζει γενικά.
Γενικώς, το δίδυμο Κόβερντεϊλ-Μπλάκμορ δούλεψε συνθετικά, αλλά δούλεψε και ως αντίθεση, γιατί ο μαυροκιθαρίστας είχε βρει έναν εξίσου επηρμένο φρόντμαν, απέναντί του.
Το Burn όμως παραμένει ένας από τους δίσκους που αξίζει να ακούσεις περισσότερο από την πρώτη φορά, ακόμα και μισό αιώνα αργότερα.