Όλο και πιο πολύ, τα παραδοσιακά κτίσματα του ιστορικού κέντρου της πόλης αρχίζουν να αποκτούν χρώμα. Το άσπρο, το κρεμ ή το πολύ πολύ η ξεθωριασμένη ώχρα έχουν δώσει τη θέση τους στο γαλάζιο, στο κεραμιδί, στο κίτρινο…
Η επιστροφή στο χρώμα ξεκίνησε δειλά δειλά πριν από μια εικοσαετία, με την παράλληλη «αποκαθήλωση» του άσπρου-κρεμ που «έντυσε» πόλεις και χωριά (ανεξαρτήτως παραδοσιακού χαρακτήρα). Το λευκό χρώμα του ασβέστη ήταν το χρώμα της καθαριότητας και της καταπολέμησης των μικροβίων ιδίως κατά τον 20ο αιώνα, αλλά και το χρώμα που επικράτησε για λόγους οικονομίας στην εργολαβική αντίληψη τις περιόδους της αντιπαροχής. Κάποια στιγμή βέβαια, το χρώμα (σε παλ μορφή) επανήλθε όχι ως μια αρχιτεκτονική πρόταση αλλά ως… περιτύλιγμα μιας άσχημης πολυκατοικίας. Αμέτρητες πολυκατοικίες τη δεκαετία του ’80 βάφτηκαν ροδακινί ή μπεζ.
Το ιστορικό κέντρο της πόλης των Ιωαννίνων απέκτησε τα δικά του μορφολογικά χαρακτηριστικά με ένα Προεδρικό Διάταγμα του 1989 (ΦΕΚ 605/Δ΄/2.10.1989). Για τους χρωματισμούς των όψεων κτιρίων, το διάταγμα αυτό δεν λέει κάτι διαφορετικό από ό,τι λένε σχεδόν όλα τα σχετικά διατάγματα και για άλλους παραδοσιακούς οικισμούς της χώρας. Τα χρώματα που επιτρέπονται, είναι το λευκό, η ώχρα, το χονδροκόκκινο, το λουλακί. Όλα τους θεωρούνται ως τα παραδοσιακά χρώματα της Ελλάδας.
Η οδός Κουντουριώτου
Το Προεδρικό Διάταγμα του 1989 άνοιξε λοιπόν τον δρόμο για χρώματα. Ωστόσο, μόλις την τελευταία δεκαετία, οικιστικά σύνολα απέκτησαν ένα πιο τολμηρό χρώμα από ό,τι στο παρελθόν (μεμονωμένα, βέβαια, τα νεοκλασικά κτίρια είχαν χρώμα). Ο έντονος χρωματισμός κτιρίων είτε εντός του Κάστρου είτε στο ιστορικό κέντρο συμβάδισε τόσο με την αλλαγή χρήσης των παραδοσιακών ή διατηρητέων κτιρίων, όπως μπαρ, καφετέριες, ξενώνες κ.λπ., όσο και με τη διάθεση μιας μεγάλης γκάμας αποχρώσεων από τη βιομηχανία χρωμάτων.
Με την πάροδο των χρόνων, οι οδοί Κουντουριώτου, Σούτσου και Καραμανλή έγιναν οι πιο πολύχρωμοι δρόμοι. Τα δύο τελευταία χρόνια, προστέθηκε και η στοά Αλιέως στην οδό Ανεξαρτησίας (εκεί που βρισκόταν η Εθνική Τράπεζα) η οποία γέμισε επίσης με χρώμα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η παρέμβαση στο κτιριακό συγκρότημα αποτελεί μια αρχιτεκτονική πρόταση, η οποία κερδίζει τις εντυπώσεις. Έγινε ολοκληρωμένα και ενιαία, με το χρώμα να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της αρχιτεκτονικής σύνθεσης της «νέας» στοάς.
Η στοά Αλιέως
Σε διατηρητέα ή παραδοσιακά κτίρια της πόλης χρησιμοποιούνται σήμερα χρωματισμοί που υπακούουν σε μια ελαστική και ευέλικτη ερμηνεία του Προεδρικού Διατάγματος του 1989 από τη στιγμή που το αποτέλεσμα δεν προσβάλλει βασικές αρχές της αισθητικής. Τριάντα χρόνια μετά το Προεδρικό Διάταγμα αυτό, τα μορφολογικά χαρακτηριστικά ενός παραδοσιακού τόπου φαίνεται ότι απαιτούν έναν «εκσυγχρονισμό» που να συμβαδίζει με τα νέα δεδομένα, αλλά με σεβασμό στην πολιτιστική κληρονομιά, με τις ιδιαιτερότητες της κάθε οικιστικής ενότητας και κυρίως με μια πιο αρχιτεκτονική θεώρηση του αστικού τοπίου.