Του Βαγγέλη Ηλία, μεταπτυχιακού Παγκόσμιας Δημοσιογραφίας στο ΑΠΘ
«Αν η οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν αθλητής, αυτή τη στιγμή θα ήταν ο Λεμπρόν Τζέιμς στο ζενίθ του. Αν ήταν ποπ σταρ, θα ήταν η Τέιλορ Σουίφτ στο απόγειο της.» σχολιάζει ο Ρoγκέ Κάρμα, αρθρογράφος στην εφημερίδα The Atlantic και συνεχίζει «Πριν από τέσσερα χρόνια, η πανδημία ανέκοψε προσωρινά μεγάλο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας.Έκτοτε, οι οικονομικές επιδόσεις της Αμερικής έχουν αφήσει άλλες χώρες να βλέπουν την σκόνη τους και έχουν σπάσει ακόμη και κάποια από τα δικά της ρεκόρ. Ο ρυθμός ανάπτυξης είναι υψηλός, το ποσοστό ανεργίας βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, ο πλούτος των νοικοκυριών αυξάνεται κατακόρυφα και οι μισθοί αυξάνονται ταχύτερα από το κόστος ζωής, ιδίως για την εργατική τάξη. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες για να ορίσει κανείς πως είναι μια καλή οικονομία. Η Αμερική βρίσκεται σε τρομερή κατάσταση σύμφωνα με σχεδόν όλους αυτούς.»
Κι όμως, ένα σημαντικό κομμάτι της αμερικάνικης κοινωνίας, και κυρίως, αυτής της προαναφερθείσας εργατικής τάξης αλλά και σημαντικό τμήμα της νεολαίας (εργαζόμενης ή μη) διαφωνεί.
Ο Τζιμ Γουάιτ, 62 ετών, ειδικός στις υδατοκαλλιέργειες από τη Βόρεια Καρολίνα, δήλωσε πως έχει «παραιτηθεί από το να βγαίνει έξω… Δεν θα αποκτήσω ποτέ σπίτι. Ένα καινούργιο αυτοκίνητο είναι αδιανόητο», είπε. «Η οικονομία κάνει σιγά-σιγά τους πλούσιους πλουσιότερους. Όλοι οι άλλοι βυθίζονται...» δήλωσε σε προεκλογικό ρεπορτάζ του Guardian σχετικά με τις απόψεις και τις ανησυχίες των Αμερικανών ψηφοφόρων οι οποίοι θα ξεκινήσουν να προσέρχονται στις κάλπες των εξηκοστών προεδρικών εκλογών σε λίγες ώρες από τώρα.
Ο Άλεξ, παντρεμένος πατέρας δύο παιδιών στα τριάντα του, είπε ότι μετεκπαιδεύτηκε ως ηλεκτροσυγκολλητής κατά τη διάρκεια της πανδημίας, χάρη στην οικονομική κρατική βοήθεια, αλλά γρήγορα ένιωσε ότι τον εκμεταλλεύονται στη νέα του δουλειά. «Συγκολλούσα σε δύο εργοστάσια, το καθένα από τα οποία έβγαζε εκατομμύρια κέρδη κάθε χρόνο, και ποτέ δεν τα κατάφερα να ξεφύγω από τα επιδόματα, συμπεριλαμβανομένων των κουπονιών τροφίμων και του Medicaid. Επιστρέφω τώρα στη σχολή και υποκύπτω στους βρικόλακες των φοιτητικών δανείων, για να προσπαθήσω να τα καταφέρω», ενώ δήλωσε παράλληλα πως έχει γυρίσει την πλάτη στους Ρεπουμπλικάνους, εν μέρει λόγω των οικονομικών του ανησυχιών.
Ενώ η Μελίσα, συνταξιούχος, από τη βόρεια Καλιφόρνια, η οποία είναι ανάπηρη, ανέφερε ότι αγωνίζεται να τα βγάλει πέρα με τις πληρωμές από την κοινωνική της ασφάλιση. «Τα πάντα είναι πολύ ακριβά, το ενοίκιο μου αυξάνεται συνεχώς ταχύτερα από τις παροχές κοινωνικής ασφάλισης και οι τιμές των τροφίμων είναι πολύ υψηλές. Οι ιατρικές υπηρεσίες στην αγροτική μου περιοχή είναι πολύ λίγες και πολύ υποβαθμισμένες», δήλωσε η Melissa.
«Η οικονομία πάει μια χαρά. Είναι οι πολίτες αυτής της χώρας που υποφέρουν».
Η οικονομία αποτελεί ένα από τα κεντρικά ζητήματα που τέθηκαν επί τάπητος από τους δύο βασικούς υποψήφιους ξανά και ξανά. Και οι δύο συμφωνούν πως το μέλλον της χώρας προβλέπεται ζοφερό σε περίπτωση που κερδίσει ο άλλος. Βέβαια, η αλήθεια είναι πως οι αμερικάνικες εκλογικές διαδικασίες και οι προεκλογικοί περίοδοι ήταν διαχρονικά ένα πεδίο ιδιαίτερης και σκληρής πόλωσης μεταξύ δύο υπεραιωνόβιων Κομμάτων -Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών- μιας και το εκλογικό σύστημα στις ΗΠΑ είναι (διόλου τυχαία) ένα αντιδραστικό και παρωχημένο σύμπλεγμα περιορισμών καθόδου ανεξάρτητων υποψηφίων και εναλλακτικών συνδυασμών.
Κάθε πολιτεία έχει τους δικούς της κανόνες και προϋποθέσεις ώστε να μπορέσει κάποιος να θέσει υποψηφιότητα και πολλές φορές αυτοί αλληλοσυγκρούονται με τον Ομοσπονδιακό εκλογικό κανονισμό. Αυτό οδηγεί σε αποκλεισμούς τουλάχιστον δεκάδων κομμάτων όπου άλλες φορές καταφέρνουν να κατεβάσουν συνδυασμό σε μια πολιτεία, άλλες φορές σε μερικές πολιτείες, σχεδόν ποτέ όμως στο σύνολο των πενήντα πολιτειών έτσι ώστε να μπορέσουν να διεκδικήσουν επί ίσοις όροις την προεδρία ή την συμμετοχή τους στην Βουλή των Αντιπροσώπων και την Γερουσία.
Αναλυτές, δημοσιογράφοι διεθνών δικτύων, διπλωμάτες και άλλοι παράγοντες ψάχνουν να βρουν (και βρίσκουν) τις διαφορές μεταξύ των Τράμπ και Χάρις και κάνουν αναφορές πως μια νίκη της Χάρις αντιπροσωπεύει την συνέχεια της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής και διπλωματίας αλλά μια νίκη Τράμπ απειλεί να τις ανατρέψει.
«Το αποτέλεσμα αυτών θα μπορούσε να έχει βαθιές επιπτώσεις στους πολέμους στην Γάζα και την Ουκρανία καθώς και σε άλλα ενεργά μέτωπα του πλανήτη.» λένε.. Η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική. Εδώ και αρκετούς μήνες το στρατόπεδο των Δημοκρατικών έχει επενδύσει στον φόβο και την τρομοκράτηση των ψηφοφόρων για το ενδεχόμενο μιας (καθόλου απίθανης) επανεκλογής Τραμπ.
Κάποια από τα επιχειρήματα, αν μη τι άλλο, έχουμε δει να αναπαράγονται και στην Ελλάδα.
Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα το CNN σε εκτενές ρεπορτάζ για τις εκλογές ανέφερε «Η Χάρις έχει ενωθεί με ανεξάρτητους και πρώην Ρεπουμπλικάνους που προειδοποιούν ότι η ίδια η δημοκρατία των ΗΠΑ βρίσκεται σε κίνδυνο. Επιχείρησαν να υπενθυμίσουν στο εκλογικό σώμα ότι μόλις πριν από τέσσερα χρόνια ο Τραμπ υποκίνησε πραξικόπημα, στις 6 Ιανουαρίου 2021, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να κρατηθεί στην εξουσία.» Ο Μαρκ Μίλεϊ, πρώην πρόεδρος του Γενικού Επιτελείου Στρατού, χαρακτήρισε τον Τραμπ «φασίστα μέχρι το κόκαλο». Ο Τζον Κέλι, ο οποίος ήταν προσωπάρχης του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, έχει πει πώς ο πρόεδρος μιλούσε με θαυμασμό για τους στρατηγούς του Αδόλφου Χίτλερ.
Το ότι ο Τραμπ αντλεί πολιτική υπεραξία επενδύοντας σε όλα αυτά που γοητεύουν την αμερικάνικη παραλλαγή της ακροδεξιάς είναι γνωστό εδώ και πολλά χρόνια. Η ρητορική του χαρακτηρίζεται από αντιμεταναστευτικές, ξενοφοβικές,και ρατσιστικές επιθέσεις κατά των μειονοτικών ομάδων ενώ πτυχές αυτής περιλαμβάνουν συνωμοσιολογικές, χριστιανικές, αντιφεμινιστικές, και αντι-LGBT κορώνες προκαλώντας ενίοτε βαθιά τραγελαφικά αισθήματα σε όποιον τον ακούει. Όπως κάθε καλός ακροδεξιός δηλαδή πράττει στα της χώρας του.
Είναι όμως οι Δημοκρατικοί και η Χάρις το αντίπαλο δέος; Είναι η πρόοδος απέναντι στην αντίδραση;
Σε αυτό το ερώτημα σημασία δεν έχει τι απάντηση θα δίναμε εμείς αλλά ο ίδιος ο αμερικάνικος λαός. Και η αλήθεια είναι πως πριν δεκαπέντε χρόνια η απάντηση στο ερώτημα, για ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας ήταν απλή. Όχι πια.
Γύρω στα τέλη Αυγούστου, λίγες μέρες πριν η Καμάλα Χάρις αποδεχθεί κι επίσημα το χρίσμα των Δημοκρατικών για την προεδρία, η συγγραφέας, εθνογράφος και ( απολυμένη λόγω υποστήριξης στον αγώνα των Παλαιστίνιων) αναπληρώτρια καθηγήτρια ανθρωπολογίας Μόρα Φίνκελστάιν, εξηγούσε σε άρθρο γνώμης που απέστειλε στο Al-Jazeera γιατί δεν θα ψηφίσει τους Δημοκρατικούς τον Νοέμβριο.
«Εγγράφηκα για να ψηφίσω το 1998 και από τότε ψηφίζω τους Δημοκρατικούς. Δεν αισθανόμουν πάντα καλά για τους υποψηφίους του ψηφοδελτίου των Δημοκρατικών. Στην πραγματικότητα, συνήθως αισθανόμουν θυμωμένη, απογοητευμένη και βρώμικη μετά την ψήφο μου. Παρόλα αυτά, ένιωθα ότι ήταν μέρος της δουλειάς του να είσαι πολίτης μιας ψευδοδημοκρατίας. Δεν ήταν η μόνη δουλειά που έπρεπε να γίνει, αλλά ήταν κάτι... Αυτόν τον Νοέμβριο, ωστόσο, σκοπεύω να μην ψηφίσω τους Δημοκρατικούς στις εκλογές. Αν η υποψήφια πρόεδρος του κόμματος, η Καμάλα Χάρις, δεν αλλάξει την πολιτική της για το Ισραήλ, δεν θα την ψηφίσω.»
Και δεν θα είναι η μόνη μιας και σχεδόν ένα εκατομμύριο Αμερικάνοι ψηφοφόροι των Δημοκρατικών επέλεξαν να μην συμμετάσχουν στις προκριματικές εκλογές δείχνοντας έτσι την απόρριψη της πολιτικής του Δημοκρατικού Κόμματος σχετικά με την γενοκτονία που λαμβάνει χώρα στην Παλαιστίνη. Το είπε πιο γλαφυρά και ο Macklemore στους στίχους του τραγουδιού του “Hind’s Hall”:
Το αίμα είναι στα χέρια σου, Μπάιντεν, τα βλέπουμε όλα
Και γαμώτο όχι, δεν θα σε ψηφίσω το φθινόπωρο
Το ρεύμα αυτό είναι πιο ισχυρό κυρίως στη νεολαία η οποία για σχεδόν ένα χρόνο βγαίνει δυναμικά στους δρόμους, διαδηλώνει με συνεχείς εναλλαγές στις μορφές δράσης της και βασικό αίτημα την διακοπή υποστήριξης του αμερικάνικου κράτους στο Ισραήλ.
Κατά κάποιους, το ρεύμα αμφισβήτησης του πολιτικού κατεστημένου στις ΗΠΑ, δεν προκύπτει μονάχα λόγω των εξελίξεων του τελευταίου χρόνου στην Γάζα. Είναι ένας συνδυασμός παραγόντων και τομών βαθύτερων στην αμερικάνικη κοινωνία και οικονομία που σίγουρα δεν μπορούν ούτε να διερευνηθούν αλλά ούτε και να αποτυπωθούν σε ένα άρθρο. Και σίγουρα δεν είναι ακόμα τόσο δυναμικό αυτό το ρεύμα για να επηρεάσει δραματικά τις εξελίξεις.
Το μόνο σίγουρο είναι πως, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος που θα βγάλει η κάλπη στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού εντός ολίγων ωρών, η επόμενη μέρα και πιθανά εβδομάδες, μήνες και χρόνια θα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα μιας και οι αντιθέσεις φαίνεται να είναι βαθιές και (σχεδόν) όλα συνηγορούν στο ότι θα οξυνθούν. Οι ΗΠΑ δεν θα αλλάξουν από αυτές τις εκλογές.
Έχουν ήδη αλλάξει.