Ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, όταν διορίστηκε αρχηγός πυροβολικού του ελληνικού στρατεύματος στο μέτωπο της Ηπείρου, ήταν ήδη 53 ετών.
Ήταν ένας παρασημοφορημένος στρατιωτικός, με καταγωγή από την Κύθνο, που μεγάλωσε στη Σμύρνη και σπούδασε στην Ευαγγελική της σχολή, καθώς και αργότερα, στη Σχολή Ευελπίδων.
Η πρώτη του «επαφή» με την Ήπειρο, ήταν το 1886, όταν υπηρέτησε στις ελληνικές δυνάμεις που κατέλαβαν την Άρτα.
Αν σας αρέσει ο Τύπος, μπορείτε να τον στηρίξετε με μια συνδρομή ή δωρεά, εδώ:
Σε ανάμνησή του, για τις μάχες του 1886, αναφέρει ότι ο Α. Σούτσος, διοικητής ιππικού, αντί να κατευθυνθεί προς Γιάννενα «και να καταδιώξη τον εχθρόν-θα ηδύνατο, το πολύ μετά 24ωρον, να εισήρχετο εις Ιωάννινα», τελικά πήγε προς την αντίθετη κατεύθυνση και «βαδίζων θριαμβευτικώς, άνευ συναντήσεως ως εικός και της ελαχίστης εχθρικής δυνάμεως, κατέλαβε το τελωνείον της Σαλαώρας και θριαμβευτικώς ανήγγειλε τούτο!».
Ήταν επίσης μέλος της «Εθνικής Εταιρείας». Εκεί, μέλη ήταν επίσης ο Σπυρίδων Λάμπρος, ο Παύλος Μελάς, ο Παναγιώτης Δαγκλής κ.α.
Στην αυγή του 20ου αιώνα, ο Παρασκευόπουλος παρακολουθούσε μαθήματα στην Kriegsakademie του Βερολίνου, όπου συμμαθητής του ήταν ο μετέπειτα δικτάτορας, Ιωάννης Μεταξάς.
Ήδη, ο Παρασκευόπουλος είχε παντρευτεί την Κούλα Διομήδη, αδερφή του Αλέξανδρου, πρώτου διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, πολιτικού και αργότερα, πρωθυπουργού της Ελλάδας.
Το 1909 πήρε μέρος στο κίνημα στο Γουδί.
Το 1913, σε επιστολή προς τη σύζυγό του, από το μέτωπο του Μπιζανίου, στο Εμίν Αγά, έγραφε μεταξύ άλλων ότι το μέτωπο δεν έχει ενδιαφέροντα νέα «δια τους κατοίκους των Αθηνών». Ο Παρασκευόπουλος θεωρούσε ότι το μέτωπο της Ηπείρου έπρεπε να εγκαταλειφθεί, γιατί ήταν στάσιμο.
Μάλιστα, ζητούσε από τη σύζυγό του να μεσολαβήσει στον αδερφό της, ώστε να παρακινήσει τον Βενιζέλο να «απαγκιστρωθεί» ο στρατός.
Πέντε μέρες πριν από την κατάληψη του Μπιζανίου, όταν δηλαδή ο Ιωάννης Βελισσαρίου έλυσε τον γόρδιο με την παράτολμή του κίνηση, διαμαρτύρεται ότι «δεν αξίζει τόσος κόπος, τόσες ζωές» και σημειώνει:
«Γιατί επί τέλους είναι πολύ ορεινός τόπος, πουθενά πεδιάς, πλην της Άρτης – Φιλιππιάδος. Έπειτα και ο κόσμος περίεργος, των άκρων, ή μεγάλοι πατριώται, ή παλιανθρώποι, μέσος όρος δεν υπάρχει, άρρενες και θήλεις κατάσκοποι, ανήθικοι. […] Ας αφήσωμεν προς στιγμήν τας ιδέας και ας έλθωμεν εις την πραγματικότητα».
Ο ίδιος δήλωνε «κατάπληκτος» από την άγνοια του στρατηγείου, ότι «ενηργείτο άτακτος ή μάλλον ακατάστατος πόλεμος». Σε άλλα σημεία των απομνημονευμάτων του, αναφέρει ότι ο εφοδιασμός ήταν ελλιπής και ότι η απόσταση του στρατηγείου από το πεδίο των μαχών, δεν επέτρεπε γρήγορους ελιγμούς, όπως για παράδειγμα στις 7 Ιανουαρίου 1913, όταν ο Παρασκευόπουλος πίστευε ότι θα έπεφτε από τότε το Μπιζάνι, αν δίνονταν άμεσες διαταγές.
Αλλού πάλι περιγράφει την επίσκεψη του διαδόχου Κωνσταντίνου και του Βενιζέλου, στο μέτωπο του Μπιζανίου, λέγοντας ότι μέχρι τότε, σπάνια αξιωματικοί του επιτελείου επισκέπτονταν την προκεχωρημένη θέση του φυλακίου του: «Όλοι αυτοί είχον την περιέργειαν να ιδούν το Μπιζάνι, το οποίο είχε καταστή δι όλον τον Ελληνικόν κόσμον, θρυλικό». Τους δύο επισήμους ακολούθησε κουστωδία και, όπως περιγράφει ο Παρασκευόπουλος, αργότερα, ο Βεχήπ Πασσάς, αρχηγός της φρουράς Μπιζανίου των Τούρκων, του εκμυστηρεύτηκε –ως αιχμάλωτος πια- ότι αν ήξερε πως τη συγκεκριμένη μέρα ήταν εκεί ο Κωνσταντίνος και ο Βενιζέλος, «ασφαλώς δεν θα έβαλε κατ’ αυτών».
Ο Παρασκευόπουλος αναπλάθει και την ημέρα της κατάληψης των Ιωαννίνων: «Η 22α Φεβρουαρίου ανέτειλεν ειρηνικήν ημέρα. Εφ’ όλων των εχθρικών θέσεων εκυμάτιζαν αι λευκαί σημαίαι (…) Η νίκη εχαιρετίσθη ενθουσιωδώς υφ’ ολοκλήρου του Ελληνισμού (…) Ο ενθουσιασμός ωφείλετο, εις το ότι κατελαμβάνετο η θρυλική και ιστορική πόλις των Ιωαννίνων».
Αργότερα, Παρασκευόπουλος πήρε προαγωγή, έγινε υποστράτηγος και διοικητής της 10ης ευζωνικής μεραρχίας και πολέμησε στις μάχες στο Κιλκίς, τη Δοϊράνη, τη Γευγελή, τη Στρώμνιτσα, το όρος Τεπέ κ.α.
Προσχώρησε στο βενιζελικό κίνημα και αργότερα, συμμετείχε στη Μικρασιατική Εκστρατεία, ενώ το διάστημα 1918-1920 ήταν αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού.
Μετά την ήττα, ο Παρασκευόπουλος ακολούθησε τον Βενιζέλο στη Νίκαια της Γαλλίας, αφού πρώτα τον αποστράτευσαν οι νικητές των εκλογών.
Αργότερα, εκλέχτηκε γερουσιαστής και διετέλεσε πρόεδρος του βραχύβιου σώματος.
Πέθανε στις 16 Μαΐου 1936. Σημειώνεται ότι η πινακίδα της οδοσήμανσης στα Γιάννενα, αναγράφεται λάθος η χρονολογία θανάτου του.
Στην οδό που φέρει το όνομά του, στα Γιάννενα, στεγάζεται η Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών.
Πηγές
Λ. Παρασκευόπουλος (1999) Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913 Επιστολές προς τη σύζυγό του Κούλα
Λ. Παρασκευόπουλος (1955) Αναμνήσεις 1896-1920
Εδώ μπροείτε να διαβάσετε για τις ονομασίες και άλλων δρόμων των Ιωαννίνων