28η Οκτωβρίου του 1940: Πρώτη μέρα του πολέμου… Ο 29χρονος Οδυσσέας Αλεπουδέλης (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα) ή Ελύτης είναι ένας από τους χιλιάδες Έλληνες που δίνουν το παρών στο μέτωπο.
Κατατάσσεται ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου Α’ Σώματος Στρατού. Στις 13 Δεκεμβρίου πηγαίνει στη ζώνη πυρός και στις 26 Φεβρουαρίου του 1941 μεταφέρεται με κρούσμα κοιλιακού τύφου στο στρατιωτικό νοσοκομείο Ιωαννίνων. Εκεί νοσηλεύεται για 40 ημέρες -σε κρίσιμη κατάσταση αρχικά. «Θυμάμαι ότι αρνήθηκα να με μεταφέρουν στον μικρό θάλαμο των ετοιμοθανάτων» είχε αναφέρει σε συνέντευξή του στο φοιτητικό περιοδικό «Πανσπουδαστική» το 1965. Και από το νοσοκομείο Ιωαννίνων, λόγω εκκένωσής του, με ένα φορείο σε ένα φορτηγό προς το Αγρίνιο. Μετά από μια μεγάλη περιπέτεια και «ένα θαύμα» που τον έσωσε (όπως έχει πει ο ίδιος), στην Αθήνα.
Η συμμετοχή του στον ελληνοϊταλικό πόλεμο ήταν καθοριστική στη διαμόρφωση της ποιητικής του πορείας. Από την εμπειρία του πολέμου, προέκυψε το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» (έτος συγγραφής το 1941).
«Η Αλβανία, για τη σωματική μου υπόσταση ήταν μια περιπέτεια αβάσταχτη, αλλά για την ψυχική μου όμως ιστορία, μια τομή βαθιά. Λίγοι ξέρουνε ότι το κύριο βάρος του πολέμου το σήκωναν οι ανθυπολοχαγοί. Και συμβολικά αυτό θέλησα να δείξω ηρωοποιώντας έναν ανθυπολοχαγό, με το Άσμα που έγραψα. Από το άλλο μέρος, έγινε αιτία ο πόλεμος να συνειδητοποιήσω τι είναι ο αγώνας, ο ομαδικός πλέον και όχι ο προσωπικός. Θέλω να πω τι σημαίνει να μάχεσαι ενταγμένος μέσα σε μιαν ομάδα, που έχει ορισμένα ιδανικά, και να μάχεσαι και συ γι αυτά. Χωρίς την εμπειρία αυτή, πιστεύω δεν θα μου είχε ανοιχτεί ο δρόμος για το Άξιον Εστί» αναφέρεται στο βιβλίο «Αυτοπροσωπογραφία σε λόγο προφορικό» (έτος έκδοσης 2000).
Η σύλληψη του ποιήματος έγινε τον χειμώνα του 1941, ίσως όταν βρισκόταν στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Εκεί όπου είχε δεχθεί τις υπηρεσίες των γιατρών και των εθελοντριών νοσοκόμων. Γιατρός του ο Αρκάγαθος Γούτας, μετέπειτα καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και μία από τις νοσοκόμες ήταν η Αναστασία Παπαδοπούλου, την οποία ευχαρίστησε 40 χρόνια μετά με μια επιστολή του («Τα ισνάφια μας τα βασιλεμένα», Ευαγγελή Ντάτση).
«Ελάχιστοι μάρτυρες απομένουν από την εποχήν εκείνη, και το δικό σας γραπτό, κοντά στην συναισθηματική του αξία, έχει και την έννοια της μαρτυρίας και αποτελεί μίαν απάντηση σε πολλούς κακόβουλους που διαδίδουν ότι ‘έκανα τον άρρωστο για ν’ αποφύγω το μέτωπο’. Τόσο λίγο γνωρίζουν τις συνθήκες των ημερών εκείνων» αναφέρει και ευχαριστεί «τη φίλη κ. Παπαδοπούλου» για τις υπηρεσίες της τότε.