Μπορεί η ανεργία των νέων να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του... πυρός -και δικαιολογημένα καθώς οι 8 στους 10 ανέργους της χώρας είναι κάτω των 29 ετών-, οι 50άρηδες όμως κατέχουν μια θλιβερή πρωτιά, αυτήν της μακροχρόνιας ανεργίας.
Όταν μένεις χωρίς δουλειά στα 50, δύσκολα επανέρχεσαι στον εργασιακό στίβο. Και τα βασανιστικά ερωτήματα είναι εκεί συνεχώς: Πώς επιβιώνεις; Πώς συμπληρώνεις τα χρόνια για να βγεις στη σύνταξη; Τι κάνεις τα υπόλοιπα 17-18 χρόνια; Τα ερωτήματα αυτά επανέρχονται στο μυαλό των ανέργων άνω των 50 ετών κάθε φορά που περνούν την πόρτα του ΟΑΕΔ και βγαίνουν άπραγοι.
Το υπουργείο Εργασίας, θέλοντας να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία σε αυτούς τους πρώην εργαζόμενους, "άνοιξε" ένα πρόγραμμα επιχορήγησης επιχειρήσεων για την απασχόληση 15.000 συνολικά ανέργων άνω των 50 ετών που βρίσκονται σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση. Το πρόγραμμα ξεκίνησε στα τέλη Μαρτίου. Τρεις μήνες μετά, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να πει κανείς ότι πηγαίνει πολύ καλά. Παρότι οι ανακοινώσεις για την έλευση του προγράμματος αυτού είχαν γίνει πολλούς μήνες πριν, στον ΟΑΕΔ Ιωαννίνων δεν υπήρχαν ουρές. Ή πιο συγκεκριμένα, υπήρχαν ουρές ανέργων, δεν υπήρχαν όμως ουρές επιχειρηματιών. Σύμφωνα με τον τοπικό ΟΑΕΔ, οι αιτήσεις των ενδιαφερόμενων επιχειρηματιών να προσλάβουν έναν 50άρη ή μεγαλύτερο δεν ξεπερνούν προς το παρόν τις 50.
Η διοίκηση του ΟΑΕΔ θεωρεί πάντως ότι πρόκειται για ένα καλό πρόγραμμα, καθώς δίνει την ευκαιρία στους επιχειρηματίες να προσλάβουν ανθρώπους με εμπειρία και δεξιότητες. Οι επιχειρηματίες όμως... αντιστέκονται.
Στο πρόγραμμα δικαιούνται να συμμετάσχουν επιχειρήσεις που κατά το 12μηνο πριν τον μήνα υποβολής της αίτησής τους δεν έχουν προβεί σε μείωση προσωπικού, ενώ οι προσλήψεις ανέργων, μέσω του προγράμματος, πρέπει να αντιπροσωπεύουν καθαρή αύξηση του αριθμού εργαζομένων της επιχείρησης.
Το ύψος της επιχορήγησης διαμορφώνεται στο 50% του μηνιαίου μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους του ωφελούμενου, με ανώτατο όριο τα 500 ευρώ. Στο μισθολογικό και μη μισθολογικό κόστος (και στην επιχορήγηση) συμπεριλαμβάνονται οι ακαθάριστες πραγματικές μηνιαίες αποδοχές και οι εισφορές που βαρύνουν τον εργοδότη. Η συνολική διάρκεια της επιχορήγησης είναι εννιά μήνες, ενώ μπορεί να επεκταθεί για επιπλέον εννιά μήνες εφόσον ο εργοδότης υποβάλει σχετική αίτηση.